Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Η ανάπτυξη ρηχή, οι επιβαρύνσεις για τους επαγγελματίες στο 80% των εισοδημάτων τους, οι φόροι σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να πνίγουν επενδύσεις και κατανάλωση. Ακόμη και τα δημόσια έσοδα του επταμήνου μπορεί να είναι οριακά πάνω από τον στόχο του προϋπολογισμού, αλλά αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εισπράξεις ύψους 1,1 δισ. ευρώ από την επέκταση της σύμβασης του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος», κάτι που σημαίνει ότι δεν θα επαναληφθούν το 2020.
ΕΠΟΜΕΝΩΣ, ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% φέτος μπορεί να επιτευχθεί αλλά οι δυσκολίες μεταφέρονται στην επόμενη χρονιά όταν μάλιστα η διεθνής συγκυρία δεν είναι και η καλύτερη δυνατή. Στα χρόνια που η ανάπτυξη στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης κάλπαζε, εμείς είχαμε Τσίπρα. Τώρα οι εκτιμήσεις των αναλυτών κάνουν λόγο για κάμψη στη διεθνή οικονομία, με σημάδια ύφεσης σε Γερμανία και ΗΠΑ, ενώ κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στις αγορές στα τέλη Οκτωβρίου, όταν θα ολοκληρωθεί το Brexit.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Μητσοτάκη επέλεξε μία συγκεκριμένη τακτική για να πετύχει την παραγωγική ανασυγκρότηση και να ανεβάσει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Εφαρμόζει σταδιακά το πρόγραμμα για μείωση φόρων και υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανακοινώσει σε κράτος και οικονομία. Βασικός στόχος του πρωθυπουργού είναι να υπάρξει μία επενδυτική επανεκκίνηση, να αυξηθεί δηλαδή ο παρονομαστής του ΑΕΠ ώστε να γίνει πιο εύκολη η επίτευξη του αριθμητή, που είναι ο στόχος του πλεονάσματος.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
ΜΕ ΑΥΤΟ τον τρόπο η αξιοπιστία για τις προοπτικές της οικονομίας θα ενισχυθεί ώστε η κυβέρνηση να περάσει στην κυρίως φάση της διαπραγμάτευσης, που είναι η μείωση των πλεονασμάτων. Οπως είναι γνωστό, ο Τσίπρας έχει ψηφίσει δύο φορές στη Βουλή για πλεονάσματα 3,5% έως το 2022. Η δεύτερη μάλιστα, ήταν μάλλον ταπεινωτική, καθώς ψηφίσθηκε διάταξη που διευκρίνιζε ότι η δέσμευση ισχύει και για το 2022.
ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ πιστεύουν ότι ο Μητσοτάκης έπρεπε να απαιτήσει τη μείωση των στόχων «εδώ και τώρα». Σε μία τέτοια περίπτωση το Βερολίνο θα έλεγε όχι, εκτός εάν πιστεύει κανείς ότι η Μέρκελ θα «χαριζόταν» σε μία κυβέρνηση δύο μηνών όταν επί Τσίπρα είχε πάρει όλες τις υπογραφές για υπερταμείο, πλεονάσματα και πολυετή λιτότητα.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ του πρωθυπουργού είναι διαφορετική. Οι μεταρρυθμίσεις θα είναι το διαπραγματευτικό όπλο ώστε αρχικά να συνυπολογισθούν στο πλεόνασμα του 2020 τα έσοδα από τα κέρδη των ομολόγων, που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης. Αυτό ισοδυναμεί με μείωση του στόχου από το 3,5% στο 2,8%. Σε δεύτερη φάση, πιθανότατα για τον προϋπολογισμό του 2021, θα επιδιωχθεί η επίσημη μείωση του στόχου στο 2,5%.
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΛΕΕΙ στο Μαξίμου ότι «θα σκίσει τα Μνημόνια» όπως οι προηγούμενοι ένοικοι με τα γνωστά αποτελέσματα. Θέλουν να κερδίσουν πρώτα την αξιοπιστία των εταίρων και μετά το πλεόνασμα θωρακίζοντας την οικονομία από τις διεθνείς αναταράξεις. Η διαδρομή αυτή προσφέρει σταθερότητα, ένα στοιχείο που εκτιμούν ιδιαίτερα οι αγορές, ωθώντας σε χαμηλότερα επίπεδα τα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου