Η αναθεώρηση προς τα κάτω του ρυθμού ανάπτυξης για φέτος από το 2,3% του ΑΕΠ, όπως εκτιμούσε η προηγούμενη έκθεση της ΤτΕ τον Δεκέμβριο, και το 2,5% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός, σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι διαρκώς χάνουμε τους στόχους που θέτουμε.
Η απώλεια αυτή δεν έχει ως αιτία μόνο την επιβράδυνση που σημειώνεται στην ευρωζώνη, αλλά κυρίως τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελλάδας που διαπιστώνονται επί ημερών διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Ενώ επί κυβέρνησης Σαμαρά το 2014 η οικονομία βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης και η χώρα ετοιμαζόταν να βγει από τα Μνημόνια, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία η χώρα βυθίστηκε στην ύφεση, χάνοντας το τρένο της ανάπτυξης. Κι αυτό γιατί, την ώρα που τα άλλα κράτη της ευρωζώνης έτρεχαν με ταχείς ρυθμούς, ο κ. Τσίπρας, αντί να κάνει μεταρρυθμίσεις, έκανε με τον κ. Βαρουφάκη την καταστροφική διαπραγμάτευση του 2015 και προχωρούσε σε δημοψήφισμα που οδήγησε στα capital controls και έφερε ένα τρίτο, βαρύ Μνημόνιο, αφού προηγουμένως λίγο έλειψε να στείλει την Ελλάδα εκτός ευρώ.
Είναι σαφές -και αυτό τονίζεται και στην έκθεση της ΤτΕ- ότι η πορεία της οικονομίας θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση ή μη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ομως, η υπερφορολόγηση που επέβαλε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια συγκρατεί την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών.
Για να υπάρξει ανάπτυξη, θα πρέπει να αλλάξει το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, με έμφαση στη μείωση των φόρων, στη μεταρρύθμιση του κράτους και στη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων. Γι’ αυτό χρειάζεται και αλλαγή πολιτικής σελίδας, γιατί αυτά δεν μπορεί να τα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μια νέα κυβέρνηση.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου