Γράφει ο Πάνος Αμυράς
Το ερώτημα που μπορεί να διατυπώσει κάθε καλόπιστος ακροατής των προτάσεων του κ. Μητσοτάκη είναι γιατί η Μέρκελ και ο Σόιμπλε να δεχθούν χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους και να ανάψουν το πράσινο φως για μειώσεις φόρων.
Η απάντηση είναι απλή. Οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας έχει αλλάξει δραματικά. Η Ν.Δ. προηγείται με 7-8 ποσοστιαίες μονάδες και υπάρχει η γενική αίσθηση ότι ο κ. Μητσοτάκης θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές όποτε κι αν γίνουν. Αυτό βέβαια δεν τους συγκινεί ιδιαίτερα ούτε έχουν κάποια ιδεολογική ευαισθησία με την Κεντροδεξιά. Εάν είχαν, θα διευκόλυναν με συμφωνία στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 τον Σαμαρά και δεν θα πριμοδοτούσαν με τη στάση τους τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τους εταίρους είναι εάν η κυβέρνηση μπορεί να προωθήσει αυτά που υπέγραψε ώστε να μη χρειαστεί τέταρτο δάνειο. Το συμπέρασμα είναι πως όχι, ο κ. Τσίπρας δεν μπορεί να υλοποιήσει το τρίτο Μνημόνιο. Το Μαξίμου δεν πιστεύει σε αυτό, οι υπουργοί βάζουν τρικλοποδιές σε οποιαδήποτε ιδιωτικοποίηση, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απεχθάνονται τις αποκρατικοποιήσεις και το άνοιγμα των αγορών. Ψηφίζουν τα μέτρα για να μη χάσουν την εξουσία και τη βουλευτική θέση τους αλλά δεν πρόκειται να τα εφαρμόσουν. Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δεν έχει την πολιτική δύναμη για να προχωρήσει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση και αναλώνεται σε άσκοπες συγκρούσεις πότε με την Κομισιόν για τη Eurostat και πότε με την ΕΚΤ για την Τράπεζα Αττικής.
Με λίγα λόγια, ο πολιτικός του χρόνος εκμηδενίζεται όταν πρέπει να σύρει το «κάρο» της δεύτερης αξιολόγησης με δύσκολα μέτρα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτείνει το εξής απλό στους δανειστές: «Θα εφαρμόσω μέχρι κεραίας όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές του τρίτου Μνημονίου και πρόσθετες στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος ανασυγκρότησης αλλά δώστε μου το δημοσιονομικό περιθώριο του μειωμένου πλεονάσματος στο 2% από 3,5% του Τσίπρα».
Το «deal» που βάζει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ο πρόεδρος της Ν.Δ. μοιάζει δίκαιο για έναν ακόμη λόγο. Οι μειώσεις στη φορολογία που ανέπτυξε από το βήμα της ΔΕΘ είναι αυτοχρηματοδοτούμενες από την περικοπή δαπανών.
Στην ουσία ο κ. Μητσοτάκης λέει στους εταίρους ότι δεν θα επαναληφθούν οι αέναες διαπραγματεύσεις επί των συμφωνηθέντων μέτρων, τα οποία θα εφαρμόζονται στο ακέραιο, αρκεί η κυβέρνηση της Ν.Δ. να μπορέσει να δώσει φορολογικές ανάσες για την επανεκκίνηση της οικονομίας, που θα επιταχυνθεί από την υλοποίηση όλων των αποκρατικοποιήσεων.
Στους δανειστές η πρόταση Μητσοτάκη δεν στοιχίζει πολλά. Αντιθέτως, γνωρίζουν ότι έτσι όπως έχει πάει την οικονομία ο Τσίπρας η Ελλάδα θα χρειαστεί και τέταρτο Μνημόνιο, που σημαίνει και νέα δάνεια. Και επειδή καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν μπορεί να απευθυνθεί στους βουλευτές και τους πολίτες της για να ζητήσει νέα έγκριση δανειοδότησης της Ελλάδας, η συμφωνία Μητσοτάκη γίνεται ελκυστική για αυτούς. Αλλωστε είναι η πρώτη φορά που ένας πολιτικός αρχηγός υπόσχεται πλήρη εφαρμογή των συμφωνηθέντων (από τον Τσίπρα, για να μην ξεχνάμε και τις ευθύνες του) χωρίς αστερίσκους παρά μόνο να υπάρχει το ελάχιστο δημοσιονομικό περιθώριο για να μπει η οικονομία μπροστά.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έπεσε στον τοίχο των ιδεοληψιών της αλλά και στο βουνό του υπέρογκου λογαριασμού από την τραγική διαπραγμάτευση του 2015. Αυτό που προτείνει ο κ. Μητσοτάκης είναι πολύ ελκυστικό για όλους για να απορριφθεί. Καταρχάς για τους πολίτες, που βλέπουν ότι διατυπώνεται για πρώτη φορά μια πολιτική πρόταση μείωσης φόρων δημοσιονομικά ουδέτερη που θα συνοδεύεται από την εφαρμογή (και όχι το σκίσιμο) του Μνημονίου, αλλά και για τους δανειστές, που βλέπουν ότι ο Τσίπρας με την απροθυμία του να σεβαστεί τις υπογραφές στο πρόγραμμά του θα τους συμπαρασύρει εκτός εξουσίας.
Το σίγουρο είναι ότι από το Σάββατο το βράδυ ο Κυριάκος έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη ζωή του κ. Τσίπρα και πιο καλή τη διάθεση των πολιτών, που βλέπουν ότι υπάρχει μία τελευταία ευκαιρία να ξεφύγουν από τη δίνη της ύφεσης.