Η χώρα βρίσκεται εκτός αγορών, η ανταγωνιστικότητα επιδεινώνεται διαρκώς, μεγάλες επιχειρήσεις μεταφέρουν την έδρα τους στο εξωτερικό προκειμένου να έχουν χρηματοδότηση με καλύτερους όρους, καθώς το τραπεζικό σύστημα υπολειτουργεί.
Και όμως στο κυβερνητικό στρατόπεδο επικρατούν κωμικοτραγικές καταστάσεις. Ο παραιτηθείς υπουργός Εξωτερικών και βασικός εμπνευστής της συμφωνίας των Πρεσπών αποχωρώντας από τη θέση του εξήγγειλε την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια χωρίς να έχει προηγηθεί καμία πολιτική ζύμωση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ενώ ο υπουργός Αμυνας, αφού πρώτα κατήγγειλε στελέχη του ως «μακεδονοκλάστες», ανακοίνωσε ότι θα φύγει από την κυβέρνηση μόλις έρθει το «Μακεδονικό» στη Βουλή.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Το Μαξίμου εκπέμπει πολιτική αστάθεια και αυτό λαμβάνεται υπόψη και από τους διεθνείς παράγοντες αλλά και από τους επενδυτές. Ποιος θα βάλει τα κεφάλαιά του στην Ελλάδα όταν ακούει από τις δυνάμεις της συμπολίτευσης ότι η κυβέρνηση έχει ημερομηνία λήξης; Ποια επιχείρηση θα υλοποιήσει επενδυτικές πρωτοβουλίες όταν το κράτος βρίσκεται εκτός αγορών και το Χρηματιστήριο σφυροκοπείται; Ποιος τελικά θα πιστέψει ότι η κρίση στη χώρα μας τελείωσε όταν οι δαπάνες μισθοδοσίας στο Δημόσιο αυξήθηκαν κατά 1,5 δισ. από το 2015 και η υπερφορολόγηση έχει τσακίσει νοικοκυριά και μικρομεσαίους;
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά το μοναδικό μέλημα του κ. Τσίπρα είναι το πώς θα μείνει στην εξουσία συμμαχώντας με τον κ. Καμμένο που καταγγέλλει τη συμφωνία των Πρεσπών και απομακρύνοντας τον κ. Κοτζιά. Μόνο που η διαλυτική εικόνα της κυβέρνησης και η αδυναμία παραγωγής πολιτικού έργου από την πλειονότητα των υπουργών υπονομεύει το αύριο της χώρας, όταν θα απαιτηθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος.
Εάν ο κ. Τσίπρας βρισκόταν στην αντιπολίτευση θα μιλούσε για «κυβερνητική παρωδία». Και θα είχε δίκιο…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου