Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Οχι δεν πρόκειται για αναβίωση του 2015 αλλά ακόμη χειρότερα. Τα σημάδια οδηγούν στο 2010 και αυτή τη φορά χωρίς να υπάρχει η εναλλακτική της «τρόικας».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τη σύμπραξη των κουτοπόνηρων Ευρωπαίων, που ήθελαν να εμφανίσουν μία επιτυχία εν όψει ευρωεκλογών, έβαλαν το κάρο μπροστά από το άλογο.
Αυτό πρακτικά έγινε όταν με τη λήξη του χρηματοδοτικού προγράμματος το Δημόσιο δεν είχε εξασφαλίσει πρόσβαση στις αγορές για την εξυπηρέτηση των δανείων του. Το έλεγε άλλωστε πρόσφατα και με σιγουριά ο πρωθυπουργός ότι τώρα που έχουμε το «μαξιλάρι» των 24 δισεκατομμυρίων δεν χρειαζόμαστε τις αγορές και προφανώς ούτε οι αγορές χρειάζονται τα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα το επιτόκιό τους να έχει εκτιναχθεί στο 4,6%.
Τώρα και οι μετοχές των τραπεζών βυθίζονται με κάθε αφορμή. Πότε από την κρίση της Ιταλίας, πότε από την άνοδο των επιτοκίων για τα αμερικανικά ομόλογα και πότε από το κλίμα καχυποψίας που επικρατεί διεθνώς για τις προοπτικές της οικονομίας, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Οι συγκρίσεις με το 2014 είναι καταλυτικές. Στο τρίτο τρίμηνο του 2014 ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου βρισκόταν στις 1.220 μονάδες, τώρα βολοδέρνει στις 645. Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών πριν από 4 χρόνια ξεπερνούσε τα 30 δισεκατομμύρια ενώ έχει κατρακυλήσει κάτω από τα 5 δισεκατομμύρια. Οι καταθέσεις από 165 δισ. έχουν μειωθεί στα 135 δισ.
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι εμφανής και οι κίνδυνοι μεγάλοι για τρεις κυρίως λόγους:
Πρώτον, η συμπεριφορά της κυβέρνησης φανερώνει πανικό και άγνοια των κανόνων λειτουργίας των αγορών. Το Μαξίμου και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη χρηματιστηριακή αναταραχή με αφορισμούς για κερδοσκόπους και τυφλές επιθέσεις στην αντιπολίτευση ή τον κεντρικό τραπεζίτη. Αντί να προχωρήσει σε κινήσεις που θα τονώνουν το αίσθημα πίστης για την οικονομία, όπως για παράδειγμα το ξεμπλοκάρισμα επενδύσεων που παραμένουν στα συρτάρια των υπουργών, αναλώνεται σε αστείες θεωρίες περί «πολιτικού σορταρτίσματος».
Δεύτερον, η Ελλάδα δεν μπόρεσε επί ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιήσει όλα τα εργαλεία που είχε διαθέσει στις χώρες της ευρωζώνης η ΕΚΤ. Δεν εντάχθηκε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ενώ οι τράπεζες έχασαν την εξαίρεση (waiver) διάθεσης ελληνικών ομολόγων στο ευρωσύστημα ώστε να δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια.
Τρίτον, η οικονομία δεν ανταποκρίνεται στη θεωρία περί «ελατηρίου». Στη διετία 2015-2016, όταν όλη η ευρωζώνη έτρεχε αξιοποιώντας την ευνοϊκή συγκυρία και τις χαμηλές τιμές πετρελαίου, η ελληνική οικονομία διολίσθησε στην ύφεση, το 2017 παρουσίασε τους χειρότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς ενώ και φέτος η ανάπτυξη δεν θα ξεπεράσει το 2% έναντι αρχικής πρόβλεψης προϋπολογισμού για 2,8%. Το ΑΕΠ δεν αυξάνεται σημαντικά και αυτό επηρεάζει όλους τους δείκτες της οικονομίας
Οι αγορές είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί. Βλέπουν μία κυβέρνηση που διανύει την τελευταία της φάση πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 2019 και η έλλειψη εμπιστοσύνης για τις κινήσεις της αποθαρρύνει τους επενδυτές να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους. Η Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης δεν άλλαξε, ενώ την τελευταία τετραετία η κυβέρνηση υιοθέτησε όλες τις παθογένειες του παρελθόντος. Διόγκωσε το δημόσιο τομέα, αύξησε τη φορολογία, ξήλωσε τις μεταρρυθμίσεις που είχαν γίνει σε Παιδεία και Διοίκηση, δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά και εγκαίρως το μεταναστευτικό.
Η οπισθοδρόμηση είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας και δεν πρέπει να απασχολεί μόνο τη σημερινή κυβέρνηση, που έχει δείξει ότι δεν μπορεί να πετύχει την απαιτούμενη αναπτυξιακή έκρηξη, αλλά και την αντιπολίτευση, που θα βρεθεί μπροστά σε ένα βουνό δεσμεύσεων και δυσκολιών.
*O Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]