Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Οχι επειδή ο Μπακογιάννης θα γίνονταν αρχηγός κόμματος ή πρωθυπουργός, αλλά επειδή η πολιτική σκέψη και η προσωπικότητά του θα μπορούσε να επηρεάσει εκείνους που θα γίνονταν αρχηγοί ή πρωθυπουργοί και κυρίως θα συνέβαλλε στη διαμόρφωση μιας άλλης πολιτικής κουλτούρας στους πολίτες που ψηφίζουν.
Το ερώτημα, λοιπόν, τι θα συνέβαινε αν ο Μπακογιάννης ζούσε, επανέρχεται ακόμα πιο δραματικά σε μια εποχή που αν κάτι περισσεύει είναι ο πολιτικός φανατισμός και η αναβίωση των διαχωριστικών γραμμών του εμφυλίου. Ο,τι δηλαδή απεχθανόταν περισσότερο ο Παύλος Μπακογιάννης.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Ο δυναμικός και ταυτόχρονα μετριοπαθής πολιτικός ήταν υπέρμαχος της συναίνεσης, της εθνικής ενότητας και της συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων. «Ο Μπακογιάννης θεωρείται -δικαίως- ο αρχιτέκτονας της προσέγγισης των δύο πολιτικών κόσμων. Η προσέγγιση προκάλεσε αρχικά έκπληξη, εν μέρει αναταραχή, στη συνέχεια αισιοδοξία ότι κάτι νέο γεννιέται, ότι το παιχνίδι δεν είναι από την αρχή τελειωμένο», σημείωνε η αν. καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας Κωνσταντίνα Μπότσιου σε ομιλία της για τον Παύλο Μπακογιάννη, με την οποία εστίαζε στην αντίληψη που είχε για το Κέντρο και στην ανάγκη του για υπέρβαση των διαιρέσεων του παρελθόντος και της ακόμα πιο κλασικής διαίρεσης «Δεξιάς-Αριστεράς».
Είκοσι εννιά χρόνια μετά τη δολοφονία του, η πολιτική ζωή της χώρας απειλείται από την αναβίωση του φαντάσματος του εθνικού διχασμού. Τα Μνημόνια και η οικονομική κρίση έγιναν το άλλοθι στα χέρια εκείνων που για να πάρουν την εξουσία δεν δίστασαν να ξεθάψουν το τόμαχοκ του πολέμου. Να επιστρέψουν δεκαετίες πίσω, να ανασύρουν φρασεολογία και αντιπαλότητες μιας άλλης εποχής, να νεκραναστήσουν επονίτες και χίτες, να διεκδικήσουν προνόμια και αποδεικτικά ηθικής με το «κληρονομικό» δικαίωμα του αριστερού απογόνου. Και κάπως έτσι άρχισε να αγριεύει η κοινωνία, να μεταφράζει κάθε γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, σε ταξικό. Να αναζητά «κοινωνικά φρονήματα» και αλίμονο αν δηλώσεις «νοικοκυραίος». Ο Μπακογιάννης συνήθιζε να λέει πως «μπορούμε να διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε». Μπορούμε ακόμα άραγε;
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]