Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Διότι απλά κανείς βαθύς Συριζαίος δεν αναλάμβανε το κομμάτι αυτό. Για τις «δύσκολες δουλειές», αυτές δηλαδή που κάνουν… τζιζ στο ακροατήριο του 4% προτιμούσαν τις μεταγραφές. Πρώτος ήταν ο Γιάννης Πανούσης, ο οποίος δέχθηκε έναν πρωτοφανή πόλεμο από την «επαναστατική» τότε Κουμουνδούρου. Ηταν, βλέπετε, η εποχή που ακόμα διαφήμιζαν τον αφοπλισμό των ΜΑΤ και έβλεπαν στο πρόσωπο του Πανούση το «κράτος της καταστολής». Μετά ήρθε ο πασοκογενής Νίκος Τόσκας. Αυτός συνάντησε λιγότερες αντιδράσεις γιατί προέβαλε και τις λιγότερες αντιστάσεις. Αν δεν προέκυπτε η τραγωδία στο Μάτι θα ήταν ακόμα στη θέση του. Oμως η αναγκαστική απομάκρυνσή του ήταν μονόδρομος και ταυτόχρονα ένα ακόμα αδιέξοδο για την κυβέρνηση. Με άδειο τον πάγκο από στελέχη, το Μαξίμου αναβάθμισε τους ήδη υπάρχοντες παίκτες και εξάντλησε το άνοιγμά του στην Κεντροαριστερά με τη Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου και στην Κεντροδεξιά με την Κατερίνα Παπακώστα.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ανέλαβε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, τυπικά ως υφυπουργός, ουσιαστικά ως υπουργός. Διότι μην αυταπατάσθε, όπως όλα δείχνουν η Ολγα Γεροβασίλη απλώς προεδρεύει. Και για όσους δεν κατάλαβαν ακόμα τη διαφορά, φρόντισε να το ξεκαθαρίσει η κυρία Παπακώστα: «Δεν ξέρω αν τους έστελναν σπίτι με ταξί (σ.σ.: προφανώς οι Συριζαίοι), εγώ (σ.σ.: η καραμανλική δεξιά) σκέφτομαι να τους στείλω το λογαριασμό».
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
ΩΡΑΙΑ ΑΤΑΚΑ για τίτλο, αλλά τη φωτό -και μάλιστα με λεζάντα που κλέβει την παράσταση- την έστειλε ο Ρουβίκωνας. Μια φωτογραφία από τη βρετανική πρεσβεία με την υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούν σύντομα. Κάπου εκεί συνειδητοποιούμε πλέον όλοι πως οι χειρισμοί της κυβέρνησης τα τελευταία 3,5 χρόνια στη δημόσια ασφάλεια το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποθρασύνουν την αναρχική συλλογικότητα και να της δώσουν ρόλο δημόσιου συνομιλητή. Το δόγμα ανοχής απέναντι στα «παιδιά που διαμαρτύρονται», αλλά κυρίως, η αίσθηση ανασφάλειας που καλλιέργησαν στους άντρες και τις γυναίκες της Ελληνικής Αστυνομίας, μπλοκάρουν την επιχειρησιακή ετοιμότητα του Σώματος. Διότι δεν είναι μόνο ο Ρουβίκωνας. Είναι η χαλαρότητα με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το «κράτος» των Εξαρχείων και τους καταληψίες. Eίναι η επιπολαιότητα με την οποία επιχειρούν να προσπεράσουν τη βία στα πανεπιστήμια. Είναι ο βαθύς ΣΥΡΙΖΑ που επιβιώνει.
ΣΕ ΑΥΤΟ το σκηνικό η πρόεδρος της «Νέας Ελληνικής Ορμής» είναι το άλλοθι. Είναι το κλείσιμο του ματιού στο ακροατήριο του Πάνου Καμμένου, ο οποίος άλλωστε έδωσε τις «ευλογίες» του για την υπουργοποίησή της. Ταυτόχρονα, είναι μια ακόμα ψήφος που μπαίνει στο σακούλι του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού η ίδια έχει πει ότι θα τη στηρίξει.
Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ όμως δεν είναι μόνο ένα άλλοθι. Είναι ταυτόχρονα το μοναδικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκε στο στρατόπεδο του «προκλητικά αμοραλιστή», όπως τον χαρακτήριζε κάποτε, Αλέξη Τσίπρα. Οταν μάλιστα λέει ότι δεν υπάρχει κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αλλά «εθνική συμμαχία», μάλλον το λέει για να αισθανθεί καλύτερα η ίδια. Η (υφ)υπουργός Προστασίας του Πολίτη διεγράφη από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά εντύπωση προκαλεί το πόσο συχνά εξακολουθεί να την επικαλείται, ίσως σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσει πως εκείνη εκπροσωπεί την ιστορία και τις αξίες της παράταξης. Μαζί με τον Πάνο Καμμένο βεβαίως, ο οποίος επίσης πιστεύει ότι εκπροσωπεί τη Νέα Δημοκρατία! Μάταιες προσπάθειες και από τους δύο, ιδίως αν τους υπενθυμίσει κάποιος τη φράση που η ίδια η Κατερίνα Παπακώστα είχε γράψει ως «συμβουλή» προς τον Αδωνι Γεωργιάδη: «Κανείς δεν είναι πολυτιμότερος της παράταξης στην οποία έχουμε την παράδοση ο βίος και τα έργα μας να μην την εκθέτουν…». Να και κάτι για το οποίο είχε δίκιο.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]