Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αφορμή αποτέλεσε η αυτοκτονία του μεγαλύτερου γιου του Κουβανού ηγέτη, Φιντελίτο και ένα σημείωμα που υποτίθεται ότι άφησε πίσω του, στο οποίο έκανε λόγο για τον «ετεροθαλή αδελφό του, Τζάστιν». Η ιστορία είχε τα πάντα, από αληθοφανή ρεπορτάζ μέχρι ανώνυμα σχόλια και φυσικά το απαραίτητο φωτομοντάζ, το οποίο φανέρωνε την εμφανισιακή ομοιότητα των δύο αντρών. Οπως συμβαίνει με όλες τις «θεωρίες συνωμοσίας», δύσκολα γίνονται πιστευτές αλλά εύκολα αναπαράγονται. Η μεγαλύτερη γοητεία τους, άλλωστε, είναι αυτή ακριβώς. Οσο πιο παράλογες είναι τόσο πιο πολύ θέλεις να τις πιστέψεις.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Αν και σύμφωνα με κάποιες έρευνες πολλοί διαβάζουν τα λεγόμενα fake news αλλά τελικά λίγοι επηρεάζονται, δεν μπορεί παρά να μην αναρωτηθεί κάποιος ποια είναι, τελικά, η πραγματική διείσδυσή τους στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Στην Ελλάδα, οι σχετικές ιστορίες μπορεί να μην έχουν «πιασάρικα» πρόσωπα όπως του Κάστρο, του Τριντό ή του Ντόναλντ Τραμπ, είναι όμως ό,τι πρέπει για εσωτερική κατανάλωση. Αποδοκίμασαν (δεν) τον Κώστα Σημίτη στο πλοίο για τη Σύρο, χαιρέτισε (δεν) ναζιστικά ο παραολυμπιονίκης δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη, αγόρασε (δεν) ο Λιονέλ Μέσι νησί στο Ιόνιο. Στην πολιτική επικαιρότητα τα όρια της «φουσκωμένης» είδησης είναι δυσδιάκριτα. Η καθαρή έξοδος από τα Μνημόνια, τα παιδιά που δεν λιποθυμούν πια στα σχολεία, η ανάπτυξη που μας χτυπά την πόρτα, τα συστημικά Μέσα που δεν ασχολούνται όσο πρέπει με το «επαχθές χρέος» και διάφορα άλλα παρεμφερή αφηγήματα κάνουν το γύρο της ειδησεογραφίας μαζί με τα «αντίθετά» τους.
Οι κατασκευασμένες ειδήσεις, η παραπληροφόρηση ή η προπαγάνδα υπήρχαν πάντα. Αυτό, όμως, που κάνει τη διαφορά είναι η ταχύτητα της αναπαραγωγής τους μέσω του Διαδικτύου. «Το πρόβλημα είναι ότι οι αναγνώστες προαποφασίζουν τι είναι αληθές και τι ψευδές και έπειτα αναζητούν πληροφορίες που θα ενισχύσουν την προκαθορισμένη θέση τους. Αυτό γίνεται χειρότερο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο,τι εμφανίζεται στη ροή ειδήσεων στα social media του κινητού μας μπορεί να είναι τελείως διαφορετικό από οτιδήποτε βλέπει ο διπλανός μας στο δικό του τηλέφωνο», έλεγε πριν από μερικούς μήνες ο Βρετανός δημοσιογράφος Τζο Στίβενς (Καθημερινή, 9/7/17) που εκπαιδεύει φοιτητές στην κριτική ανάγνωση ειδήσεων. Επειδή, λοιπόν, φορητός ανιχνευτής ψεύδους δεν έχει ακόμα εφευρεθεί, εναπόκειται στην κρίση του κάθε χρήστη/αναγνώστη/τηλεθεατή/ακροατή να επιλέξει τη δική του αλήθεια. Ο,τι και αν σημαίνει αυτό για τον ίδιο και για την αλήθεια.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]