Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Τα ανωτέρω, προφανώς ισχύουν και για τον σημερινό Πρόεδρο, παρά τα δείγματα που έχει δώσει για τον απρόβλεπτο και παρορμητικό χαρακτήρα του. Συνεπώς, είναι εύκολα αντιληπτό από την Άγκυρα ότι επ’ ουδενί είναι δυνατόν να τεθεί ζήτημα επαναχαράξεως συνόρων, όπως αυτά καθορίσθησαν με την Συνθήκη της Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923. Ούτε τα Δυτικά σύνορα της με την Ελλάδα, ούτε τα σύνορα της Τουρκίας με τις Αραβικές χώρες προς τον Νότο ή άλλα είναι δυνατόν να υποστούν μεταβολές.
Οι συνθήκες δια των οποίων καθορίζονται όρια κρατών, είναι σχεδόν «ιερά» κείμενα για το διεθνές δίκαιο και κατά παγία πρακτική δεν δύνανται να υποστούν μεταβολή. Άλλωστε, ο ίδιος ο Τούρκος ηγέτης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα δήλωσε ρητά ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί μεταβολή στο εδαφικό καθεστώς της περιοχής. Ακόμη, δεν φαντάζεται ότι είναι δυνατόν να ανασυσταθεί το Κράτος των Σέρβων-Κροατών και Σλοβένων, μιας και η οποιαδήποτε μεταβολή απαιτεί την συναίνεση όλων των μερών τα οποία την συνυπέγραψαν. Μόνη, άλλη εκδοχή μεταβολής είναι η βία, αποτέλεσμα εμπόλεμης σύρραξης, κάτι περί του οποίου, επίσης, ο Τούρκος ηγέτης τοποθετήθηκε κατηγορηματικά αντίθετα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Γιατί λοιπόν ο κ. Ερντογάν εμμένει –σχεδόν στερεοτύπως- στην ρητορική του για αναθεώρηση, ή επικαιροποίηση ή εν τέλει αλλαγή των όρων της εν λόγω συνθήκης και σε ποια σημεία; Ειδικά, όταν αυτή αποτελεί την οιονεί συστατική πράξη της Τουρκικής Δημοκρατίας;
Προκειμένου να κατανοήσουμε την θέση του, είναι σκόπιμο να ανατρέξουμε στο κείμενο της Συνθήκης και τι αυτή περιλαμβάνει. Εκτός από την χάραξη της μεθορίου με τις όμορες χώρες, η Συνθήκη συμπεριλαμβάνει και την «Σύμβαση περί ναυσιπλοΐας των στενών» και το ζήτημα των μειονοτήτων.
Επομένως, ευλόγως, δύναται να σκεφθεί κάποιος ότι οι μύδροι, τους οποίους εξαπολύει ο Τούρκος Πρόεδρος περί επικαιροποιήσεως ή μεταβολής στους όρους της Συνθήκης αυτής είτε αναφέρονται στο θέμα του ελέγχου των Στενών και τα τέλη τα οποία θα ήθελε να εισπράττει η Τουρκία από τα διερχόμενα μέσω αυτών πλοία και άρα η ενίσχυση της κυριαρχίας και του ελέγχου είτε συνιστά προειδοποίηση για ενδεχόμενη συγκρότηση Κουρδικού κράτους στην νότιο μεθόριό της. Τούτο, διότι, εφ’ όσον σύμπασα η διεθνής κοινότητα –ΗΠΑ, Ε.Ε. κ.λπ.-, ρητά δηλώνει ότι μεταβολές σε συνθήκη καθορισμού συνόρων δεν είναι δυνατόν, επ’ ουδενί, να τεθούν σε διαπραγμάτευση, εύλογος συνειρμός είναι η διατήρηση του status στα Τουρκικά σύνορα και ο αποκλεισμός οιασδήποτε μεταβολής επ’ αυτών.
Εν πάση περιπτώσει, με όσες ενστάσεις είναι δυνατόν να εγερθούν από την επίσκεψη του Προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα, η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να θεωρεί ότι υπέστη απώλειες. Αντιθέτως, υπάρχει, πλέον, η ρητή αναφορά του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί εδαφικές αλλαγές και δεν προβάλλει εδαφικές διεκδικήσεις, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα περί του καθεστώτος των νήσων στο Αιγαίο.
Κατά τα λοιπά, οι κορώνες περί μειονότητας άσφαιρα πυρά. Η τακτική εργαλειοποίησης της μειονότητας, η οποία αποτελεί παγία τακτική του, έλαβε απαντήσεις από την Ελληνική πολιτική ηγεσία. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι –με εξαίρεση την ατυχή στιγμή στο Προεδρικό μέγαρο, όπου φάνηκε η ανεπάρκεια προετοιμασίας, η οποία είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών-, η επίσκεψη Ερντογάν δεν συνεπάγεται απώλειες και λαμβανομένης υπ’ όψιν της παραδοχής ότι η Τουρκική εξωτερική πολιτική δεν είναι ελληνοκεντρική, αφήνονται περιθώρια για εν δυνάμει θετικά αποτελέσματα για τις Ελληνικές θέσεις. Το ερώτημα είναι αν η σημερινή ηγεσία μπορεί να αξιοποιήσει.