Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ που λατρεύουμε να μισούμε κάθεται πλέον στη θέση του προέδρου της Μπούντεσταγκ. Από εκεί διαβάζει τα αφιερώματα που του επιφυλάσσει ο ευρωπαϊκός Τύπος, με τα ελληνικά Μέσα να διεκδικούν την πρωτιά. Λογικό, αφού η Ελλάδα έγινε το ανοιχτό γήπεδο όπου ξεδίπλωσε ο Σόιμπλε όλες τις δαιμονικές αρετές του, επιβεβαιώνοντας πως στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί. Χρησιμοποίησε την ελληνική χρεοκοπία για να δώσει ένα ζωντανό παράδειγμα σε άλλες χώρες του Νότου που θα αποφάσιζαν να δοκιμάσουν τις αντοχές της ευρωζώνης. Της Ιταλίας του Μάριο Ντράγκι συμπεριλαμβανομένης.
ΟΜΩΣ, Ο ΣΟΪΜΠΛΕ δεν διαβάζει μόνο τα όσα γράφονται για εκείνον, τα τροφοδοτεί κιόλας. Στις συνεντεύξεις που δίνει τον τελευταίο καιρό, από τη «Frankfurter Allgemeine» μέχρι τον ΣΚΑΪ, επαναλαμβάνει κάτι που δεν μας κάνει πια εντύπωση, αν και θα έπρεπε: Οτι η Ελλάδα έμεινε στην ευρωζώνη επειδή δεν ήθελε να φύγει. Η πόρτα εξόδου, που διάπλατα άνοιξε ο Γερμανός πολιτικός, παρέμεινε ανοιχτή τόσο όσο χρειαζόταν για να εισβάλει ένα κύμα ψυχρού αέρα, ικανού να παγώσει την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας με ένα «απεταξάμην» στον Γιάνη Βαρουφάκη έκλεισε ήσυχα την πόρτα του Grexit διαβεβαιώνοντας πως δεν είναι πια ο Αλέξης που γνώρισαν. Ο Σόιμπλε όμως παρέμεινε πάντα αυτός που ξέραμε. Αμετανόητα καυστικός, ανελέητα ευθύς και φανατικός υποστηρικτής της λιτότητας.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Η ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ ΤΟΥ όσον αφορά σε αυτά που υποστηρίζει για το μίγμα της πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή τις περικοπές στις συντάξεις -«δεν διατάξαμε κανέναν να κόψει συντάξεις»- και στην υπερφορολόγηση -«ούτε η τρόικα ούτε το ΔΝΤ υπαγόρευσαν στην Ελλάδα με ποιον τρόπο θα έπρεπε να γίνει η εξυγίανση του προϋπολογισμού»-, δεν είναι αυτονόητη. Διότι πολλά μπορούμε να καταλογίσουμε στους εννιά Ελληνες υπουργούς Οικονομικών που αναμετρήθηκαν μαζί του, ωστόσο, όταν είχαν απέναντί τους την πίεση των δανειστών για τόσο υψηλά πλεονάσματα και καθόλου χρόνο για να ξεδιπλώσουν μια αναπτυξιακή πολιτική, τότε οι εναλλακτικές τους ήταν λίγες και συνήθως οι χειρότερες. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επέλεξε το PSI, ο Βαρουφάκης την καταστροφική σύγκρουση, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος την υπερφορολόγηση. Ο Σόιμπλε, λοιπόν, δεν μπορεί τώρα να νίπτει τας χείρας του.
Η ΕΜΜΟΝΙΚΗ ΤΟΥ στάση στην πολιτική της αυστηρής λιτότητας μπορεί να τον ανέδειξε στον πιο δημοφιλή πολιτικό της Γερμανίας, αλλά ήταν ταυτόχρονα μία από τις αιτίες που φούντωσαν το ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα σε όλη την Ευρώπη. «Μετέτρεψε την Ευρώπη σε ένα σωρό από ερείπια, που θα πρέπει τώρα να μαζέψουν άλλοι», ήταν η αποστροφή του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε τη διαφωνία του για τους χειρισμούς του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
ΟΜΩΣ, Ο ΠΑΡΑΓΩΝ Σόιμπλε δεν έφυγε εντελώς από την εξίσωση της Ελλάδας. Η νέα σύνθεση της γερμανικής Βουλής θα χρειαστεί γερά νεύρα και κάποιον να κρατά σφιχτά το χαλινάρι. Η παρουσία του ακροδεξιού AfD, που έχει σαφή ρητορική υπέρ Grexit, αλλά και η ενισχυμένη θέση του φιλελεύθερου FDP, που αντιδρά σε κάθε συζήτηση για την απομείωση του ελληνικού χρέους, θα δυσκολέψουν την έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Εκεί, λοιπόν, ο «νομοταγής» Σόιμπλε θα πρέπει να πειθαρχήσει στα ευρωπαϊκά συμφωνηθέντα και να απαιτήσει πειθαρχία. Ο μακριότερος βουλευτής της Μπούντεσταγκ είναι ο μόνος που θα μπορούσε να επιβληθεί και να δαμάσει 709 Γερμανούς βουλευτές και θα το κάνει ακόμα και αν χρειαστεί να υπερασπιστεί τα ελληνικά αιτήματα…
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής