Γράφει ο Χρήστος Σταϊκούρας
Στοιχεία τα οποία, μαζί με αυτά άλλων μελετών που έχουν δημοσιευθεί, μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλήξουμε σε χρήσιμες διαπιστώσεις και σε πολύτιμα συμπεράσματα για το βέλτιστο τρόπο επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και την επίδραση του τρόπου αυτού στους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας.
1η διαπίστωση: Η κυβέρνηση Παπανδρέου «βούλιαξε» την οικονομία, η κυβέρνηση Σαμαρά την επανέφερε -σε σύντομο χρονικό διάστημα- σε θετικό πρόσημο και η κυβέρνηση Τσίπρα την επέστρεψε στην ύφεση.
Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα του 1ου και του 3ου Μνημονίου; Η εμμονή των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Τσίπρα στην αύξηση της φορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Επιλογή οικονομικά αναποτελεσματική και κοινωνικά άδικη, την οποία κακώς αποδέχθηκαν οι εταίροι και δανειστές.
Συμπέρασμα; Η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται, κυρίως, στην αύξηση των φόρων σε σχέση με την περιστολή των δαπανών έχει σημαντικά πιο αρνητική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη.
2η διαπίστωση: Η κυβέρνηση Σαμαρά παρέλαβε την οικονομία σε ύφεση 9,1% το 2011. Και την παρέδωσε με ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης 0,7% το 2014 και με την προσδοκία, αποτυπωμένη και στα κείμενα των θεσμών, για πολύ υψηλότερους ρυθμούς τα επόμενα έτη.
Δυστυχώς, όμως, αντί η χώρα να επιταχύνει στηριζόμενη στις ευνοϊκές συνθήκες και προοπτικές που είχαν τότε δημιουργηθεί, οπισθοχώρησε, την ίδια στιγμή μάλιστα που η Ευρώπη ενισχύει τους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Και αυτό γιατί την περίοδο 2015-2016, οι επιχειρηματικές προσδοκίες και η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησαν δραματικά, επιβλήθηκαν κεφαλαιακοί περιορισμοί, πολλαπλασιάστηκαν τα λουκέτα στην αγορά, εκτοξεύθηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές Δημοσίου και ιδιωτών, επιδεινώθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, διογκώθηκε το κόστος δανεισμού, συρρικνώθηκαν οι καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων, οι τράπεζες χρειάστηκαν μια νέα ανακεφαλαιοποίηση μετά την οποία το Δημόσιο έχασε ιδιοκτησία και κεφάλαια, ενώ η χώρα παραμένει «απούσα» – δυόμισι χρόνια μετά την έναρξή του- από το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης.
Ετσι, η κυβέρνηση Τσίπρα όχι μόνο οδήγησε την οικονομία, και πάλι, στην ύφεση, αλλά έχασε και όλη την αναπτυξιακή δυναμική που είχε δημιουργηθεί, αποτελώντας, σύμφωνα με το ΔΝΤ (World Economic Outlook, Οκτώβριος 2017), τη μοναδική αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη.
Ετσι, σήμερα, παρά την κυκλική ανάταξη του 2017, η χώρα δεν βρίσκεται ακόμη εκεί όπου ήταν το 2014. Με απώλεια πολλών θέσεων απασχόλησης.
Οι προσδοκίες δε είναι δυσοίωνες, αφού οι συγκριτικές μελέτες των θεσμών προβλέπουν ο μεσο-μακροπρόθεσμος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 1% από 1,9% που ήταν η πρόβλεψή τους τον Ιούνιο του 2014.
Συμπέρασμα; Οι αυτοσχεδιασμοί και οι αντιφάσεις, αποτέλεσμα της ιδεολογικοπολιτικής ασυναρτησίας της κυβέρνησης, επηρεάζουν αρνητικά τόσο την οικονομική ανάπτυξη όσο και τη δυναμική της.
3η διαπίστωση: Σύμφωνα με την προσέγγιση δαπάνης, σε μεταβολές όγκου, η μοναδική χρονιά κατά την περίοδο 2011-2016 που η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε ήταν το 2014, όταν η οικονομία επέστρεψε στην οικονομική μεγέθυνση.
Υπενθυμίζεται ότι το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά, για πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα φορά, προχώρησε σε στοχευμένες μειώσεις φορολογικών συντελεστών (μείωση στον ΦΠΑ στην εστίαση, μείωση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, μείωση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης).
Επίσης, σύμφωνα με πρόσφατη Εκθεση για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Directorate General Taxation and Customs Union, VAT Gap in the EU-28 Member States, Σεπτέμβριος 2017), αυτή η μείωση των φόρων οδήγησε στη συρρίκνωση της «απώλειας ΦΠΑ» («VAT Gap» – απώλεια εσόδων από την είσπραξη ΦΠΑ) και στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης.
Συμπέρασμα; Η μείωση των φορολογικών συντελεστών βελτιώνει την καταναλωτική δαπάνη, συρρικνώνει τη φοροδιαφυγή και βοηθάει την οικονομία να επιστρέψει σε οικονομική μεγέθυνση.
4η διαπίστωση: Σύμφωνα με την προσέγγιση παραγωγής, σε τρέχουσες τιμές, οι φόροι επί των προϊόντων παρουσίασαν τη χαμηλότερη τιμή τους το 2014, όταν και η οικονομία επέστρεψε στην οικονομική μεγέθυνση.
Αντιθέτως, έχουν αυξηθεί σημαντικά μεταγενέστερα, μετά την επιλογή της σημερινής κυβέρνησης να υπερφορολογήσει τους πολίτες.
Επιλογή που διόγκωσε τη φοροδιαφυγή, αφού η «απώλεια ΦΠΑ» ξεπέρασε τα 5 δισ. ευρώ το 2015 (ενώ προβλέπονταν πρόσθετα έσοδα ύψους 1 δισ. ευρώ, τελικά εισπράχθηκαν μόλις 200 εκατ. ευρώ).
Επιλογή που οδήγησε την οικονομία και πάλι στην ύφεση. Και ενώ η χώρα «σέρνεται» στο τέλμα την τελευταία διετία, η κυβέρνηση πέτυχε, το 2016, θηριώδες πρωτογενές πλεόνασμα. Σήμερα πλέον γνωρίζουμε, και επίσημα, ότι αυτό έγινε από την υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Συμπέρασμα; Η δημοσιονομική προσαρμογή, που στηρίζεται, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν οδηγεί σε διατηρήσιμα αποτελέσματα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα την πραγματική οικονομία.
Με βάση, λοιπόν, όλα αυτά τα στοιχεία, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι υψηλοί φόροι συρρικνώνουν τα εισοδήματα των πολιτών, πλήττουν την κατανάλωση και τελικά «σκοτώνουν» την ανάπτυξη. Απέναντι σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, η Ν.Δ. προτείνει την εφαρμογή ενός άλλου μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, με την απλοποίηση και τη σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας και με τη στοχευμένη και σταδιακή μείωση της φορολόγησης των πολιτών.
Αυτή η πολιτική, συνοδευόμενη από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα μειώσει τις επιπτώσεις της προσαρμογής και θα βοηθήσει ώστε να επιτευχθούν διατηρήσιμοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα βοηθήσουν, μέσω μιας αυτοτροφοδοτούμενης διαδικασίας, στην επίτευξη υψηλών, αλλά ρεαλιστικών, δημοσιονομικών στόχων, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας. Με τελικό στόχο τη δημιουργία εκείνου του «ανοδικού σπιράλ», που θα οδηγήσει στην ολόπλευρη ισχυροποίηση της χώρας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής