Συγκεκριμένα, στελέχη του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Βιολογικής Καταπολέμησης Εντόμων – EBCL (ευρωπαϊκό τμήμα της Υπηρεσίας Αγροτικών Ερευνών του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ -USDA ARS), του Perrotis College και Εκπαιδευτικού Αγροκτήματος της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, εκπόνησαν ερευνητικό πρόγραμμα με αντικείμενο: «Aξιοποιώντας φυσικές φάρμες παραγωγής επιβλαβών εντόμων», το οποίο παρουσιάστηκε πρόσφατα στο έγκυρο αμερικανικό περιοδικό «Entomology Today» και δημοσιεύτηκε στο «Journal of Economic Entomology».
Ολα άρχισαν το 2016, όταν τα στελέχη του EBCL μάζευαν κουνούπια με ειδικές παγίδες στους ορυζώνες της δυτικής Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο προγράμματος εποπτείας του ιού του Δυτικού Νείλου. Κάτοικος της περιοχής, ο οποίος γνώριζε τα θρεπτικά οφέλη των εντόμων και διαθέτει μικρή μονάδα εκτροφής ορτυκιών, ζήτησε να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα των συλλεχθέντων κουνουπιών για να ταΐσει τα ορτύκια του. Επειτα από δύο μήνες, επισκέφτηκε το campus της ΑΓΣ ζητώντας επιτακτικά και άλλα… κουνούπια, καθώς ταΐζοντας με αυτά τα ορτύκια του μηδένισε τη θνησιμότητα στη μονάδα!
«Αυτό στάθηκε η αφορμή για τον αρχικό προβληματισμό. Ψάξαμε και είδαμε ότι πράγματι τα έντομα θεωρούνται super food! Αλλωστε, για τα πτηνά -όπως τα ορτύκια και τα κοτόπουλα- τα έντομα είναι μέρος της φυσικής τους διατροφής», είπε η επικεφαλής του EBCL, δρ Αλεξάνδρα Χασκοπούλου. Δύο χρόνια αργότερα, μετά από έρευνα του EBCL και του Perrotis College που επιβεβαίωσε τη θρεπτική αξία των κουνουπιών, η ομάδα έλαβε χρηματοδότηση από ερευνητικό διαγωνισμό για ιδιαίτερα πρωτοποριακές ιδέες και μαζί και με το Εκπαιδευτικό Αγρόκτημα της Σχολής προχώρησαν στην εκτροφή κοτόπουλων με κουνούπια.
Για τις ανάγκες της έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν 40 κοτόπουλα του πτηνοτροφείου της Σχολής. Τα μισά τρέφονταν με το συμβατικό σιτηρέσιο και τα υπόλοιπα με ένα σιτηρέσιο στο οποίο έγινε αντικατάσταση του 10% της πρωτεΐνης από αποξηραμένα κουνούπια. Το πείραμα άρχισε όταν τα κοτόπουλα ήταν μόλις μίας ημέρας και μετά από 42 μέρες εκτροφής οδηγήθηκαν στο τελικό στάδιο επεξεργασίας και έγιναν οι απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις για την ποιότητα του κρέατος. «Κατ’ αρχάς και τα 40 κοτόπουλα είχαν φτάσει το επιθυμητό εμπορικό βάρος. Οπτικά, εκείνα που είχαν εκτραφεί με κουνούπια έμοιαζαν πολύ με ελεύθερης βοσκής. Ηταν ελαφρώς μικρότερα σε μέγεθος και το χρώμα του κρέατός τους ήταν λίγο πιο κίτρινο και πιο σκούρο», είπε η απόφοιτη του Perrotis College και νυν ερευνήτρια στο EBCL, Ανδρονίκη Χριστάκη.
«Τρυφερό» κρέας, μηδενική θνησιμότητα
Επιπλέον, διεξήχθη οργανοληπτική αξιολόγηση στην οποία οι συμμετέχοντες κατέληξαν ότι τα κοτόπουλα που τρέφονταν με κουνούπια ήταν εξίσου τρυφερά και γενικά δεν υπήρχαν σημαντικές προτιμήσεις για το ένα κρέας έναντι του άλλου, ενώ τα μπούτια από την ομάδα που τρέφονταν με κουνούπια είχαν την υψηλότερη αποδοχή από τους καταναλωτές. Σε ό,τι αφορά την υγεία των ζώων και την ασφάλεια των τροφίμων, σημειώθηκε μηδενική θνησιμότητα και δεν εντοπίστηκαν σημαντικά παθογόνα που μεταδίδονται από τα τρόφιμα στον άνθρωπο όπως η σαλμονέλα. «Συνολικά, η μικροβιακή ανάλυση δεν έδειξε διαφορές στο μικροβιακό φορτίο του ληφθέντος κρέατος τόσο από τα συμβατικά κοτόπουλα όσο και από τα κοτόπουλα που τρέφονταν με κουνούπια», είπε από την πλευρά της η ερευνήτρια στο EBCL, δρ Γιούλη Τσαφρακίδου.
«Τα κουνούπια και άλλα έντομα-παράσιτα είναι εποχικά έντομα και, ρεαλιστικά, η συγκομιδή των πληθυσμών τους από τη φύση για ζωοτροφές δεν είναι μια εφικτή αυτόνομη προσέγγιση, ίσως μόνο για παραγωγή μικρής κλίμακας. Τα εκτρεφόμενα έντομα θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν σταθερά υψηλές απαιτήσεις σε ζωοτροφές, αλλά η συγκομιδή εντόμων θα μπορούσε να είναι μια συμπληρωματική στρατηγική, υψηλής αξίας και χαμηλής επένδυσης για την αξιοποίηση των κουνουπιών και άλλων εντόμων -υποπροϊόντων εντατικής γεωργικής δραστηριότητας- που παράγονται μαζικά σε αγροτικά οικοσυστήματα», κατέληξε η δρ Χασκοπούλου.