Το φύσημα μπορεί να είναι «αθώο» ή παθολογικό.
Αθώο είναι το φύσημα όταν δεν σχετίζεται με κάποια δομική ανωμαλία της καρδίας, αλλά οφείλεται σε καταστάσεις αυξημένης καρδιακής παροχής (αναιμία, Stress, υπερθυρεοειδισμός κ.α.).
Αντίθετα, στο παθολογικό φύσημα υπάρχει κάποια βλάβη που προκαλεί αιμοδυναμική επιβάρυνση. Στα βρέφη και τα παιδιά η βλάβη αυτή είναι συνήθως μια παθολογική επικοινωνία μεταξύ κοιλοτήτων ή αγγείων ενώ στους ενήλικες αφορά συνήθως βαλβιδοπάθειες. Η ένταση, η εντόπιση, η διάρκεια και η χρονική θέση στον καρδιακό κύκλο του φυσήματος αποτελούν χαρακτηριστικά που βοηθούν στην ταυτοποίηση του. Η παρουσία συμπτωμάτων παίζει καθοριστικό ρόλο στην διάκριση μεταξύ παθολογικού και αθώου φυσήματος.
Συμπτώματα
Το αθώο φύσημα δεν προκαλεί συμπτώματα. Τα συμπτώματα και σημεία που μπορεί να σχετίζονται με παθολογικό φύσημα είναι:
- Κυάνωση (μπλέ απόχρωση του δέρματος κυρίως στα άκρα και τα χείλη)
- Οιδήματα
- Εύκολη κόπωση
- Δύσπνοια
- Αρρυθμίες
Στην περίπτωση που παρατηρείται κάτι από τα παραπάνω, επιβάλλεται η καρδιολογική εκτίμηση.
Διάγνωση – αιτιολογία
Το φύσημα δεν είναι πάθηση, αλλά ένας ήχος, και συνεπώς για την διάγνωση του αρκεί η ακρόαση της καρδιάς με το στηθοσκόπιο. Η αιτιολογία μπορεί να μην είναι πάντα σαφής με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φυσήματος. Στις περιπτώσεις αυτές η αιτιολογική διάγνωση τίθεται με το ηχωκαρδιογράφημα (Τρίπλεξ).
Στους νέους ανθρώπους και τα παιδιά: εδώ, τα φυσήματα είναι συχνά και είναι συνήθως αθώα. Τα παθολογικά φυσήματα, στην μερίδα αυτή του πληθυσμού, οφείλονται σε συγγενείς καρδιοπάθειες. Η συχνότερη συγγενής πάθηση που προκαλεί φύσημα είναι η μεσοκοιλιακή επικοινωνία. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των επικοινωνιών κλείνει μέχρι την ηλικία των 10 ετών χωρίς να αφήνει κανένα πρόβλημα στο παιδί. Από τις μεσοκοιλιακές επικοινωνίες που παραμένουν, αρκετές είναι αιμοδυναμικά ασήμαντες και δεν χρειάζονται κάποια παρέμβαση.
Στους ενήλικες: εδώ, οι παθήσεις που προκαλούν φύσημα είναι κατά κύριο λόγω οι βαλβιδοπάθειες. Παλαιότερα, όταν υπήρχε έξαρση του ρευματικού πυρετού, ήταν συχνές οι προσβολές των βαλβίδων από την νόσο. Ο ρευματικός πυρετός ήταν και εξακολουθεί να είναι η βασική αιτία για στένωση της μιτροειδούς. Πλέον, με την ευρεία χρήση αποτελεσματικών αντιβιοτικών ο ρευματικός πυρετός έχει σχεδόν εκλείψει. Η συχνότερη πλέον βαλβιδοπάθεια που προκαλεί φύσημα είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδας. Όταν υπάρχει δίπτυχη αορτική βαλβίδα η στένωση μπορεί να εμφανιστεί και σε σχετικά μικρή ηλικία (45έτων), διαφορετικά η πάθηση εκδηλώνεται στην τρίτη ηλικία. Ένα σημαντικό αίτιο των βαλβιδοπαθειών που προκαλούν φύσημα αποτελεί η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας από πρόπτωση. Στην περίπτωση αυτή η βαλβίδα δεν κλείνει στεγανά και επιτρέπει στο αίμα να κάνει παλινδρόμηση στον αριστερό κόλπο.
Παρακολούθηση
Αν το φύσημα είναι αθώο τότε δεν χρειάζεται ουσιαστικά παρακολούθηση. Στην περίπτωση που το φύσημα είναι παθολογικό, υπάρχουν οδηγίες για την συχνότητα παρακολούθησης που μπορεί να είναι από 3 μήνες έως 5 χρόνια, ανάλογα με την βαρύτητα της υποκείμενης νόσου.
Η παρακολούθηση συνίσταται σε πλήρη καρδιολογική εκτίμηση. Η αρχή γίνεται όπως πάντα με την λήψη ιστορικού, με έμφαση σε συμπτώματα σχετιζόμενων με την νόσο. Ακολουθεί κλινική εξέταση για την παρουσία σημείων καρδιακής ανεπάρκειας, ηλεκτροκαρδιογράφημα για την ανίχνευση αρρυθμιών και, τέλος, ηχωκαρδιογράφημα για την ποσοτικοποίηση της αιμοδυναμικής επιβάρυνσης που προκαλεί η νόσος. Με βάση τα αποτελέσματα καθορίζεται ο περαιτέρω προγραμματισμός.
Αντιμετώπιση
Η οριστική αντιμετώπιση της νόσου που προκαλεί φύσημα είναι χειρουργική. Αν και όταν έρθει ο χρόνος για κάτι τέτοιο, ο θεράπων ιατρός θα συνεκτιμήσει την βαρύτητα της νόσου, την σοβαρότητα των συμπτωμάτων και τον συνολικό κίνδυνο του ασθενούς για επέμβαση. Συνήθως ζητείται καρδιοχειρουργική εκτίμηση.
Η επέμβαση είναι επέμβαση ανοιχτής καρδιάς και μπορεί να περιλαμβάνει την συρραφή ενός ελλείμματος, την επιδιόρθωση μιας βαλβίδας ή την αντικατάσταση μιας βαλβίδας με μεταλλική ή βιοπροσθετική.
Πρόληψη
Δυστυχώς, τα νοσήματα που προκαλούν φύσημα δεν προλαμβάνονται με φάρμακα, καλή διατροφή και άσκηση. Στα νοσήματα αυτά ιδιαίτερη σημασία έχει η πρώιμη διάγνωση, ώστε να υπάρξει έγκαιρη αντιμετώπιση προτού αναπτυχθούν μη αναστρέψιμες βλάβες στην καρδιά. Μια βαλβιδική ανεπάρκεια, για παράδειγμα, προκαλεί διάταση της καρδιάς, ως συνέπεια του αυξημένου φορτίου αίματος που δέχεται. Αυτή είναι μια φυσιολογική και εν μέρει επιθυμητή προσαρμογή της καρδιάς για να συνεχίσει να επιτελεί το έργο της.
Αν γίνει έγκαιρη αντιμετώπιση της ανεπάρκειας, η καρδιά επανέρχεται στο φυσιολογικό της μέγεθος. Εάν, όμως, γίνει καθυστερημένα και εξαντληθούν οι εφεδρείες της, τότε παραμένει δυσλειτουργική. Γεννάται εύλογα το ερώτημα γιατί δεν κάνουμε επέμβαση μόλις διαπιστώσουμε το πρόβλημα. Η απάντηση είναι ότι μια αρχόμενη βλάβη μπορεί να χρειαστεί και δυο δεκαετίες για να προκαλέσει συμπτώματα, ενώ μια αποτυχημένη επέμβαση άμεσα. Είναι δουλειά του θεράποντα καρδιολόγου να αξιολογήσει την κατάσταση, να καθορίσει το πρόγραμμα επανεκτιμήσεων και, τελικά, το χρόνο επέμβασης.