Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στοιχεία από δύο μελέτες, στις οποίες κάποιοι συμμετέχοντες κλήθηκαν να μειώσουν την ποσότητα του αλατιού που έτρωγαν και κάποιοι είχαν αφεθεί να καταναλώνουν όσο ήθελαν. Στόχος των επιστημόνων ήταν να ελέγξουν κατά πόσο η μείωση του αλατιού μπορεί να προλάβει την εκδήλωσης της υπέρτασης.
Η πρώτη μελέτη έγινε από το 1987 έως το 1990 και η δεύτερη από το 1990 μέχρι το 1995.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αν κάποιος υπό φυσιολογικές συνθήκες καταναλώνει 1,5 κουταλάκια αλατιού ημερησίως και το αυξήσει κατά μισό επιπλέον (δηλαδή περίπου 1.000 χιλιοστογραμμάρια) τότε αυξάνονται οι πιθανότητες πρόωρου θανάτου κατά 12%. Και ο κίνδυνος συνεχίζει να αυξάνει κατά 12% για κάθε 1.000 χιλιοστογραμμάρια αλατιού που προσθέτει κανείς στην ημερήσια διατροφή του.
Όμως, αν μειωθεί η κατανάλωση του, τότε ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου μειώνεται κατά 15%.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Η Δρ Νάνσι Κουκ καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο και οι συνεργάτες της παρατήρησαν, ότι κατά τη διάρκεια 24 ετών τα άτομα που κατανάλωναν λιγότερο από ένα κουταλάκι του γλυκού αλάτι (2.300 mg/ημέρα) είχαν 25% μικρότερο κίνδυνο θανάτου, συγκριτικά με όσους κατανάλωναν σχεδόν 1,5 κουταλάκι (3.600 mg/ημέρα).
Να σημειωθεί ότι η μελέτη συμπεριέλαβε κατά κανόνα υγιείς άνδρες και γυναίκες που δεν έπασχαν από υπέρταση ή καρδιακή νόσο, γεγονός που σημαίνει ότι τα αποτελέσματα δεν επηρεάζονται από τις δύο αυτές σοβαρές παραμέτρους.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, η πρόσληψη άλατος δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 2.400 mg ανά ημέρα, αλλά το καλύτερο για την καρδιακή υγεία είναι όχι περισσότερα από 1.500 mg.
Τα στοιχεία δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American College of Cardiology.
Πηγή:onmed.gr