Οι ερευνητές ανέλυσαν σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) στοιχεία σε διάστημα 12ετίας για πάνω από μισό εκατομμύριο άτομα ηλικίας 35 έως 70 ετών, μεταξύ των οποίων 7.637 που εμφάνισαν καρδιολογικό πρόβλημα λόγω στεφανιαίας νόσου (μερικοί πέθαναν από έμφραγμα).
Διαπιστώθηκε ότι το να είναι κανείς υπέρβαρος ή παχύσαρκος, αυξάνει κατά 26% έως 28% τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος.
Ο αυξημένος κίνδυνος για όσους έχουν παραπανίσια κιλά, ισχύει ακόμη κι αν αυτοί έχουν φυσιολογικά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, σακχάρου, τριγλυκεριδίων και χοληστερίνης. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η διαπίστωση αυτή δείχνει ότι ο «υγιής παχύς» είναι ένας μύθος. Συνεπώς, όπως ανέφεραν, κάθε άνθρωπος θα πρέπει να φροντίζει, ώστε με διάφορους τρόπους (σωστή διατροφή, άσκηση κ.α.) να διατηρεί το βάρος του εντός φυσιολογικών πλαισίων.
Κάποιες προηγούμενες μελέτες είχαν παράσχει ενδείξεις ότι μία κατηγορία υπέρβαρων ανθρώπων φαίνονται να είναι υγιείς παρά το πάχος τους, κάτι που έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό τους ως «μεταβολικά υγιείς παχείς» ή «παχείς αλλά υγιείς», παρόλο που δεν υπάρχει επιστημονική ομοφωνία για τα κριτήρια που ορίζουν αυτή την ομάδα.
Όμως η νέα μελέτη, η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα, με επικεφαλής την ελληνικής καταγωγής δρ Ιωάννα Τζουλάκη της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου και την επιδημιολόγο δρα Καμίλ Λασάλ του University College του Λονδίνου (UCL), δείχνει ότι στην πραγματικότητα τα φαινόμενα απατούν και ότι ακόμη και οι εν λόγω υπέρβαροι κινδυνεύουν περισσότερο από την καρδιά τους σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος.
Η έρευνα συμπέρανε ότι όσοι θεωρούνται μη υγιείς μεταβολικά (έχουν δηλαδή υπέρταση, σάκχαρο, χαμηλή «καλή» χοληστερίνη, υψηλά τριγλυκερίδια ή περιφέρεια μέσης άνω των 94 εκατοστών οι άνδρες και άνω των 80 εκατοστών οι γυναίκες), αντιμετωπίζουν υπερδιπλάσιο έως σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο στεφανιαίας νόσου, άσχετα αν έχουν κανονικό βάρος ή όχι.
Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος είναι 2,1 φορές μεγαλύτερος για τους μη υγιείς με κανονικό βάρος, 2,3 φορές μεγαλύτερος για τους μη υγιείς υπέρβαρους και 2,8 φορές μεγαλύτερος για τους μη υγιείς παχύσαρκους.
Από την άλλη, αν κανείς είναι μεταβολικά υγιής, το βάρος κάνει τη διαφορά: σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος, οι υγιείς υπέρβαροι έχουν αυξημένο κατά 26% κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, ενώ οι υγιείς παχύσαρκοι κατά 28%.
Συνεπώς, ναι μεν οι μεταβολικά υγιείς υπέρβαροι και παχύσαρκοι έχουν μικρότερο κίνδυνο για στεφανιαία νόσο σε σχέση με τους μεταβολικά μη υγιείς υπέρβαρους και παχύσαρκους, παρόλα αυτά έχουν σαφώς μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όσοι έχουν δείκτη μάζας σώματος-ΔΜΣ (αναλογία βάρους σε κιλά προς το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα) 25 έως 30, θεωρούνται υπέρβαροι, ενώ άνω των 30 παχύσαρκοι. Ένας ΔΜΣ 18,5 έως 25 θεωρείται φυσιολογικό βάρος, ενώ αν είναι κάτω του 18,5, κάποιος είναι λιποβαρής.
Η Ιωάννα Τζουλάκη δήλωσε ότι «δεν πρέπει να υπάρχει πλέον η έννοια του υγιούς παχύσαρκου. Η μελέτη μας δείχνει ότι οι άνθρωποι με βάρος άνω του κανονικού, που μπορεί να κατηγοριοποιηθούν ως “υγιείς”, απλώς δεν έχουν ακόμη εμφανίσει ένα ανθυγιεινό μεταβολικό προφίλ. Αυτό θα έλθει στην πορεία και μετά θα έχουν κάποιο επεισόδιο, όπως ένα έμφραγμα».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το έξτρα βάρος από μόνο του μπορεί να μην αυξάνει άμεσα τον κίνδυνο καρδιοπάθειας, αλλά μάλλον έμμεσα μέσω μηχανισμών όπως η αυξημένη αρτηριακή πίεση και το υψηλό σάκχαρο. Πάντως οι επιστήμονες δεν έκαναν διαχρονικές μετρήσεις για να μελετήσουν ποιές αλλαγές εμφάνιζε η μεταβολική υγεία των συμμετεχόντων στην έρευνα. Θεωρούν όμως δεδομένο ότι, μετά τη νέα μελέτη τους, είναι αναγκαία η πρόληψη και η θεραπεία της παχυσαρκίας από άποψη δημόσιας υγείας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στις εξής χώρες: Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία και Βρετανία.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν επίσης η Αντωνία Τριχοπούλου (πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας και ομότιμη καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών), η Βασιλική Μπενέτου (αναπληρώτρια καθηγήτρια επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών) και ο Μιχάλης Κατσούλης (ερευνητής του Ελληνικού Ιδρύματος Υγείας).
Πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ