Μεταξύ των πόλεων εκείνων που θα νιώσουν περισσότερο τις επιπτώσεις από την άνοδο των υδάτων είναι και η Βενετία, της οποίας τα νερά μπορεί να ανέβουν κατά 60-82 εκατ. έως το 2100.
Οι επιστήμονες για την έρευνά τους επεξεργάσθηκαν δύο σενάρια. Το πρώτο προβλέπει την άνοδο της επιφάνειας των υδάτων κατά 20 εκατ. μέσα σε 30 χρόνια και ένα δεύτερο, πιο αισιόδοξο, που προβλέπει άνοδο 17 εκατ. έως το 2050 και 34 εκατ. ως το 2100, όπως τονίζει ο συνυπογράφων την έρευνα Μάρκο Αντσιντέι.
Λάζαρος Καραούλης στον ΕΤ: «Φέρνουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στον Δήμο Αθηναίων»
Οι ερευνητές μελέτησαν τις μεταβολές στο ύψος των υδάτων σε εννέα ωκεανογραφικούς σταθμούς, στην κεντρική και νότιο Μεσόγειο—οι οποίοι μετρούν τα υδάτινα επίπεδα από το 1888. Τα δεδομένα από τους σταθμούς αυτούς συγκρίθηκαν και συνδυάσθηκαν με τα αντίστοιχα από τις κλιματικές προβλέψεις του Διεθνούς Βήματος για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ. Επίσης ελήφθησαν υπ’ όψιν οι μετρήσεις σχετικά με τις εδαφικές βυθίσεις που οφείλονται είτε σε φυσικά αίτια, είτε στην ανθρώπινη δραστηριότητα και καταγράφηκαν με το σύστημα GPS την τελευταία 20ετία.
Αλλά και οι τοπικές ιδιομορφίες και φαινόμενα, όπως οι κυματισμοί στην θαλάσσια επιφάνεια, μπορούν να επηρεάσουν τις συνολικές μεταβλητές της έρευνας, μέχρι ενός ποσοστού 9%. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους γιατί στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας το ύψος των υδάτων ανεβαίνει με τόσο γοργούς ρυθμούς, εξηγεί ο ερευνητής Αντόνιο Βέκιο.
Όπως προσθέτει ο ο Αντσιντέι «ιδιαίτερα κατά μήκος των χαμηλής στάθμης και σαθρών ακτών η αναμενόμενη άνοδος είναι ικανή να προκαλέσει μία ακόμη ταχύτερη θαλάσσια διείσδυση, δηλ. η θάλασσα τείνει να διαβρώνει όλο και μεγαλύτερα τμήματα των ακτών με τρόπο ακόμη πιο έντονο από ό,τι στις λιγότερο σαθρές ακτές»
«Αυτό αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για το περιβάλλον, για τις υποδομές και για τις ανθρώπινες δραστηριότητες, μέσω της διάβρωσης, των απειλών για πλημμύρες, μεγάλα κύματα στις ακτές, που θα έχουν επακόλουθες οικονομικές απώλειες. Οι θεσμοί, σε κάθε επίπεδο της διακυβέρνησης, οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους αυτές τις προβλέψεις, διότι αποτελούν βασικά εργαλεία για να εξασφαλισθεί με ακόμη πιο εμπεριστατωμένο τρόπο η διαχείριση των ακτών μας», καταλήγει ο ίδιος.