Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια περίοδο που η «επίσημη αγαπημένη» ξεπερνάει την τρομακτική αγωνιστική κρίση της προηγούμενης διετίας και βρίσκει εκ νέου τον παλιό, καλό της εαυτό; Παρά το τρία στα τρία για τα προκριματικά του Μουντιάλ, η απάντηση σε αυτή την ερώτηση παραμένει ακόμα δύσκολη.
Θα έλεγε κανείς πως το αν μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως η επιστροφή στα… κανονικά της Εθνικής έχει ήδη συντελεστεί εξαρτάται από το πώς «βλέπουμε το ποτήρι».
Κάποιος που βλέπει το ποτήρι μισοάδειο θα μπορούσε να πει πως το να νικήσεις το Γιβραλτάρ, την Κύπρο και την Εσθονία δεν είναι κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, πως τα αληθινά τεστ για την Ελλάδα είναι τα ματς με Βοσνία και κυρίως με Βέλγιο και πως δεν έχει νόημα να πανηγυρίζει κανείς για νίκες που μάλλον είναι αυτονόητες. Κάποιος που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο από την άλλη θα απαντούσε πως τα… αυτονόητα τελείωσαν την περίοδο που η Εθνική έχανε από τις Νήσους Φερόε και την Ισλανδία και πως η επιστροφή σε ένα επίπεδο εύκολου «καθαρίσματος» τέτοιων αγώνων είναι βήμα προς τα εμπρός.
Υπό αυτή την έννοια, είναι μάλλον δίχως νόημα να προσπαθούμε να κρίνουμε αυτή την νέα εποχή για την Ελλάδα με όρους αποτελεσμάτων. Στην πραγματικότητα, τα δεδομένα που επικρατούν για αυτήν είναι αμετάβλητα σε σχέση με τα οποιαδήποτε αποτελέσματα. Και αυτά έχουν να κάνουν κατά βάση με την φουρνιά παικτών που αποτελούν αυτή την στιγμή τις εν δυνάμει επιλογές για να φορέσουν την φανέλα με το εθνόσημο.
Γενικότερα, στις Εθνικές ομάδες (και όχι μόνο στην ελληνική) το ζήτημα των παικτών είναι το πρωτεύον κριτήριο. Πολύ περισσότερο από το ποιος είναι αυτός που κάθεται στον πάγκο (αν και προφανώς παίζει και αυτό μεγάλο ρόλο) η ουσιαστική συζήτηση έχει να κάνει με το ποιες ακριβώς είναι οι επιλογές του.
Οι Εθνικές δεν είναι σύλλογοι που μπορούν να σχεδιάζουν το ρόστερ με όρους μπάτζετ και με βάση τα «θέλω» του προπονητή. Αντίθετα, στις Εθνικές είναι ο προπονητής που προσαρμόζεται στο ρόστερ και όχι το αντίστροφο. Και όταν μιλάμε για μια Εθνική σαν της Ελλάδας, όπου η παραγωγή ποδοσφαιρικών ταλέντων δεν είναι κάτι συνεχιζόμενο και συστηματικό αλλά μάλλον κάτι τυχαίο, η διαχείριση της εκάστοτε φουρνιάς αποκτά κομβική σημασία.
https://www.youtube.com/watch?v=XcxtTFmGe3I
O Μίχαελ Σκίμπε καλείται να διαχειριστεί μια κατάσταση εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή που εξασφάλισε επιτυχίες στο παρελθόν για την Εθνική. Η τωρινή φουρνιά των Ελλήνων παικτών, αυτή πάνω στην οποία ο Σκίμπε μπορεί να βασιστεί για να «χτίσει» την δικιά του Εθνική έχει χαρακτηριστικά εξ’ ολοκλήρου αντίθετα από αυτά που είχαν οι πετυχημένες Εθνικές του παρελθόντος. Είναι μια φουρνιά παικτών που έχει ελάχιστη σχέση με το ελληνικό πρωτάθλημα, οι περισσότεροι εξ’ αυτών αγωνίζονται χρόνια στο εξωτερικό ενώ άλλοι έχουν παίξει ελάχιστα στην Ελλάδα.
«Είναι αυτό πρόβλημα;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Ναι, είναι. Διότι παρά τους περί του αντιθέτου μύθους, η Εθνική Ελλάδας είχε πετυχημένα χρόνια στο παρελθόν με τους παίκτες του εξωτερικού να είναι οι ποιοτικές πινελιές του ρόστερ της και όχι ο βασικός της κορμός. Παραδοσιακά, η Εθνική «χτιζόταν» γύρω από ποδοσφαιριστές που έπαιζαν στο ελληνικό πρωτάθλημα, γνωριζόντουσαν μεταξύ τους και αυτό τους εξασφάλιζε συνοχή. Σήμερα, ο Σκίμπε δεν την έχει αυτή την επιλογή. Σήμερα, η κατάσταση του ελληνικού πρωταθλήματος είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει ως βάση τους ελληνικούς συλλόγους.
Με λίγα λόγια, το κύριο πρόβλημα του Μίχαελ Σκίμπε είναι ο αφελληνισμός του ελληνικού πρωταθλήματος. Διότι αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι που αφαιρεί από την Εθνική Ελλάδας, το μεγάλο ατού της, αυτό που κάποτε την οδήγησε μέχρι και την κορυφή της Ευρώπης. Ο αφελληνισμός του ελληνικού πρωταθλήματος δεν επιτρέπει στην Εθνική να βασιστεί στο χαρακτηριστικό της ομοιογένειας. Με τέτοιες συνθύκες ποτέ ξανά δεν πέτυχε η Ελλάδα. Μια ματιά στο παρελθόν το αποδεικνύει.
Ο Ρεχάγκελ και… οι άλλοι
Η περίοδος που ο Ότο Ρεχάγκελ κάθισε στον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας είναι η περίοδος που άπαντες θα έχουν ως σημείο σύγκρισης για κάθε περίοδο της Εθνικής – αυτό είναι δεδομένο. Ο Γερμανός προπονητής πέτυχε ακριβώς επειδή κατάλαβε εξαρχής πως στην Εθνική μιας χώρας όπως η Ελλάδα, η έλλειψη του ποδοσφαιρικού ταλέντου πρέπει να διορθωθεί με την ομοιογένεια και την συνοχή ανάμεσα στους παίκτες. Έτσι, ο Γερμανός από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε μέχρι και την στιγμή που αποχώρησε εφάρμοζε στην Εθνική Ελλάδας μια μέθοδο που αντιστοιχούσε σε σύλλογο και όχι σε αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Δεν είχε σημασία ποιοι ήταν καλύτεροι παίκτες. Δεν είχε σημασία ποιοι ήταν πιο φορμαρισμένοι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Το μόνο που είχε σημασία για τον Ρεχάγκελ ήταν η ομοιογένεια. Τι κι αν ο Ζήκος πήγαινε τελικό Champions League με την Μονακό; Η τετράδα Ζαγοράκης-Μπασινάς-Κατσουράνης-Καφές στα αμυντικά χαφ δεν άλλαζε με τίποτα. Τι κι αν ο Τσάρτας ήταν χωρίς ομάδα και ο Ζαγοράκης στα τελευταία του την στιγμή που ο Στολτίδης έβγαζε μάτια με τον Ολυμπιακό; Στο κλειστό κλαμπ του Ρεχάγκελ μεταγραφές δεν χωρούσαν. Θα χαλούσε η συνοχή της ομάδας.
Ο Γερμανός δέχθηκε έντονη κριτική για αυτή του την επιλογή αλλά στο μεταξύ κατάφερε να αλλάξει την ιστορία. Διότι όχι μόνο με ακριβώς αυτή την μεθοδολογία οδήγησε την Ελλάδα στο θαύμα του 2004 αλλά επίσης έκανε και συνήθεια την συμμετοχή της στις τελικές φάσεις των μεγάλων διοργανώσεων. Ο αντικαταστάτης του πάτησε στα ίδια βήματα.
https://www.youtube.com/watch?v=Xhocei6jDDI
Ο συνεχιστής Φερνάντο Σάντος
Ο Φερνάντο Σάντος είναι από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του Ότο Ρεχάγκελ. Η ποδοσφαιρική φιλοσοφία του Πορτογάλου, μετά το θαύμα του 2004, προσαρμόστηκε πλήρως σε αυτή του Ρεχάγκελ. Στην μετά 2004 εποχή όποια ομάδα κι αν ανέλαβε ο Σάντος έβγαζε μάτι πως στόχος του ήταν να αντιγράψει το αμυντικογενές και κυνικό ποδόσφαιρο του Γερμανού. Δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει λοιπόν διαφορετική φιλοσοφία όταν κλήθηκε να τον αντικαταστήσει στον πάγκο της Εθνικής.
Η λογική της «παρέας» της Εθνικής κρατήθηκε όμοια και απαράλλαχτη την στιγμή που ο Σάντος ανέλαβε (βέβαια σε όλες τις παρέες υπάρχουν και κάποιες μικρές κόντρες που τελικά ξεπερνιούνται). Οι όποιες «ενέσεις» νέων παικτών ήρθαν ως απόρροια του συμπληρώματος του χρόνου και όχι ως αποτέλεσμα ποδοσφαιρικών επιλογών του Σάντος. Η «παρέα» μπορεί να ήταν αλλαγμένη σε σχέση με την εποχή του Ρεχάγκελ αλλά πρώτα και κύρια ήταν αυτό: παρέα. Με τους «παλιούς» της και τους «νέους» της αλλά όπως και να έχει, παρέα.
Η Ελλάδα όχι μόνο συνέχισε από εκεί που είχε σταματήσει το 2010, οπότε και ο Ρεχάγκελ είπε αντίο αλλά έκανε και ένα βήμα παραπάνω. Με τον Σάντος στο τιμόνι η ομάδα όχι απλά προκρινόταν στις διοργανώσεις αλλά προκρινόταν και από την φάση των ομίλων (κάτι που ο Ρεχάγκελ το κατάφερε μόνο το 2004). Η φυγή του Σάντος έχει αποδειχθεί μεγάλο σφάλμα αλλά το μόνο σίγουρο είναι ένα: πετυχημένη συνταγή δεν γίνεται να αλλάζει. Όπως ο Σάντος πήρε την σκυτάλη από τον Ρεχάγκελ και κράτησε ίδια και απαράλλαχτη την φιλοσοφία της Εθνικής έτσι και ο προπονητής που θα έπαιρνε την σκυτάλη από τον Σάντος έπρεπε απλά να κάνει το ίδιο.
https://www.youtube.com/watch?v=oGeQCdS9lt8
Η πανωλεθρία Ρανιέρι και η δύσκολη αποστολή του Σκίμπε
Ο Κλαούντιο Ρανιέρι δεν υπήρξε ποτέ κακός προπονητής. Στην Εθνική όμως απέτυχε γιατί όχι μόνο αγνόησε την μεθοδολογία των δύο υπερεπιτυχημένων προκατόχων του αλλά αντίθετα, ακολούθησε μια εκ διαμέτρου αντίθετη λογική. Κάτι λιγότερο από 60 παίκτες κλήθηκαν στην Εθνική επί των ημερών του Ιταλού που δεν έλεγε να καταλάβει πως το να καλείς τους πιο φορμαρισμένους παίκτες σε μια Εθνική είναι μια νορμάλ συνταγή δουλειάς για άλλες Εθνικές, όχι για την ελληνική.
Οι ήττες διαδέχονταν η μια μετά την άλλη γιατί η ομοιογένεια και η συνοχή είναι δυο έννοιες τόσο βαθιά συνυφασμένες με τον χαρακτήρα της Εθνικής Ελλάδας που αν αγνοηθούν μέχρι και τα Φερόε μπορούν να την νικήσουν. Και επειδή όταν η ζημιά γίνεται, το πώς θα διορθωθεί δεν είναι κάτι απλό, η αποστολή του Σκίμπε έχει μια έξτρα δυσκολία. Δεν αρκεί απλά να επαναφέρει την λογική ενός βασικού κορμού στην Εθνική αλλά κάτι πολύ παραπάνω: να τον χτίσει. Στο ποδόσφαιρο και ειδικά στις Εθνικές, δυο χρόνια είναι αρκετά για να χαθεί η χημεία. Και άντε να την βρίσκεις από την αρχή…
https://www.youtube.com/watch?v=G8gxPTtpukc
Ο αφελληνισμός του ελληνικού πρωταθλήματος
Η ομάδα του 2004 ήταν σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στην ομάδα του Παναθηναϊκού της περιόδου, ο οποίος αν και δεν έπαιρνε πρωταθλήματα στην Ελλάδα, έκανε κάθε χρόνο από εξαιρετικές ως πολύ καλές πορείες στην Ευρώπη. Ο Ρεχάγκελ αγνόησε τις δημόσιες σχέσεις και την ισορροπία στις κλήσεις ανάμεσα στις ομάδες και έκανε τους Έλληνες του Παναθηναϊκού τον βασικό κορμό της Ελλάδας. Όχι μόνο στο Euro του 2004 αλλά και τα επόμενα χρόνια. «Δεύτερη δύναμη» στην Εθνική ήταν η ΑΕΚ. Ο μόνιμος πρωταθλητής Ολυμπιακός είχε πολύ περιορισμένη «αντιπροσώπευση». Στο επικό 0-1 με την Ουκρανία που εξασφάλισε την πρόκριση στο Μουντάλ του 2010, η Εθνική ξεκίνησε με έξι και τελείωσε το παιχνίδι με επτά παίκτες του Παναθηναϊκού στη σύνθεσή της.
Τα χρόνια του Σάντος οι ομάδες που κατά βάση στελέχωναν την Εθνική Ελλάδας ήταν ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ. Υπήρχαν παιχνίδια που μια από αυτές τις δύο ομάδες έβλεπε την συντριπτική πλειονότητα των παικτών της ελληνικής 11άδας να αποτελείται από δικούς της ποδοσφαιριστές. Όταν στον ημιτελικό κυπέλλου Ελλάδας ανάμεσα σε ΠΑΟΚ και Ολυμπιακό, ένα μήνα πριν το Μουντιάλ του 2014, οι Μανιάτης και Κατσουράνης χάλασαν δια παντός τις προσωπικές τους σχέσεις με εκείνο τον (ιστορικό πλέον) τσακωμό τους, οι ανησυχίες πως το αρνητικό κλίμα των παικτών των δύο ομάδων που αποτελούσαν τον πυρήνα των διεθνών θα μεταφερθεί και στην Εθνική έδιναν και έπαιρναν.
Η λογική της δόμησης ενός βασικού κορμού από μία ή δύο ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος (από παίκτες δηλαδή που γνωρίζονται μεταξύ τους και ζουν την ελληνική πραγματικότητα) με τις κατάλληλες προσθήκες ποιότητας από Έλληνες που αγωνίζονται στο εξωτερικό, ήταν η κυρίαρχη προτεραιότητα του Σκίμπε όταν αυτός ανέλαβε. Σύντομα ωστόσο έπεσε πάνω σε μια ζοφερή πραγματικότητα: ομάδα που θα μπορούσε να αποτελέσει κορμό για την Εθνική δεν υπήρχε πλέον στο ελληνικό πρωτάθλημα.
Είναι χαρακτηριστικό πως ένα από τα πρώτα πράγματα που δήλωσε ο Γερμανός στους δημοσιογράφους ήταν πως τον προβληματίζει έντονα ο αφελληνισμός του ελληνικού πρωταθλήματος. Δεν έχει και άδικο…
Εξωτερικό και… χάος
Σημαίνει αυτό πως δεν υπάρχουν πλέον Έλληνες παίκτες; Κάθε άλλο. Υπάρχουν αλλά όχι στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς δε, είναι «ποδοσφαιρικά παιδιά» του εξωτερικού. Ο Ταχτσίδης για παράδειγμα έχει παίξει ελάχιστα στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και ο Σταφυλίδης το ίδιο. Ο Οικονόμου ακόμα λιγότερο. Ο Παπασταθόπουλος διαμορφώθηκε σαν παίκτης αλλού. Ακόμα και οι Βέλλιος και Γιαννιώτας, που ο Σκίμπε εμπιστεύεται, το ελληνικό πρωτάθλημα δεν το έχουν ζήσει πολύ.
Φυσικά, το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος είναι τόσο χαμηλό που το να αποτελείται η Εθνική από ποδοσφαιριστές που κάνουν καριέρα στα ξένα πρωταθλήματα μοιάζει μάλλον λογικό και αυτονόητο. Η ιστορία όμως έχει δείξει πως όσο αναγκαίοι και αν είναι οι τελευταίοι, οφείλει να υπάρχει ένα συγκολλητικό στοιχείο από «εγχώριες» λύσεις. Και αυτό δεν υπάρχει αυτή την στιγμή.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς τα ρόστερ των τεσσάρων μεγάλων ομάδων του ελληνικού πρωταθλήματος και να προσπαθήσει να «μαντέψει» ποιοι από τους Έλληνες αυτών θα μπορούσαν να είναι βασικοί και αναντικατάστατοι στο ελληνικό συγκρότημα. Από τον Ολυμπιακό μόνο ο Φορτούνης και κανένας άλλος. Από την ΑΕΚ μόνο ο Μάνταλος. Από τον ΠΑΟΚ οι Γλύκος, Τζαβέλλας και ο Αθανασιάδης και από τον Παναθηναϊκό… κανένας.
Και επειδή την πραγματικότητα δεν την επιλέγεις αλλά σε επιλέγει, ο Σκίμπε δεν μπορεί να πατήσει στα χνάρια του παρελθόντος για να χτίσει την νέα Εθνική. Με άλλα λόγια θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της εποχής για να φτιάξει τον πολυπόθητο κορμό. Και αυτά λένε πως η πολυσυλλεκτικότητα από ομάδες και πρωταθλήματα του εξωτερικού και η παρουσία μιας ποικιλίας παραστάσεων για τους παίκτες, θα πρέπει να γίνουν τα δικά του στοιχεία της επιτυχίας.
Θα μπορέσει να φτιάξει ένα σύνολο με συνοχή και χημεία με παίκτες που προέρχονται από τόσο διαφορετικές καταστάσεις; Κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά και καμία από τις μέχρι τώρα νίκες δεν αποτελεί εχέγγυο. Όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις γύρω από την Εθνική πάντως, έλεγαν πως ο ψυχωμένος πανηγυρισμός του Τοροσίδη στο ματς με την Εσθονία, που έτρεξε στον πάγκο της ομάδας για να πανηγυρίσει με παίκτες και προπονητή, είναι μεγαλύτερης σημασίας και από το ίδιο το γκολ.
https://www.youtube.com/watch?v=QInLwESatOg
Ο Σκίμπε έχει μια δύσκολη αποστολή μπροστά του. Οι νίκες της Εθνικής του δίνουν τον χρόνο και την ηρεμία να την προετοιμάσει όσο καλύτερα μπορεί, χωρίς πίεση και χωρίς κριτική από τα ΜΜΕ. Αλλά μετά την καταστροφική τελευταία διετία, το «χτίσιμο» της νέας Εθνικής πρέπει να συνοδευτεί και από επιτυχίες. Χωράνε δυο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη; Θα δείξει. Το παιχνίδι με την Βοσνία πάντως απέχει κάτι λιγότερο από ένα μήνα…