Γράφει ο Δημοσθένης Χριστόπουλος
Ένα βράδυ στο Λευκό Οίκο
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάθεται σε έναν από τους διαδρόμους του Λευκού Οίκου. Η μέρα βρίσκεται στο τέλος της, είναι κουρασμένος και το κεφάλι του είναι γεμάτο από προβλήματα και υποχρεώσεις. Κάθεται σε μια αναπαυτική καρέκλα και χαζεύει τα πορτρέτα των προκατόχων του. Δίπλα του βρίσκεται το πιο έμπιστο μέλος της ομάδας του, ο Φρανκ Άντεργουντ. Πίνουν ένα ποτό και συζητάνε. Όχι σαν συνεργάτες αλλά σαν φίλοι. «Ήθελα να γράψω ιστορία σε αυτή την θέση», λέει ο Πρόεδρος που περνάει μια μεγάλη κρίση εξουσίας και είναι πολύ πιθανό να πέσει από την θέση του Πλανητάρχη. «Όταν προσπαθείς πολύ να γράψεις ιστορία, τότε σπαταλάς τον χρόνο σου προσπαθώντας και όχι γράφοντάς την», του λέει ο Άντεργουντ. «Ωραία φράση», λέει ο πρόεδρος των ΗΠΑ, «ποιος την είπε;». «Εγώ. Μόλις τώρα», του λέει ο Άντεργουντ.
Ο Φρανκ Άντεργουντ όμως λέει ψέματα. Δεν είναι δικιά του ατάκα αλλά αντίθετα, παράφραση μιας ιστορικής φράσης του Τσαρλς Μπουκόφσκι («όταν προσπαθείς πολύ να κάνεις κάτι, τότε το μόνο που κάνεις είναι να προσπαθείς. Γι’ αυτό μην προσπαθείς. Κάντο»). Ο Φρανκ Άντεργουντ βέβαια δεν έχει κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα με το να λέει ψέματα. Για την ακρίβεια, είναι κάτι σαν δεύτερη φύση του. Είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Λευκού Οίκου. Το να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο μεγάλος του στόχος. Είναι προφανές λοιπόν πως δεν έχει πρόβλημα να λέει ψέματα. Άλλωστε, όταν το κάνει, δεν τον καταλαβαίνει κανείς. Κανείς; Λάθος. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο παρακολουθούν μέσα από το Netflix την ιστορία του. Και ο ίδιος το ξέρει πολύ καλά. Και το απολαμβάνει. Οι δολοπλοκίες του και οι μεθοδεύσεις του είναι το προσωπικό του σόου προς όλους εμάς που τον παρακολουθούμε. Καμιά φορά γυρίζει προς την αόρατη κάμερα πίσω από την οποία βρισκόμαστε και μας απευθύνεται. Και μια άτυπη συμφωνία υπάρχει ανάμεσα σε αυτόν και σε εμάς: μπορεί να είναι ένας μέγας δολοπλόκος, ένας τεράστιος πολιτικάντης αλλά με εμάς θα είναι απόλυτα ειλικρινής. Όταν γυρνάει και μας κοιτάει δεν λέει ψέματα. Όταν γυρνάει και μας κοιτάει αναφέρει όλα αυτά που σκέφτεται αλλά δεν θέλει να πει.
Μα τότε γιατί παρουσιάζει ως δικές του μεγάλες ατάκες που έχει δανειστεί από άλλους; Άλλωστε εμείς τον παρακολουθούμε από την τηλεόραση και με ένα γκουγκλάρισμα μπορούμε να ανακαλύψουμε τα ψέματά του. Η απάντηση είναι απλή: ο Φρανκ Άντεργουντ είναι εθισμένος στο να ασκεί εξουσία και θέλει να την ασκεί παντού. Ακόμα και σε εμάς. Πιστεύει ότι μπορεί να μας ξεγελάσει γιατί, σε αντίθεση με αυτόν, είμαστε κοινοί θνητοί. Θνητοί που απλά κοιτάμε τηλεόραση την στιγμή που αυτός κάνει παιχνίδι μέσα στον Λευκό Οίκο. Και η υπεροψία του είναι τόσο μεγάλη που πιστεύει ότι κανένας κοινός θνητός δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει.
Ο Φρανκ Άντεργουντ είναι το κεντρικό πρόσωπο ενός φαινομένου. Του φαινομένου που ακούει στο όνομα «House of Cards».
Από την πραγματικότητα στη φαντασία (και ανάποδα…)
Σε ένα μήνα ακριβώς, διεξάγονται οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ (στην πραγματικότητα, όχι στο House of Cards). Η εν λόγω εκλογική αναμέτρηση συγκεντρώνει πάντα τα βλέμματα όλου του πλανήτη. Για την φετινή ωστόσο υπάρχει ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον. Ποτέ στο παρελθόν οι εκλογές των ΗΠΑ δεν απασχόλησαν τόσους πολλούς ανθρώπους ανά την Γη. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο στήθηκαν μπροστά στις οθόνες τους (ανεξάρτητα από την ώρα) προκειμένου να δουν το τελευταίο debate ανάμεσα στην Χίλαρι Κλίντον και τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και ο Βασίλης Γιαννόπουλος υπογράφουν το νέο τραγούδι του Μιχάλη Μαρίνη!
Οι εκλογές αυτές είναι ιστορικές ήδη. Αν νικήσει η Χίλαρι θα γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ, αν νικήσει ο Τραμπ ένας πολιτικός που αποτελεί την αμερικάνικη αντιστοιχία του Αρτέμη Σόρα θα είναι Πλανητάρχης. Όμως δεν είναι η ιστορική τους σημασία αυτή που αυξάνει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου. Είναι ο εθισμός που (μας) έχει προκαλέσει το House of Cards.
Μοιάζει υπερβολή αλλά αν το καλοσκεφτούμε δεν είναι. Η τηλεόραση ήταν ανέκαθεν ένα ιδιαίτερα παρεμβατικό μέσο. Η εκτόξευσή της αμερικάνικης τηλεόρασης με παραγωγές επιπέδου κινηματογράφου την μετασχημάτισε σε ένα μέσο ασύλληπτης επιρροής. Το House of Cards, ως μια από τις πιο πετυχημένες και καλοδουλεμένες σειρές στην ιστορία της τηλεόρασης δεν απέκτησε φανατικό κοινό μόνο επειδή είχε καλή παραγωγή, καλοδουλεμένο σενάριο και υψηλού επιπέδου ερμηνείες – αυτά υπάρχουν σε πολλά σίριαλ. Η κύρια επιτυχία του House of Cards έχει να κάνει με το ότι έκανε οικεία στα μάτια των τηλεθεατών μια πραγματικότητα μακρινή και απλησίαστη γι’ αυτούς. Την πραγματικότητα του Λευκού Οίκου.
Η αληθοφάνεια του House of Cards μας έκανε να νιώθουμε θεατές όχι μιας μυθοπλαστικής σειράς αλλά ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ. Για πρώτη φορά, τα πιο σκοτεινά μυστικά της εξουσίας, η καθημερινότητα που εξελίσσεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των πολιτικών αιθουσών, παρουσιάστηκαν μπροστά μας χωρίς ίχνος ωραιοποίησης, χωρίς στρογγυλέματα, χωρίς εξιδανικεύσεις.
Το House of Cards πήρε μια πραγματικότητα που ήταν πολύ ψηλά, βρισκόταν στον πολιτικό ουρανό της ανθρωπότητας και δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε πως είναι εκτός από τις τυπικές δηλώσεις των πολιτικών μπροστά στις κάμερες και την έφερε στο ίδιο επίπεδο με εμάς. Στα σαλόνια μας και στις τηλεοράσεις μας. Και η παρακολούθηση των εσωτερικών διεργασιών του πιο υψηλού επιπέδου εξουσίας (έστω και υπό μορφή σίριαλ) είναι μια εξαιρετικά εθιστική κατάσταση.
Να γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι αγνόησαν το γεγονός πως ήταν ξημερώματα όταν η Χίλαρι Κλίντον και ο Ντόναλντ Τραμπ «διασταύρωναν τα ξίφη τους» ζωντανά στην αμερικάνικη τηλεόραση και έκατσαν να δουν αυτό το debate. Επρόκειτο για την συνέχεια αυτού του εθισμού. Κι αν η πραγματικότητα ξεπερνάει την φαντασία και το να διεκδικεί το ανώτερο πολιτικό αξίωμα των ΗΠΑ ένας άνθρωπος που δεν θα πιστεύαμε ποτέ πως θα το έκανε (ο Ντόναλντ Τραμπ) τόσο το καλύτερο. Τι κι αν οι σεναριογράφοι του House of Cards δεν θα το σκεφτόντουσαν ποτέ; Αφού ό,τι δεν μας έδωσε η φαντασία μπορεί να μας το δώσει η πραγματικότητα, αυτό δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την επιβεβαίωση πως η φαντασία πατάει πάνω στην αλήθεια.
Έτσι ξεκίνησαν όλα…
To House of Cards δεν ήταν πάντα σίριαλ. Πρώτα ήταν ένα βρετανικό βιβλίο. Μετά έγινε μίνι σίριαλ του BBC στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κι όταν ο Ντέιβιντ Φίντσερ το ανακάλυψε και πρότεινε στον Κέβιν Σπέισι, 15 χρόνια μετά την συνεργασία τους στο Seven που έκανε και τους δυο διάσημους, να το διασκευάσουν για την αμερικάνικη τηλεόραση, δεν περίμενε ποτέ πως θα συναντήσει τόσα εμπόδια.
Το όνειρό τους δεν ήταν απλά να κάνουν την αμερικάνικη διασκευή μιας βρετανική σειράς. Ήταν να την επεκτείνουν, να την προσαρμόσουν στα δεδομένα των ΗΠΑ και να την μετατρέψουν σε ένα ιστορικό αμερικάνικο σίριαλ. Αν αυτή τους η επιδίωξη έμπαινε μπροστά στις αρχές των ‘00s, κανένα κανάλι δεν θα τους έλεγε όχι. Θα έπρεπε να ήταν τρελός κάποιος για να αρνηθεί στο δίδυμο Φίντσερ-Σπέισι να κάνει ένα τηλεοπτικό σίριαλ. Όμως η τηλεόραση δεν ήταν πλέον αυτή που ήταν κάποτε. Ήταν πλέον η διεύρυνση του κινηματογράφου.
Όποια πόρτα χτύπησαν ο Φίντσερ και ο Σπέισι τους είπε να κάνουν ένα πρώτο πιλοτικό επεισόδιο για δοκιμή «και βλέπουμε». Οι ίδιοι το αρνήθηκαν. Ήθελαν πλήρη ελευθερία για όσες σεζόν αντέξουν ή τίποτα. Αλλά τα μεγάλα τηλεοπτικά στούντιο ήταν αμετάκλητα: «Ένα πρώτο τηλεοπτικό επεισόδιο για δοκιμή και βλέπουμε». Και τελικά, το πήραν απόφαση και χτύπησαν την πόρτα ενός μικρού τηλεοπτικού δικτύου: του Netflix.
Το (άγνωστο και ταπεινό πριν το House of Card) Netflix είδε μια τεράστια ευκαιρία σε αυτό το project. Όχι απλά έδωσε πλήρη ελευθερία στον Φίντστερ και τον Σπέισι αλλά έκανε και κάτι πρωτοποριακό. Έβγαλε στον αέρα μαζεμένα όλα τα επεισόδια του πρώτου κύκλου. Αυτό ήταν. Η ιστορία είχε αλλάξει. Το κανάλι εκτοξεύτηκε και έγινε κολοσσός. Το σίριαλ έγινε ιστορικό πριν καν παλιώσει. Ο Φίντσερ αποσύρθηκε από την σκηνοθεσία για να μοιραστεί η δημιουργία ανάμεσα στις στρατιές φιλόδοξων σκηνοθετών που ήθελαν να βρεθούν στο τιμόνι του House of Cards έστω και για ένα επεισόδιο. Και η φιγούρα του Κέβιν Σπέισι ταυτίστηκε για τα καλά στις συνειδήσεις όλου του κόσμου με τον διεφθαρμένο και διψασμένο για εξουσία, Φρανκ Άντεργουντ.
Από τον Φεβρουάριο του 2013 και μετά, κάθε Φεβρουάριος είναι ταυτισμένος με μια αναμονή. Κάθε Φεβρουάριος καθορίζεται από μια ατάκα: η νέα σεζόν του House of Cards είναι στον αέρα.
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία
Ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα έχει κληθεί να σχολιάσει την αληθοφάνεια του House of Cards. Το έκανε με χιούμορ και χωρίς να την καταγγείλει. Κι όμως, η κοινή λογική θα έλεγε το ανάποδο. Ένα σίριαλ το οποίο έχει ως κεντρική του φιλοσοφία πως η εξουσία είναι κάτι αμείλικτο, κάτι ύπουλο, κάτι (πολλές φορές…) δολοφονικό, μπορεί να αντιμετωπίζεται με χαλαρότητα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ; Είναι δυνατόν να μην καταγγέλλεται το περιεχόμενό του ως κάτι ξένο από την αλήθεια;
Είναι η αποδοχή του House of Cards και η παρακολούθηση των μηχανορραφιών του, η διασπορά ενός νέου, παγκόσμιου κυνισμού; Φυσικά, δεν είναι το House of Cards το πρώτο δημιούργημα που επιδιώκει να κάνει το κοινό του να ταυτιστεί με έναν «αμφιλεγόμενο» χαρακτήρα. Το είχε κάνει και ο Κόπολα με τους «Νονούς», το έκαναν εν γένει οι μαφιόζικες ταινίες. Μόνο που εκεί υπήρχε μια διαφορά. Οι μαφιόζοι, στην κανονική ζωή, είναι άνθρωποι που τους φοβόμαστε και όχι αυτοί που μας κυβερνάνε. Εδώ η ταύτιση με έναν παλιοχαρακτήρα είναι ταυτόχρονα η ταύτιση με έναν (επίδοξο) πρόεδρο των ΗΠΑ. Με έναν πλανητάρχη.
Γροθιά στο στομάχι του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος ή μια πολιτική κατήχηση για να προσαρμόζεται ο κόσμος στα αληθινά δεδομένα; Όσο αιρετικό κι αν ακούγεται, το House of Cards είναι κάτι ευρύτερο και από τα δυο. Η εσωστρέφεια των κεντρικών του χαρακτήρων, η υπέρτατη υπεροψία τους που τους κάνει να μην μπορούν να αντιληφθούν «ανθρώπινες» καταστάσεις, η αδυναμία τους να διαχειριστούν απλά καθημερινά γεγονότα όπως ένας χωρισμός ή ο θάνατος την στιγμή που διαχειρίζονται την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, όλα αυτά μαζί είναι τα στοιχεία που συνθέτουν ένα παζλ σχεδόν σατιρικό προς το πρόσωπο τους. Ναι, τελικά, στο τέλος της ημέρας, το House of Cards είναι μια πολιτική σάτιρα.
Πίσω από τις δολοπλοκίες, τα πολιτικά μυστικά και τα πισώπλατα πολιτικά μαχαιρώματα, οι χαρακτήρες του House of Cards είναι χαρακτήρες αδύναμοι. Ο Φρανκ Άντεργουντ θα διαπραγματευτεί σκληρά με τον πρόεδρο της Ρωσίας και θα φέρει εις πέρας την αποστολή του αλλά αν τον παρατήσει η γυναίκα του δεν θα μπορέσει να το διαχειριστεί ώριμα. Θα καταρρεύσει και θα συμπεριφερθεί σαν ανώριμος έφηβος.
Το υπόγειο μήνυμα του House of Cards είναι αυτό: όσο αδίστακτοι και αν μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι για τα προσωπικά τους οφέλη, τελικά είναι ακόμα άνθρωποι. Ανώριμοι, πεισματάρηδες, πνιγμένοι πολλές φορές σε μια κουταλιά νερό. Ίσως να είναι κακοί άνθρωποι. Αλλά είναι άνθρωποι.
Τελικά, όσο παρακολουθείς το House of Cards, όσο βλέπεις σοκαρισμένος μέχρι που μπορεί να φτάσει κανείς για να διατηρήσει την καρέκλα της εξουσίας, όσο κι αν αποδέχεσαι αυτή την μυθοπλασία ως αληθοφανή, τελικά, η Κλερ Άντεργουντ θα τινάξει στον αέρα την στημένη συνέντευξη Τύπου συμφιλίωσης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, θα γυρίσει στον Ρώσο πρόεδρο και αναφερόμενη σε έναν ρατσιστικό και δολοφονικό νόμο θα του πει: «Ντροπή σας κύριε πρόεδρε». Μετά βέβαια, τα πράγματα θα επανέλθουν στα φυσιολογικά τους. Το πιο σκληρό προσωπείο θα ξαναφορεθεί γιατί η εξουσία δεν είναι αστείο και δεν χωράει ευαισθησίες. Η ανθρωπιά θα είναι πάντα η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Αλλά όσο θα υπάρχει ακόμα και ανάμεσα στους πιο απάνθρωπους από εμάς, πάντα θα υπάρχει ελπίδα.