Στο νέο σας μυθιστόρημα «Εικασία 3ν+1» (εκδόσεις Ψυχογιός) συναντάμε το γνώριμο συγγραφικό σας στιλ: μαθηματικά, μυστήριο, γρίφοι. Μιλήστε μας γι’ αυτό το νέο ταξίδι…
Η «Εικασία 3ν+1» είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Αθήνα της περασμένης δεκαετίας. Οι ήρωές μου είναι πρόσωπα ολότελα φανταστικά, τα οποία ωστόσο έχουν συντεθεί από σκόρπια υλικά που βρήκα πεταμένα εδώ κι εκεί, σε ρείθρα πεζοδρομίων, σε πολυτελή γραφεία, σε κακόφημα κέντρα, σε γήπεδα, λίγο πολύ παντού…
O αριθμός 3ν+1 συμβολίζει κάτι;
Ισως στέλνει ένα μήνυμα προς τον αναγνώστη. Ισως πρόκειται απλώς για το όνομα ενός προβλήματος. Ισως, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, είναι μια «κόκκινη ρέγκα». Ισως συνδυάζει όλα αυτά μαζί με κάτι ακόμα…
Γράφετε αστυνομική λογοτεχνία κυρίως με την οπτική της Αστυνομίας ή με την οπτική ενός Jekyll και Hyde; Ποια από τις δύο πλευρές έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον; Πιστεύετε στους θεσμούς της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης;
Πείτε το εγωιστικό, ναρκισσιστικό αν θέλετε, αλλά εγώ γράφω μέσα από τη δική μου οπτική. Στις ιστορίες μου διοχετεύω την οργή, την πίκρα και το σαρκασμό μου. Μέσα απ’ αυτές ασκώ μια ιδιότυπη μορφή αυτοδικίας. Οσο για τους θεσμούς που με ρωτάτε, καθημερινά βλέπουμε δολοφόνους, βιαστές, μεγαλοαπατεώνες ν’ απαλλάσσονται, ν’ αποφυλακίζονται με βάση κάποιο νομικό τερτίπι, να «εξαφανίζονται» μέσα από τα χέρια της Αστυνομίας. Εσείς τι λέτε; Πιστεύω στους θεσμούς;
Στην ηρωίδα σας, Ολγα Πετροπούλου, του Τμήματος Εγκλημάτων, δυσκολέψατε αρκετά τη ζωή. Πόσο κοντά της ήρθατε; Ταυτίζεστε με τους ήρωές σας;
«Εχτισα» την Ολγα Πετροπούλου, όπως παλιότερα είχα «χτίσει» τον Στέφανο Κανταρτζή, τον Δημήτρη Αποστολίδη, τη Δόνα Εστεφάνα, τη Θεανώ σαν πρόσωπα που θα ήθελα να έχω συναντήσει, να υπάρχουν στον κύκλο μου, να είναι φίλοι μου. Αν όμως θέλετε να βρείτε στοιχεία ταύτισης με κάποιους από τους ήρωές μου, θα πρέπει να ψάξετε πολύ πιο βαθιά…
Ο Χίτσκοκ έλεγε ότι στον καθέναν αρέσει ένα καλό έγκλημα, με την προϋπόθεση ότι δεν είναι το θύμα. Τι υπάρχει, λοιπόν, πίσω από τις γλαφυρές περιγραφές σας των εγκληματικών ιστοριών;
Καμιά φορά αναθέτω στους ήρωές μου να διαπράξουν εγκλήματα που ίσως, βαθιά μέσα μου, θα ήθελα να είχα διαπράξει εγώ. Αλλοτε πάλι περιγράφω ειδεχθή εγκλήματα, που αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην πραγματική ζωή, μέσα στη μυθοπλασία μου τιμωρούνται.
Θεωρείτε ότι η συγγραφή, μια ριζοσπαστική πράξη από μόνη της, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα φορέα διεκδίκησης, ικανό να κινητοποιήσει πλατιές μάζες πολιτών;
Ο πολίτης που διαβάζει είναι σίγουρα ένας υποψιασμένος πολίτης, ένας πολίτης που δεν θα δεχτεί παθητικά την καθεστωτική προπαγάνδα, τις κατασκευασμένες ειδήσεις, τη μονόπλευρη τηλεοπτική εικόνα. Ομως ως εκεί. Καμιά επανάσταση δεν ξεκίνησε από τα βιβλία!
Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Μέσα σε αυτόν, ο συγγραφέας πώς υπάρχει; Τι δυσκολίες αντιμετωπίζει;
Το πρόβλημα έχει δύο όψεις. Από τη μια ο συγγραφέας έχει διαρκώς τα μάτια και τ’ αυτιά του ανοιχτά, συχνά αντιλαμβάνεται τα μηνύματα των καιρών λίγο πιο πριν από τους άλλους, στοχάζεται πάνω σ’ αυτά και ενίοτε πανικοβάλλεται. Από την άλλη, έχει πάντα το αποκούμπι της γραφής του, χτίζει κόσμους καλύτερα προσαρμοσμένους στις ανάγκες του και κλείνεται μέσα σ’ αυτούς σαν τη χελώνα στο καβούκι της.
Ως κομμάτι πλέον της αστυνομικής λογοτεχνίας, θεωρείτε ότι υπάρχει μια ομάδα αναγνωστών και κριτικών που τη θεωρεί υποδεέστερο είδος;
Υπάρχει μια παλιά προκατάληψη: «Η λογοτεχνία στο βιβλιοπωλείο, τα αστυνομικά στο περίπτερο». Πολλοί αναγνώστες θεωρούν ότι το αστυνομικό δεν είναι «πραγματική» λογοτεχνία. Τους διαφεύγει ότι το crime fiction, το polar αν προτιμάτε, τουλάχιστον από τον Σιμενόν και μετά, είναι κατά βάση κοινωνικό, ίσως και πολιτικό. Ο γρίφος και το μυστήριο είναι για τους συγγραφείς μια ευκαιρία να διερευνήσουν τη δομή των χαρακτήρων, τη δυναμική των κοινωνικών σχέσεων, τα πώς και τα γιατί των ατομικών και ομαδικών δράσεων. Αλλωστε στις μέρες μας κανένα υποείδος δεν είναι «αμιγές». Βλέπουμε ευτυχείς συναντήσεις του ιστορικού, του ψυχολογικού, του αισθηματικού αφηγήματος με το αστυνομικό. Τα στεγανά είναι τώρα πια ευάλωτα και ασταθή.
«Μια πατρίδα έχει πάντα ανάγκη από το παρελθόν της». Τη δική σας γενέθλια γη την κουβαλάτε στα βιβλία σας; Τους κουβαλάμε τους ήρωές μας, κ. Μιχαηλίδη;
Τους ήρωές μας, τις ζωές που δεν ζήσαμε, τις χαρές και τις πίκρες που δεν νιώσαμε, τη γενέθλια γη μας τα κουβαλάμε μέσα μας και νομίζω πως βρίσκουν μόνα τους το δρόμο για να εισδύσουν στις ιστορίες και τα βιβλία μας, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούμε, καμία φορά και χωρίς την άδειά μας.
Είστε ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, ένα ενεργό πολιτικό πρόσωπο με ευκρινή πολιτική τοποθέτηση. Πώς βλέπετε τα πράγματα στη χώρα;
Το τέλος του εικοστού αιώνα σημαδεύτηκε από την κατάρρευση των ιδεολογιών, τη διάψευση των οραμάτων, τον ευτελισμό των αξιών. Σίγουρα κάτι καινούργιο θα προκύψει, κι όπως όλα τα καινούργια, το προσδοκώ με φόβο κι ελπίδα.
Πιστεύετε σ’ αυτό που γράφετε «καμιά φορά τα δύσκολα προβλήματα λύνονται μόνα τους»;
Ναι, το πιστεύω. Η αυτορρύθμιση -οι μαθηματικοί προτιμάμε να την ονομάζουμε «παράξενο ελκυστή»- είναι μέρος της δυναμικής διαδικασίας, που είναι η ίδια η ζωή. Δεν θα ήθελα όμως αυτή η σκέψη μου να θεωρηθεί προτροπή προς την παθητικότητα. Πιστεύω πως είναι στη φύση μας να επιδιώκουμε τη λύση των προβλημάτων -μεγάλων ή μικρών-, αξιολογώντας ωστόσο και σταθμίζοντας τα δεδομένα.
Πιστεύετε ότι το εξώφυλλο και ο τίτλος ενός βιβλίου είναι καθοριστικά για την πορεία του;
Καθοριστικά ίσως, όχι·σημαντικά όμως, αναμφίβολα. Ενα καλό φαγητό σερβιρισμένο σε μια όμορφη πιατέλα είναι σίγουρα πιο ορεκτικό απ’ ό,τι αν ήταν ζουπηγμένο μέσα σ’ ένα τάπερ. Ολα όμως θα κριθούν όταν βάλει κανείς τις πρώτες μπουκιές στο στόμα…
Ειδήσεις σήμερα
Κακοκαιρία στην Κρήτη: Αυτά είναι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για τη στήριξη των πλημμυροπαθών