Σε αυτό, όμως, θα συντελέσουν και αρκετές απ’ τις νέες πρεμιέρες που ξεκινούν απόψε. Από τις έξι πρεμιέρες έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον το γαλλικό δικαστικό δράμα “Το Κορίτσι με το Βραχιόλι”, το, επίσης, γαλλικό ψυχολογικό θρίλερ “Μαύρο Κουτί” και το βρετανικό πολεμικό ιστορικό δράμα “Επιχείρηση Κιμάς”. Ωστόσο, η ταινία που θα κλέψει την καρδιά των σινεφίλ θα είναι το δράμα του μέγιστου Σατγιαζίτ Ράι “Nayak: Ο Ήρωας”, που προβάλλεται για πρώτη φορά στη χώρα μας 55 χρόνια από την πρώτη του προβολή.
Το Κορίτσι με το Βραχιόλι (La Fille au Bracelet). Δικαστικό δράμα, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Στεφάν Ντεμουστιέ, με τους Μελίσα Γκουέρς, Ρόσντι Ζεμ, Αναΐς Ντεμουστιέ, Κιάρα Μαστρογιάνι, Ανί Μερσιέ κ.ά.
Γαλλικό δικαστικό δράμα, που κέρδισε το Σεζάρ σεναρίου και αποτελεί ριμέικ, αλλά με αρκετές διαφορές, της πρόσφατης αργεντίνικης ταινίας “Acusada”, στο οποίο κυριαρχούσαν το ταπεραμέντο, οι μελοδραματισμοί, ο ρόλος της οικογένειας. Ο Στεφάν Ντεμουστιέ, αντιθέτως, στήνει ένα μεστό δικαστικό δράμα, εστιάζοντας στην εύπορη αστική οικογένεια που βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συμφοράς, αναδεικνύοντας το παράδοξο δυο γονείς να μην γνωρίζουν ποια είναι πραγματικά η κόρη τους, αλλά και την ψυχρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν το δράμα της κόρης τους.
Το στόρι θέλει μία 16χρονη, ένα φαινομενικά ήσυχο κορίτσι, να συλλαμβάνεται για τον φόνο της καλύτερης φίλης της, χωρίς να έχει άλλοθι, αλλά και με ορισμένα στοιχεία τής υπόθεσης να είναι υπέρ της. Δύο χρόνια μετά φτάνει η ώρα του δικαστηρίου, καθώς το κορίτσι βρίσκεται ήδη σε κατ’ οίκον περιορισμό με το βραχιόλι επιτήρησης στο πόδι της. Από την εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο θα προκύψουν εντελώς άγνωστα, στους γονείς της, στοιχεία για τον χαρακτήρα τού κοριτσιού. Δεν είναι ένα τόσο ήσυχο κορίτσι, ζει μια έντονη ελευθεριάζουσα ερωτική ζωή, έχει σχέσεις και με άλλα κορίτσια, μεταξύ των οποίων και το θύμα. Το κορίτσι πρέπει να αντιμετωπίσει την αμείλικτη εισαγγελέα, αλλά και τις σεξουαλικές ιστορίες που βγαίνουν στο φως. Η ίδια παραμένει απαθής και δείχνει να στηρίζεται στα γεγονότα, αλλά και στο αίσθημα αθωότητας που έχει για τον φόνο της φίλης της.
Η ταινία κρατά και ανεβάζει συνεχώς το ενδιαφέρον για το αν είναι ένοχη ή όχι η νεαρή κοπέλα, χωρίς ιδιαίτερα φλας μπακ ή την αγωνία να μετατοπίζεται στο ποιος είναι τελικά ο ένοχος. Μια υπόθεση, που εκτός από το ενδιαφέρον της, θα δώσει την ευκαιρία στον Ντεμουστιέ να κάνει σχόλια για τον κοινωνικό περίγυρο, τη σεξιστική στάση της εισαγγελέως, τα κοινωνικά δίκτυα, τη γαλλική νεολαία, αλλά κυρίως για την αποξένωση που έχει ριζώσει στην οικογένεια, που μοιάζει περισσότερο με τέσσερις ανθρώπους -γιατί υπάρχει και ο μικρός αδερφός, ο μόνος που δείχνει ζωντανός με τις σκανδαλιές του- που απλώς μένουν σε ένα σπίτι και μοιράζονται υποχρεώσεις…
Ώριμη η ερμηνεία της νεαρής Μελίσα Γκουέρς, που παραμένει ψυχρή και ανέκφραστη σε όλη την ταινία, χωρίς να μπορεί κάποιος να καταλάβει αν είναι πράγματι ένοχη ή αθώα, ενώ από κοντά βρίσκεται και η Αναΐς Ντεμουστιέ στο ρόλο της εισαγγελέως. Παίζει ακόμη και η κόρη του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και της Κατρίν Ντενέβ, Κιάρα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η 16χρονη Λιζ περνάει τη μέρα σε μια ειδυλλιακή παραλία μαζί με την οικογένειά της, όταν καταφτάνει η αστυνομία και τη συλλαμβάνει για τον φόνο της καλύτερής της φίλης. Δυο χρόνια μετά, η Λιζ είναι σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πατρικό της ενώ προετοιμάζεται για την επικείμενη δίκη, φορώντας ταυτόχρονα ηλεκτρονικό βραχιολάκι επιτήρησης. Ο πατέρας της παρακολουθεί αγχωμένος κάθε της κίνηση, ενώ η μητέρα της έχει πάρει τις αποστάσεις της από την οικογενειακή κρίση και αρνείται να παραστεί στο δικαστήριο. Ορισμένα στοιχεία είναι εναντίον της Λιζ, αλλά δεν είναι αρκετά για να στοιχειοθετηθεί εις βάρος της ετυμηγορία. Αντίθετα, αυτό που μοιάζει να την κάνει να μοιάζει περισσότερο ένοχη απ’ ό,τι άλλο είναι η ίδια της η στάση: μια ψυχραιμία που κινείται στα όρια τής απάθειας, της αδιαφορίας. Ακόμη και οι ίδιοι της οι γονείς αρχίζουν να αμφιβάλουν για την αθωότητά της.
Το Μαύρο Κουτί (Bοîte Noire). Ψυχολογικό θρίλερ, γαλλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Γιαν Γκοζλάν, με τους Πιερ Νινέ, Λου ντε Λαάζ, Αντρέ Ρισολιέ, Ολιβιέ Ραμπουρντέν κ.ά.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
Καλοδομημένο και στιβαρό θρίλερ που βάζει τα γυαλιά στους Αγγλοσάξονες, κρατά το σασπένς μέχρι το τέλος, αποφεύγοντας τα κλισέ και τις εύκολες λύσεις. Ο Γιαν Γκοζλάν (“Ο Συγγραφέας”) δεν ξεπέφτει στη συνωμοσιολογία όπως συνήθως οι Αμερικανοί συνάδελφοί του, αποδεικνύοντας με το καλογραμμένο σενάριό του, ότι πίσω από τα γεγονότα κρύβονται τις περισσότερες φορές συμφέροντα και πολλά, πάρα πολλά χρήματα.
Ο ήρωάς του, ένας ιδιοφυής αναλυτής των μαύρων κουτιών των αεροπλάνων μπλέκει σε μια επικίνδυνη ιστορία, μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα με 300 νεκρούς που οφείλεται σε μία ανεξήγητη πτώση ενός ολοκαίνουργιου αεροσκάφους. Εκεί που όλοι βλέπουν μια τρομοκρατική επίθεση, κάποιου φανατικού ισλαμιστή, αυτός παρατηρεί ότι κάτι άλλο τρέχει. Πηγαίνοντας κόντρα στον ορθολογιστικό χαρακτήρα του, θα εμπιστευτεί το ένστικτό του, αλλά και κάποια στοιχεία που δεν κολλάνε με το επίσημο πόρισμα. Θα συμβούν ακόμη πολλά και περίεργα, αλλά από κάποια στιγμή και μετά είναι φανερό ότι η εταιρεία κρύβει το τεχνικό πρόβλημα του αεροσκάφους και του προγράμματός της που θέλει τον πιλότο θεατή.
Αν εξαιρέσουμε τη δυσνόητη τεχνολογική εξέταση της υπόθεσης, που θα κάψει τον εγκέφαλο του πρωταγωνιστή αλλά, ορισμένες φορές,και του θεατή, ο Γκοζλάν δεν θα αφήσει τίποτα στην τύχη και θα αναδείξει ότι πίσω από τα διάφορα τρανταχτά γεγονότα δεν κρύβονται περίεργες και ευφάνταστες “συνωμοσίες” αλλά η πορεία του χρήματος, το οποίο μπορεί να διαστρεβλώσει τα πάντα, να διαβάλει ανθρώπους, ακόμη και να τους σκοτώσει.
Η λιτή και εγκεφαλική ερμηνεία του ανερχόμενου Πιέρ Νινέ συμβαδίζει απόλυτα με το ύφος της ταινίας, ενώ και το υπόλοιπο καστ κινείται σε καλά επίπεδα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Ματιέ είναι ένας νέος ταλαντούχος αναλυτής μαύρων αεροπορικών κουτιών. Καλείται να βρει την αιτία συντριβής ενός ολοκαίνουριου αεροσκάφους όταν οι αρχές αποφασίζουν να κλείσουν την υπόθεση. Σίγουρος πως κάτι άλλο κρύβεται πίσω από το ατύχημα προσπαθεί να βρει αποδείξεις.
Επιχείρηση Κιμάς (Operation Mincemeat). Πολεμικό δράμα, βρετανικής και αμερικανικηή παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τζον Μάντεν, με τους Κόλιν Φερθ, Μάθιου Μακφέιντεν, Κέλι Μακντόναλντ, Πενέλοπε Γουίλτον κ.ά.
Πολεμική κατασκοπική ταινία του έμπειρου Τζον Μάντεν, με μια ιστορία που μοιάζει απίστευτη, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ο Μάντεν (“Ερωτευμένος Σαίξπηρ”) ανασύρει μία από τις πολλές παράξενες ιστορίες τού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να στήσει ένα αγωνιώδες πολεμικό δράμα, καθώς το εμπλουτίζει με τη μυθοπλασία, αλλά και συνεχείς εκπλήξεις για τον θεατή.
Ο Μάντεν, καταπιάνεται με την ιστορία δυο πρακτόρων της βρετανικής Μυστικής Υπηρεσίας, που είχαν την ιδέα να παραπλανήσουν τις γερμανικές υπηρεσίες και τον Χίτλερ, για την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στην κατεχόμενη Σικελία το 1943, έτσι ώστε τα στρατεύματά τους να μη βρουν τη σθεναρή αντίσταση των Γερμανών. Και αυτό διότι οι Γερμανοί περίμεναν τη συμμαχική απόβαση στη Σικελία και έπρεπε με έναν τρόπο να στρέψουν αλλού την προσοχή τους. Έτσι, βρίσκουν ένα πτώμα, το φορτώνουν με ψευδή απόρρητα έγγραφα και το πετάνε στη θάλασσα για να το βρουν οι Γερμανοί και να στρέψουν την προσοχή τους μακριά από τη Σικελία.
Το ενδιαφέρον της ταινίας έγκειται στο παιχνίδι ψέματος και αλήθειας ή καλύτερα πώς τα ψέματα προστατεύουν την αλήθεια. Πάντα στους πολέμους η αλήθεια και το ψέμα συνδέονται στενά, χορεύουν σφιχταγκαλιασμένα ένα παθιάρικο ταγκό. Πόσο δε μάλλον όταν εμπλέκονται και οι μυστικές υπηρεσίες. Ο Μάντεν εκμεταλλεύεται στο έπακρο την έμπνευση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών και τη χρησιμότητα του ψέματος σε έναν πόλεμο, κουρδίζει άψογα τον ρυθμό και την αγωνία, αν και ορισμένες φορές η ταινία παρουσιάζει ορισμένα κενά και υποϊστορίες χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που μοιάζουν παράταιρες μπροστά στο μέγεθος των πραγματικών γεγονότων.
Τυπικό δείγμα μίας καλής βρετανικής παραγωγής που βγάζει το κλίμα της εποχής και διαθέτοντας ένα καστ καταξιωμένων ηθοποιών, απ’ το οποίο ξεχωρίζουν οι Μάθιου Μακφέιντεν και Πενέλοπε Γουίλτον.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… 1943: Οι Σύμμαχοι είναι αποφασισμένοι να εξολοθρεύσουν την απειλή του Χίτλερ και σχεδιάζουν μία μεγάλη επίθεση στη Σικελία. Βρίσκονται μπροστά σε μία απίθανη πρόκληση: πώς θα καταφέρουν να προστατεύσουν τους στρατιώτες τους από τη σφαγή στη μάχη; Η τελική ευθύνη βαραίνει δύο μυστικούς πράκτορες, που καταστρώνουν την πιο απρόσμενη στρατηγική αποπροσανατολισμού του αντιπάλου με το βοήθεια ενός νεκρού.
Οι Γείτονες από Πάνω (Sentimental). Κωμωδία, ισπανικής παραγωγής του 2020, σε σκηνοθεσία Σεσκ Γκέι, με τους Μπελέν Κουεστα, Χαβιέρ Κάμαρα, Γκριζέλντα Σισιλιάνι, Αλμπέρτο Σαν Χουάν κ.ά.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε με τι γελάνε στην Ισπανία, αλλά η ταινία τού Σεσκ Γκέι, που βασίζεται σε θεατρικό έργο του ιδίου, θα ήθελε να είναι πνευματώδης κωμωδία, αλλά και το πνεύμα εξαντλείται με επιτηδευμένες “εξυπνάδες” και η κωμωδία, με το γέλιο να βγαίνει σπανίως και δύσκολα, να φτάνει μέχρι τα μισά, καθώς το τελευταίο μέρος καταλήγει ως ένα καθημερινό δράμα των σύγχρονων κοινωνιών.
Ωστόσο, δεν μιλάμε για μια εντελώς αδιάφορη ταινία και αυτό διότι το θέμα της διαπερνά ένα μεγάλο μέρος ζευγαριών σήμερα, με την αποξένωση, τη μίζερη καθημερινότητα, τις συγκρούσεις, τον συμβιβασμό ενός γάμου, ακόμη και το συμφέρον. Επιπλέον, η ταινία παρότι βασίζεται σε θεατρικό -και αυτό φαίνεται, δεν ενοχλεί, καθώς διαδραματίζεται φυσιολογικά σε ένα διαμέρισμα, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου.
Όλα ξεκινούν με ακόμη έναν τσακωμό τού αποξενωμένου ανδρόγυνου, που συμπληρώνει 15 χρόνια γάμου. Αυτή τη φορά μαλώνουν για την πρωτοβουλία τής συζύγου να προσκαλέσει σε δείπνο τους νέους της γείτονες που ενοχλούν τον σύζυγό της, ένα στρυφνό αποτυχημένο πιανίστα και καθηγητή μουσικής, λόγω των έντονων και θορυβωδών ερωτικών επιδόσεών τους. Ο σύζυγος θα υποχωρήσει και θα δεχθεί να γίνει το δείπνο, αλλά θα τους υποδεχθεί βγάζοντας όλη την ξινίλα τού έτσι κι αλλιώς στριμμένου χαρακτήρα του. Αντιθέτως, το νεαρό ζευγάρι δεν δείχνει να πτοείται, προσπαθεί να είναι φιλικό, πιο χαλαρό και εύθυμο, ενώ αποκαλύπτει με ευκολία ότι η έντονη ερωτική τους ζωή περιλαμβάνει και άλλους φίλους τους, αλλά το πολύ μέχρι… οχτώ!
Αυτό είναι και ένα από τα λίγα αστεία της ταινίας, που από ένα σημείο και μετά μετατρέπεται σε δράμα, βγάζοντας στην επιφάνεια όλα τα προβλήματα του παντρεμένου ζευγαριού και κάνοντας τον θεατή να απορεί πώς μπορούν να συνυπάρχουν χωρίς να σκοτωθούν. Αυτό ίσως να είναι και ο πολιτισμός….
Ωστόσο, στην ταινία του Γκέι το χιούμορ δεν λειτουργεί, λείπουν οι διάλογοι που θα ανεβάσουν το κέφι, ορισμένες φορές υπάρχει μια αδικαιολόγητη λογοδιάρροια, ενώ μοιάζει αφύσικη η συνύπαρξη των δυο ζευγαριών, έστω και για ένα σύντομο δείπνο, με την προσβλητική και αφιλόξενη στάση του μουσικού. Έτσι, το μόνο που μένει είναι το δράμα τού ζευγαριού, που θα βγάλει τα εσώψυχά του και θα αναδείξει το τεράστιο πρόβλημα των σχέσεων. Αλλά αυτό δεν το λες κωμωδία, και το κυριότερο, αποδεικνύεται, για ακόμη μια φορά, ότι η κωμωδία είναι ένα πολύ δύσκολο είδος, το οποίο ήδη αναζητούμε με το φανάρι.
Η ατυχία για το φιλμ, όμως, συνεχίζεται και με τις άχρωμες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, απ’ τους οποίους ξεχωρίζει ο λιγομίλητος (δεν είναι τυχαίο) Αλμπέρτο Σαν Χουάν -που υποδύεται τον ερωτύλο πυροσβέστη και μοιάζει του Στιβ Μάρτιν, χωρίς τις γκριμάτσες του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Χούλιο και η Άννα είναι ζευγάρι για πάνω από 15 χρόνια. Δεν κοιτάνε ο ένας τον άλλο, ούτε αγγίζουν ο ένας τον άλλο πια και οι καυγάδες είναι η καθημερινότητά τους. Ένα βράδυ, η Άννα καλεί στο σπίτι τούς από πάνω γείτονες. Ο Σάλβα και η Λάουρα είναι λίγο πιο νέοι και έφεραν μια νότα χαράς και αισιοδοξίας όταν πρωτομετακόμισαν στο κτίριο. Οι συνεχείς αναστεναγμοί και τα βογγητά που ακούγονται από το διαμέρισμά τους, όμως, αποτελούν πηγή έντασης για τον Χούλιο και την Άννα.
Κατ’ Οικον Περιορισμός (Delo). Δραματική ταινία, ρωσικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Αλεξέι Γκέρμαν Τζούνιορ, με τους Μεράμπ Νινίτζε, Ρόζα Καιρούλινα, Αλεξάντρ Παλ, Σβετρλάνα Χοτσένκοβα κ.ά.
Με φρέσκια ματιά, ο Αλεξέι Γκέρμαν βάζει στο στόχαστρό του την απρόσωπη εξουσία, η οποία καταδυναστεύει τους ανθρώπους που επιμένουν να σκέφτονται με το δικό τους μυαλό, αντιστέκονται στη χειραγώγηση, στην προπαγάνδα, εκμεταλλευόμενος το καφκικής έμπνευσης σενάριο που έχει μπροστά του. Ο γιος τού σημαντικότατου σοβιετικού σκηνοθέτη Γκέρμαν, ακολουθώντας το πνεύμα αμφισβήτησης του πατέρα του, θα στήσει μια μαύρη σάτιρα σε αυτή την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, που έχει να πει πολλά για το σημερινό καθεστώς στη χώρα του.
Ήρωάς του είναι ένας καθηγητής πανεπιστημίου που κριτικάρει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη δημοτική αρχή για διαφθορά και βρίσκεται ο ίδιος κατηγορούμενος για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος και παρά τις πιέσεις και τον κατ’ οίκον περιορισμό του, με το βραχιολάκι επιτήρησης στο πόδι, αρνείται να ζητήσει συγγνώμη.
Η ταινία, που είναι γυρισμένη σε μεγάλο βαθμό μέσα σε ένα σπίτι, διαθέτει οξυδέρκεια που περνάει στους διαλόγους, υμνεί την ανθρώπινη βούληση για ελευθερία, ενώ είναι εμφανής η πολιτική και ιστορική διαδρομή της Ρωσίας. Εκεί που αρχίζει να θολώνει το φιλμ και το σκεπτικό του Γκέρμαν είναι όταν αρχίζει τα διανοουμενίστικα, αλλά και ορισμένες υπερβολικές καταστάσεις, που μπορεί να κολλούν στη σάτιρα, αλλά όχι και στο δράμα.
Πάντως, το πρόβλημα που θίγει είναι σοβαρό, παραμένει άλυτο και απασχολεί όλο και περισσότερο πολλούς ανθρώπους σε όλον τον πλανήτη, που μπορούν να αντιμετωπίσουν την παραπληροφόρηση, την πλύση εγκεφάλου, τις τακτικές χειραγώγησης, αλλά όχι και την ισχύ των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών.
Ικανοποιητικές ερμηνείες, ειδικά από τους δεύτερους ρόλους, για μια ταινία που είναι επίκαιρη και γι’ αυτό προβλήθηκε στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας καθηγητής πανεπιστημίου κριτικάρει τη δημοτική αρχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όμως, αντί να προκαλέσει έρευνα ενάντια στον διεφθαρμένο δήμαρχο, βρίσκεται να κατηγορείται ο ίδιος για διασπάθιση δημόσιου χρήματος και σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παρά την ενοχλητική αστυνομική επιτήρηση και τους εκβιασμούς, την προδοσία γνωστών του και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ΜΜΕ, εκείνος παραμένει σταθερός στις απόψεις του και αρνείται να ζητήσει συγνώμη, καθώς πλησιάζει η δίκη του.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Nayak: Ο Ήρωας (Nayak: The Hero). Αριστουργηματικό δράμα του μέγιστου Σατγιαζίτ Ράι (1921-1992), φορτωμένο με πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το βραβείο κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1966. Μπορεί το “Nayak” να μην φτάνει στα επίπεδα των κλασικών ταινιών της φημισμένης “τριλογίας του Άπου” αλλά παραμένει ενδεικτικό δείγμα ενός κινηματογραφικού μεγαλείου κι ενός σκηνοθέτη που αποθέωσε τη λιτότητα και μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά. Δηλαδή, ένας κινηματογράφος που πλέον αναζητείται αλλά ματαίως όπως όλα δείχνουν.
Η ιστορία (σενάριο του Ράι) περιστρέφεται γύρω από έναν σταρ της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Βεγγάλης σε ένα μακρύ ταξίδι με τρένο από την Καλκούτα στο Δελχί, για να παραλάβει ένα βραβείο. Το ταξίδι τού δίνει την ευκαιρία να επανεξετάσει τη ζωή του, μέσα από τη συναναστροφή του με τούς συνεπιβάτες του, αλλά και τα όνειρά του -δυο όνειρα απίστευτης ομορφιάς που θα καθηλώσουν τον θεατή. Θα συναντήσει μια ελκυστική δημοσιογράφο, που θα τον πείσει να της μιλήσει, αποκαλύπτοντας τα λάθη, τις ανασφάλειες, τα μυστικά και το συμβιβασμό του με φαινόμενα διαφθοράς. Πίσω από την αλαζονική όψη ενός σταρ κρύβεται ένας μοναχικός ταραγμένος άνθρωπος, που έχει ανάγκη τη ζεστασιά, την κατανόηση του συνανθρώπου.
Μια εμπειρία για όσους αγαπούν το καλό σινεμά, με τον εξαιρετικό Ινδό ηθοποιό Ουτάμ Κουμάρ.
Πύρινη Οργή (Firestarter). Ταινία τρόμου του 2022, που έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον, καθώς βασίζεται στο κλασικό βιβλίο του Στίβεν Κινγκ.
Σκηνοθετημένο από τον, ειδικευμένο στον κινηματογραφικό τρόμο, Κιθ Τόμας, το φιλμ θα ικανοποιήσει τους φαν του είδους, αλλά όχι και όσους θέλουν κάτι περισσότερο από ένα horror. Ηρωίδα είναι μία μικρή η οποία έχει το χάρισμα να δημιουργεί πυρκαγιές σαν χρήση όπλου μαζικής καταστροφής και γι’ αυτό τον λόγο οι γονείς της προσπαθούν να την προστατέψουν από αυτούς που θέλουν να εκμεταλλευθούν την ικανότητά της αυτή. Με τους Ζακ Έφρον, Κίρα Άρμστρονγκ, Σίντνεϊ Λέμον κ.ά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ