Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, στην εγκατάλειψη από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη εκδίωξη και εξόντωση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», θέλοντας να τιμήσει αυτή την επέτειο, ζήτησε από ορισμένους συγγραφείς να γράψουν λογοτεχνικά κείμενα που να αναφέρονται σε εκείνη την εποχή. Σε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζεται η Σμύρνη όπως προέκυψε μέσα από τη φαντασία ή τις διηγήσεις των συγγραφέων. Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, άρα γνωρίζουν καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί. Επιπλέον, αποτελούν την τελευταία γενιά που γνώρισε και μεγάλωσε μαζί με τους πρόσφυγες. Αρα, η προσωπική τους άποψη μοιάζει σαν μια νέα συγκατάθεση μνήμης στην Ιστορία.
Στο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συμμετέχουν οι συγγραφείς:
Αζαριάδης Γρηγόρης, Αφεντουλίδου Αννα, Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης Γιάννης, Γκόζης Γιώργος, Γκουρογιάννης Βασίλης, Δρακονταειδής Φίλιππος, Ζήρας Αλέξης, Θεοχάρης Γιώργος, Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος, Καριζώνη Κατερίνα, Λαμπαρδής Πασχάλης, Λεονταρίτης Γιώργος, Μαραγκοζάκη Σωτηρία, Μαυρουδής Ευάγγελος, Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μπανά Γ. Πολύμνια, Μπλάνας Γιώργος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Παπαθανασόπουλος Γιώργος, Πατσώνης Γιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Σαραντίτη Ελένη, Αντώνης Νικολόπουλος (Σουλούπ), Στοφόρος Κώστας, Τζανακάρης Βασίλης, Τσοκώνα Ιώ.
Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, συγγραφέας
ΟΙ ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΤΩΝ ΣΑΡΔΕΩΝ*
Κρεμόταν μια ζωή στο γραφείο του πατέρα το κειμήλιο της μικρασιατικής εκστρατείας. Το κοιτάζω σήμερα και βλέπω τον γραμματικό να βουτάει την πένα στο μελανοδοχείο και να καλλιγραφεί πάνω στο χαρτί με τις χιαστί σφραγίδες ΤΡΙΤΟΝ ΠΕΖΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ:
Για ενθύμησι
Λουλούδια μαζεμένα από την Ακρόπολι των Σάρδεων την ημέρα της καταλήψεώς της από τον ηρωικό συνταγματάρχη κ. Κονδύλη.
25 Φεβρουαρίου 1920
Ακρόπολις Σάρδεων
Υπογράφει πρώτος ο Γεώργιος Κονδύλης, κατοπινός πολιτικός έως και πρωθυπουργός της Ελλάδος, και ακολουθούν οι υπογραφές των λοιπών αξιωματικών.
Στην κορυφή της σελίδας, πάνω από το κείμενο, στερεωμένα τρία αγριολούλουδα – ανεμώνες είναι. Ανεμώνες που δεν μπορούσανε να κρατηθούν απ’ τη χαρά τους κι άνθησαν πρόωρα, για να γιορτάσουν τις λαμπρές νίκες του λαμπρού στρατού. Ολα λαμπρά έως εκεί, εκατό χιλιόμετρα ανατολικά της περίλαμπρης Σμύρνης. Ωσπου ήρθε η υπέρβαση των ορίων κι ο ακατάλυτος νόμος της τραγωδίας, που εδώ, στον τόπο του φωτός γεννήθηκε, για να δακτυλοδείχνει το σκοτάδι.
«Είμαι Σμυρνιός εγώ», μου δήλωσε τις προάλλες με απόλυτη πεποίθηση ένας εικοσιπεντάχρονος ταξιτζής από τη Νέα Ερυθραία. Των ξεριζωμένων παππούδων του η πόλη -πόλη του μύθου- ακόμη συγκινεί, ακόμη συναρπάζει!
Τα λόγια του έφεραν στον νου μου την Τανσού, που μου τηλεφώνησε κάποτε από τα «Μοσχονήσια», όπως είπε, κι όχι από τα Αλίμπεη** όπως επισήμως αποκαλούνται τα νησάκια που βλέπουνε απέναντί τους το Αϊβαλί, τις παλιές Κυδωνίες. «Σας αγαπώ από τα φύλλα της καρδιάς μου!». Αναγνώστρια των βιβλίων μου η νεαρή Τουρκάλα. Πού είχε διδαχθεί τόσο καλά την ελληνική γλώσσα;
*Οι Σάρδεις ιδρύθηκαν στη Μικρά Ασία από τους αρχαίους Ελληνες κι έζησαν σχεδόν μέχρι το τέλος του Βυζαντίου. Ξεθεμελιώθηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα από τις ορδές του Ταμερλάνου. Κειμήλια του ελληνικού πολιτισμού τους στεγάζονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
**Η τουρκική ονομασία προέρχεται από τον Αλή μπέη που εξολόθρευσε το ’22 τον ελληνικό πληθυσμό.
«Στο σπίτι μας μιλούμε ελληνικά. Τους παππούδες μου τους έφεραν εδώ από την Κρήτη, με την ανταλλαγή του 1923… Από θάλασσα σε θάλασσα, για να μη μαραζώσουν… Μα εκείνοι πάντα ελπίζανε στο νόστο…».
Ακριβώς ένα χρόνο πρωτύτερα, για να γλιτώσουν απ’ τη βέβαιη σφαγή, ξεριζώθηκαν και οι δικοί μου από την πατρίδα τους, από τη χερσόνησο της Θράκης, για να βρουν καταφύγιο στην αγκαλιά του Θερμαϊκού. Ομοια κι αυτοί, επί χρόνια ελπίζανε πως κάποια μέρα, δεν μπορεί, θα τους υποδεχότανε ο φάρος στο ακρωτήρι, θα τους καλωσορίζανε τα σφουγγαράδικα στο λιμάνι, τ’ αμπέλια στο Αγγελοχώρι με το μυρωδάτο το κρασί, το μπαλκονάκι του σπιτιού που αγνάντευε τα θαλασσινά περάσματα.
Εκεί, πριν από χιλιάδες χρόνια, πετούσε η Ελλη με τον αδελφό της καβάλα στο χρυσόμαλλο κριάρι. Αγωνιούσανε να φτάσουν στην Κολχίδα, για να γλιτώσουν από την Ινώ, την κακιά τους μητριά. Μα η Ελλη δεν τα κατάφερε. Επεσε στα νερά κι επνίγη. Οι άνθρωποι λυπήθηκαν για τον άδικο χαμό της κόρης και έδωσαν στον πόντο το όνομά της, ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ.
Και, ναι, δεν ξεχάστηκε. Τίποτε δεν ξεχάστηκε. Χιλιάδες χρόνια σ’ αυτές τις στεριές, σ’ αυτές τις θάλασσες, ο Φρίξος, η Ελλη, οι Ελληνες.
Ωσπου έκαναν την εμφάνισή τους οι Τσέτες: «Μπιζ κασάπ ταμπουρούιζ!» – «Εμείς ανήκουμε στο τάγμα των σφαγέων!».
«Φύγαμε ίσα ίσα μ’ ένα πάπλωμα στην πλάτη…» έλεγε η γιαγιά. Εβρεχε στο κατάστρωμα, μα όλοι έστεκαν εκεί. Ολοι ορθοί, όλοι ακίνητοι, όλοι βουβοί. Ωσπου χάθηκε η εικόνα της Καλλίπολης, χάθηκε το μετείκασμά της, χάθηκαν όλα. Μια γκρίζα μεμβράνη κάλυψε τον Ελλήσποντο.
Ενα χρόνο μετά την έλευση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τότε οι μουσουλμάνοι της πόλης πήραν αντίστροφα τον ίδιο θαλασσινό δρόμο για τόπο μακρινό και ξένο – για την Τουρκία. Μαζί τους κι ο τσαγκάρης ο Αχμέτ.
Απ’ τον πατέρα του είχε μάθει την τέχνη. Ως πρωτότοκος είχε κληρονομήσει και το εργαστήρι του – μια χιλιομπαλωμένη παράγκα σαν το σπίτι του Καραγκιόζη. Ομως την αγαπούσε την παράγκα του ο Αχμέτ όπως αγαπούσε και της τέχνης του τα σύνεργα. Μ’ αυτά κέρδιζε το ψωμί του και το ψωμί της οικογένειάς του.
Ακόμη και την τελευταία μέρα πριν από τον αποχωρισμό, ξεκλείδωσε το λουκέτο όπως πάντα στις οκτώ ακριβώς. Σκούπισε ένα γύρο, τακτοποίησε καλαπόδια, σφυριά, κοπίδια, μάζεψε κάτι πεταλάκια, τα ακούμπησε στο ράφι, φόρεσε τη δερμάτινη ποδιά και κάθισε στον πάγκο. Ολες τις παραγγελίες τις είχε παραδώσει. Δεν είχε τίποτε να κάνει. Μονάχα να συλλογιστεί…
Στις οκτώμισι ακούστηκε η φωνή του Γιώργη. Απ’ αυτόν αγόραζε κάθε πρωί ο Αχμέτ το σιμίτι* του. Αλλά κι ο Γιώργης σ’ αυτόν είχε εμπιστευτεί τα σαραβαλιασμένα του άρβυλα να τα συνεφέρει. Επί δέκα χρόνια οι άντρες περνούσαν από πόλεμο σε πόλεμο. Οι τυχεροί είχαν φτάσει έως τον τελευταίο… Αρβυλα ζητούσαν οι έρμοι, μα δεν τους δίνανε. Τα κρατούσαν στις αποθήκες, ώσπου στην υποχώρηση κάηκαν κι αυτές.
«Καλημέρα, Αχμέτ».
«Καλημέρα, Γιώργη. Αύριο το πρωί φεύγω».
Και του ζήτησε να πάει το βράδυ στο σπίτι του. Ηθελε κάτι να του δώσει.
Στις οκτώ η ώρα ο Γιώργης, με τρία σιμίτια στο χέρι -ένα για κάθε παιδί του Αχμέτ- χτυπούσε την εξώθυρα του φτωχικού τους. Ανοιξε ο ίδιος και τον οδήγησε σε μια μικρή αποθήκη με χωματένιο δάπεδο. Εσκαψε σε μιαν άκρη και ξέθαψε ένα μικρό μεταλλικό κιβώτιο σφραγισμένο. Το ξεσκόνισε με το μανίκι του και το έδωσε στον Γιώργη μαζί με το κλειδί.
«Θα το ανοίξεις, μόνον όταν θα ’χουν περάσει δέκα μέρες από αύριο…», του είπε ψιθυριστά.
*Το κουλούρι Θεσσαλονίκης.
Εκεί μέσα ήταν φυλαγμένο πάνω από τρεις αιώνες το οικογενειακό τους μυστικό. Περνούσε από γενιά σε γενιά, απ’ τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Σκοπό είχε να το παραδώσει κι αυτός στον πρωτότοκό του σαν έφτανε η ώρα, όμως της Μοίρας τα γραμμένα ήταν άλλα…
Νωρίς το πρωί, αξημέρωτα σχεδόν, ο Αχμέτ φόρτωσε σ’ ένα κάρο τα λιγοστά του υπάρχοντα, τα σύνεργα της δουλειάς, την οικογένειά του, και πήρε το δρόμο για το λιμάνι. Η γυναίκα και τα παιδιά κοιτούσαν μαρμαρωμένα το σπίτι τους να ξεμακραίνει. Ο Αχμέτ δεν έριξε ούτε μία ματιά. Σε ποιον να ρίξει; Ποιος είχε απομείνει να τους ξεπροβοδίσει μ’ έναν μαστραπά νερό; Ναι, ήταν κιόλας ξενομερίτες κι όσο γρηγορότερα το καταλάβαιναν τόσο το καλύτερο.
Οταν πέρασαν οι δέκα μέρες, ο Γιώργης έβγαλε απ’ το ντουλάπι το σφραγισμένο κουτί. Η γυναίκα του περίμενε ανυπόμονα, με το μωρό στην αγκαλιά. Εκείνος το ξεκλείδωσε διστακτικά, για ν’ αντικρίσουν… έναν χρυσό σταυρό με την καδένα του, μια ασημένια καντήλα, μια εικόνα της Βρεφοκρατούσας. Η Μάνα είχε στρέψει το βλέμμα της και κοίταζε με δέος του τέκνου της το πεπρωμένο: άγγελοι εξ ουρανού κομίζανε τα όργανα του πάθους – τον ξύλινο σταυρό, τον ακάνθινο στέφανο, τη λόγχη, το σφουγγάρι με όξος και χολή.
Ο Γιώργης, άφωνος, έκανε το σταυρό του. Δίπλα, η γυναίκα του σκούπιζε με προσοχή το προσωπάκι του βρέφους από τα δάκρυά της. Η μάνα του Χριστού πονούσε. Πονούσανε οι μάνες για τα βλαστάρια που έχασαν σε ήττες και σε νίκες. Με τι χαρά τα είχαν κάποτε κρατήσει στην αγκαλιά τους να τα βυζάξουν…
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
Σήμερον, εχθές, αύριον…
Πολύνα Γ. Μπανά Ποιήτρια, πεζογράφος, μεταφράστρια
ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΤΟΥ ΛΕΒΑΝΤΕ
Ηταν μία από τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1922 που η Βενετώ άνοιξε το κεντρικό παράθυρο του πάνω ορόφου της οικογενειακής της κατοικίας, με ολοφάνερη ανησυχία που είχε ήδη προλάβει να σχηματίσει μαύρους κύκλους κάτω από τα υγρά, καστανά μάτια της. Αντίκρισε, όπως το περίμενε, όλο το πανδαιμόνιο που είχε δημιουργηθεί στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου, μία από τις ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης, όπου αυτή έμενε μαζί με τον δικηγόρο σύζυγό της, Στυλιανό Αργυρόπουλο, και τα δύο μικρά τους κοριτσάκια. Βιάστηκε, αγχωμένη από την φασαρία, να κλείσει αμέσως το παράθυρο, χαιρετώντας, με μια βεβιασμένη κίνηση, τη γειτόνισσά της στην απέναντι διώροφη οικία, την οποία ήξερε πάντα γελαστή και καλοδιάθετη και τώρα έδειχνε και κείνη το ίδιο ανήσυχη με τη Βενετώ.
Στη Σμύρνη είχαν αρχίσει, αργά τ’ απόγευμα της προηγούμενης ημέρας, να διαδίδονται, μ’ αστραπιαία ταχύτητα, οι τελευταίες φήμες για το Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Φήμες ιδιαιτέρως ανησυχητικές που έκαναν λόγο για κατάρρευσή του και, γι’ αυτό, είχαν προκαλέσει μία άνευ προηγουμένου αναστάτωση στην πόλη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν αμήχανη και συγκεχυμένη, μιας και κανείς δε γνώριζε, με βεβαιότητα, τι ακριβώς συνέβαινε. Ο σύζυγός της είχε φύγει, σχεδόν αξημέρωτα, από την οικία τους, για τις ελληνικές λέσχες όπου σύχναζε και τα γραφεία των ελληνικών εφημερίδων όπου είχε φίλους δημοσιογράφους, προκειμένου να μπορέσει να συγκεντρώσει όσο περισσότερες πληροφορίες γινόταν. Οι ώρες, όμως, περνούσαν, χωρίς εκείνος να έχει ακόμη επιστρέψει. Και όσο εκείνος δε φαινόταν, τόσο οι χειρότεροι φόβοι της Βενετώς έμοιαζαν να επαληθεύονται.
Στην προσπάθειά της ν’ αποσπάσει την προσοχή της από την αγωνιώδη πραγματικότητα των ημερών, η Βενετώ κατέφυγε στο αμέριμνο παρελθόν, όπως έπιανε τον εαυτό της να της συμβαίνει ολοένα και συχνότερα, από τότε που άρχισε η Μικρασιατική Εκστρατεία εδώ και τρία και πλέον χρόνια. Αναπόλησε, όπως συνήθιζε, το καλοκαίρι του 1918, το τελευταίο καλοκαίρι στην πόλη της πριν την έναρξη της Εκστρατείας τον Μάιο του 1919. Τότε που όλα ήταν ακόμη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη όπως ακριβώς τα γνώριζε από μικρό παιδί και η ζωή στη γενέτειρά της κυλούσε, όπως πάντα, αβίαστα και ανέφελα, με μια αταλάντευτη ευμάρεια και ευζωία για τους πολυεθνείς κατοίκους της.
Ανέτρεξε στην αγαπημένη συνήθεια της κοινωνικής ζωής της πόλης, στις απογευματινές βόλτες στην προκυμαία του Και, πριν την εκεί αποβίβαση των πρώτων ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων τον Μάιο του 1919. Στην προκυμαία που κατακλυζόταν, από το ύψος του τελωνείου έως και τα λουτρά στην Πούντα, μεταξύ άλλων, και από τις ελληνικές αστικές οικογένειες της Σμύρνης, ντυμένες άψογα με τα καλά τους, οι οποίες σεργιάνιζαν με βήμα αργό, ανταλλάσσοντας χαιρετισμούς και κομπλιμέντα και επιδίδονταν, μ’ ανάλαφρη ευχαρίστηση, σε κάθε λογής κουσέλια.
Η αναπόληση, από τη Βενετώ, εκείνου του τελευταίου ανύποπτου καλοκαιριού στάθηκε, λίγο παραπάνω, στις τακτικές επισκέψεις της στα εμπορικά καταστήματα του Φραγκομαχαλά, της συνοικίας των Φραγκολεβαντίνων, των Δυτικοευρωπαίων, δηλαδή, κατοίκων της πόλης, προκειμένου να προμηθευτεί, όπως όλες οι ελληνίδες κυρίες και δεσποινίδες αστικής καταγωγής, βαρύτιμα υφάσματα, μεταξωτά και σιφόν, αλλά και περίτεχνα κεντήματα και αραχνοΰφαντες δαντέλες και γαλλικά αρώματα, τα οποία δεν προλάβαιναν να λανσαριστούν στο Παρίσι και αμέσως κατέφθαναν στη Σμύρνη. Στις τουαλέτες που της έραβε η μοδίστρα της με τα καινούργια υφάσματα και υλικά, για τις χοροεσπερίδες και τις δεξιώσεις, για τις εξόδους στα αριστοκρατικά καφενεία και τα θέατρα της συνοικίας του Και, καθώς και για τις γιορτές και τα καλέσματα μεταξύ των μελών της ελληνικής κοινότητας που έμοιαζε να μη σταματούν ποτέ.
Ηταν η χρυσή εποχή της Σμύρνης, μίας καθ’ όλα ευημερούσας Σμύρνης, όπου η εμπορική και η επιχειρηματική δραστηριότητα ανθούσε, το χρήμα έρεε άφθονο, τα δρομολόγια των πλοίων δεν σταματούσαν να πηγαινοέρχονται στο λιμάνι της, το σημαντικότερο εδώ και δεκαετίες της Ανατολικής Μεσογείου, παραλαμβάνοντας προϊόντα από τη Μέση Ανατολή και μεταφέροντάς τα στα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης, και το μέλλον της πόλης προδιαγραφόταν εξίσου λαμπρό με το παρόν και το παρελθόν της.
Ομως, η Βενετώ επέστρεψε γρήγορα στο πολύ πρόσφατο παρελθόν και τις ανησυχητικές διαστάσεις του. Μόλις πριν λίγους μήνες, στα τέλη Φλεβάρη του 1922, με πρωτοβουλία της Ευαγγελίας Περίδου, συριανής στην καταγωγή, που είχε εγκατασταθεί στη Σμύρνη τρία-τέσσερα χρόνια νωρίτερα μετά το γάμο της με τον Σμυρναίο δημοσιογράφο Αρίστο Περίδη, ελληνικές γυναικείες οργανώσεις, κινητοποιημένες από την αβέβαιη πορεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, δημιούργησαν μία νέα γυναικεία οργάνωση, την «Αμυνα Ελληνίδων Μικρασίας», με έδρα τη Σμύρνη, για να ενισχύσουν και να εμψυχώσουν τον ελληνικό αγώνα. Τα νέα της σύστασής της που η Βενετώ εξέλαβε ως αδιάσειστο σημάδι για τη δυσοίωνη εξέλιξη των πραγμάτων της τα είχε μεταφέρει μια παλιά της συμμαθήτρια και ιδρυτικό μέλος της οργάνωσης, προτείνοντάς της να συμμετέχει και η ίδια.
Επιφυλάχθηκε, όμως, η Βενετώ, μιας και ήταν βέβαιη ότι ο Στυλιανός, σύζυγός της επί μία 12ετία, δε θα επέτρεπε στη γυναίκα του την οποιαδήποτε ανάμειξη. Ο Στυλιανός, γνώριζε πλέον καλά η Βενετώ, ως τυπικός Ελληνας αστός της Σμύρνης, είχε την ακράδαντη πεποίθηση πως η θέση των γυναικών δε βρίσκεται στο δημόσιο βίο ή την πολιτική, αλλά αποκλειστικά στο εσωτερικό της οικίας τους καθώς και στην οργάνωσή της και τη φροντίδα της οικογένειάς τους. Παρέβλεπε, βέβαια, στην περίπτωσή της, ο Στυλιανός την αποφοίτηση της Βενετώς, με άριστα, από το φημισμένο Ομήρειο Παρθεναγωγείο Σμύρνης, η οποία αποτέλεσε μεν βασικό προσόν, μαζί με την ευμεγέθη προίκα της, για τη σύναψη του γάμου τους, αλλά μέχρις εκεί. Από την άλλη, ήταν αυτή ακριβώς η ξεχωριστή μόρφωση που είχε λάβει, η οποία επέτρεπε στη Βενετώ να έχει πλήρη αντίληψη και κατανόηση της όλης εξέλιξης της Μικρασιατικής Εκστρατείας και, βεβαίως, της κρισιμότητας της τωρινής κατάστασης.
Δεν χρειάσθηκε, δυστυχώς, να περάσουν παρά ελάχιστες μέρες για να επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι φόβοι της Βενετώς, του Στυλιανού και όλων των Ελλήνων κατοίκων της Σμύρνης. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1922, το Μέτωπο της Μικράς Ασίας θα κατέρρεε, τα ελληνικά στρατεύματα θα υποχωρούσαν, λαμβάνοντας ρητή διαταγή να μην αποπειραθούν να σώσουν τη Σμύρνη, την οποία ο τουρκικός στρατός, μετά την κατάληψή της, τις εκτεταμένες λεηλασίες και την ανηλεή σφαγή των Ελλήνων και Αρμένιων κατοίκων της, θα πυρπολούσε και παρέδιδε στις φλόγες (πλην της τουρκικής και της εβραϊκής συνοικίας), ενώ οι Ελληνες άνδρες, ηλικίας 18 έως 45 ετών, θα αιχμαλωτίζονταν από τους Τούρκους με προορισμό τα τάγματα εργασίας και οι Ελληνίδες γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροντες θα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν τρόπο διαφυγής, στο λιμάνι της πόλης, αφήνοντας πίσω τα σπίτια, τις περιουσίες και τη ζωή τους ολόκληρη, όπως πλουσιοπάροχα την είχαν χτίσει επί γενεές και αδιατάρακτα την είχαν ζήσει μέχρι τότε και, κυρίως, όπως αυτή καθ’ όλα τους άξιζε.
Ειδήσεις σήμερα
Νέος ισχυρός σεισμός στη Σάμο – 5,2 ρίχτερ ταρακούνησαν το νησί
Ακραία πρόκληση από το ΝΑΤΟ: Συγχαίρει την Τουρκία για τη νίκη της επί της Ελλάδας το 1922
Ενεργειακή κρίση: Πέφτει μαύρο σε Ακρόπολη, μνημεία και δρόμους – Τι απαντά ο Κώστας Σκρέκας
Αναδρομικά συντάξεων έως 15.300 ευρώ, μπόνους για ένστολους μετά την 45ετία [πίνακες]