Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, στην εγκατάλειψη από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη εκδίωξη και εξόντωση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», θέλοντας να τιμήσει αυτή την επέτειο, ζήτησε από ορισμένους συγγραφείς να γράψουν λογοτεχνικά κείμενα που να αναφέρονται σε εκείνη την εποχή. Σε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζεται η Σμύρνη όπως προέκυψε μέσα από τη φαντασία ή τις διηγήσεις των συγγραφέων. Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, άρα γνωρίζουν καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί. Επιπλέον, αποτελούν την τελευταία γενιά που γνώρισε και μεγάλωσε μαζί με τους πρόσφυγες. Αρα, η προσωπική τους άποψη μοιάζει σαν μια νέα συγκατάθεση μνήμης στην Ιστορία.
Στο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συμμετέχουν οι συγγραφείς:
Αζαριάδης Γρηγόρης, Αφεντουλίδου Αννα, Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης Γιάννης, Γκόζης Γιώργος, Γκουρογιάννης Βασίλης, Δρακονταειδής Φίλιππος, Ζήρας Αλέξης, Θεοχάρης Γιώργος, Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος, Καριζώνη Κατερίνα, Λαμπαρδής Πασχάλης, Λεονταρίτης Γιώργος, Μαραγκοζάκη Σωτηρία, Μαυρουδής Ευάγγελος, Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μπανά Γ. Πολύμνια, Μπλάνας Γιώργος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Παπαθανασόπουλος Γιώργος, Πατσώνης Γιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Σαραντίτη Ελένη, Αντώνης Νικολόπουλος (Σουλούπ), Στοφόρος Κώστας, Τζανακάρης Βασίλης, Τσοκώνα Ιώ.
Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, συγγραφέας και μεταφραστής
Αφήγηση του στρατιώτη Χρήστου Καραγιάννη
Οταν φτάσαμε στη Σμύρνη, η ώρα είχε περάσει. Ανακατωθήκαμε με τον φανταρόκοσμο, που περιπλανιόταν στην πόλη απεγνωσμένα. Ολοι με γένια, κουρελήδες, ο ένας να ζητάει από τον άλλο να μάθει κάτι νέο, τι θα γινόμαστε. Αλλοι έλεγαν πως θα χαραζόταν νέα αμυντική ζώνη για να οχυρωνόμαστε. Αλλοι έλεγαν πως θα μας έριχναν προκηρύξεις, που θα μας κατατόπιζαν. Αλλοι φώναζαν πως καταρρεύσαμε και κινδυνεύαμε να αιχμαλωτιστούμε όλοι. Πέρασα από το 3ο Νοσοκομείο, όπου θυμόμουν δύο συγχωριανούς μου νοσοκόμους. Λογάριαζα πως επειδή είχαν μείνει εκεί, θα ήξεραν κάτι περισσότερο. Το κτίριο ήταν άδειο. Ολους τους τραυματίες και άρρωστους τους είχαν μπαρκάρει για την Ελλάδα. Τράβηξα το άλογό μου, μπλέχτηκα σε δρόμους, πέρασα ανάμεσα από πλήθη που φώναζαν, έφτασα σε ένα εργοστάσιο και στο πίσω μέρος έβαλα το άλογο να βοσκήσει, εγώ λαγοκοιμήθηκα.
Ξαφνικά όμως, μέσα στα μεσάνυχτα, άκουσα μια αντρική φωνή να απαγγέλλει με στεντόρεια φωνή γνωστά μου ονόματα, δηλαδή ονόματα συναδέλφων. «Εδώ είμαι», φώναξα και, διασχίζοντας την ανθρωπομάζα από τη μια μεριά και την άλλη, με το άλογό μου από το καπίστρι, συνάντησα μέσα στο σκοτάδι τον φωνακλά. Ηταν ένα κοντόχοντρο αγόρι ονόματι Δημήτρης Κοβός. Υπηρετούσε έναν αξιωματικό στο επιτελείο του 3ου τάγματος και είχε ένα γαϊδούρι με τις αποσκευές του αφεντικού του. Ο δυστυχισμένος αξιωματικός είχε παραφρονήσει από ένα τραύμα που τον είχε βρει στο κεφάλι και ο υπηρέτης του έλεγε πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα άδειαζε η Μικρά Ασία ολόκληρη, δίχως ελπίδα πια και δίχως σωτηρία, από τον ελληνικό στρατό. Αγκαλιαστήκαμε με τον Δημητράκη και κλάψαμε. Και γύρω μας η ίδια κλάψα, η ίδια παραφροσύνη.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
27 Αυγούστου χάραμα, άφησα τον Δημητράκη στην Πούντα να προσέχει τα δύο ζώα μας και προχώρησα προς την παραλία. Και μάλιστα προς το κεντρικότερο σημείο της Σμύρνης. Εκεί κάπου φαίνονταν τέσσερα αγγλικά πολεμικά πλοία. Εκεί βρήκα όλη τη φανταρία και πιο πολλές ελληνικές οικογένειες, που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, άρπαζαν βιαστικά έναν μπόγο με τα ελάχιστα υπάρχοντά τους και προχωρούσαν προς την παραλία, ζητώντας κάποιο καράβι να φύγουν. Μερικοί καλοί κολυμβητές πηδούσαν στη θάλασσα και κολυμπούσαν προς τα συμμαχικά πλοία για να σωθούν. Οταν είχαν φτάσει στα πολεμικά των Αγγλων και είχαν αρχίσει τα παρακάλια, οι αλογομούρηδες τους έριχναν ένα παλαμάρι να πιαστούν και αφού τους βιράριζαν ως το κατάστρωμα, έλυναν πάλι το παλαμάρι και τους βουτούσαν στα νερά. Και τέτοιο ήταν το αστείο, ξεκαρδίζονταν στα γέλια και τους ακούγαμε στην παραλία. Κάποιοι δεν άντεξαν αυτό το μαρτύριο και πνίγηκαν. Αλλοι κολύμπησαν πίσω, τουρτούριζαν και έκλαιγαν, ήθελαν να πεθάνουν.
Η παραφροσύνη μεγάλωνε, η πληροφορία ήταν πως ο κεμαλικός στρατός θα έμπαινε στη Σμύρνη σήμερα κιόλας. Επέστρεφα βιαστικά στην Πούντα και έπεσα στο νεκροταφείο της οδού προς Χαλκαμπουνάρ.[1] Εκεί ήταν γυναικόπαιδα χριστιανών, που είχαν καταλάβει το νεκροταφείο και τα μνημεία, πιστεύοντας πως είχαν βρει άσυλο. Μακάριο καταφύγιο. Οι άνθρωποι είχαν προαισθανθεί την κατάσταση που τους περίμενε ασφαλώς και θα ερχόταν η ώρα που θα παρακαλούσαν «βγείτε εσείς οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί».
Φτάνοντας στην Πούντα, είδα έναν Ελληνα αντισυνταγματάρχη ανεβασμένο σε ένα κλειστό φορτηγό βαγόνι, που έβγαζε αφρό από το στόμα του και λαλούσε: «Στρατιώτες, δώστε προσοχή, κίνδυνος. Σήμερα περιμένουμε την εισβολή των κεμαλικών και θα αιχμαλωτιστούμε όλοι. Οσοι έχετε άλογα ή γαϊδούρια, μη χάνετε ούτε στιγμή. Φύγετε για τον Τσεσμέ, εκεί θα βρείτε τα πλοία. Εδώ έχουμε αυτά τα δύο που βλέπετε και δεν επαρκούν για όλους». Σαν άκουσα τέτοια λόγια και είδα πως το ένα πλοίο είχε γεμίσει, το άλλο ήταν στην αποβάθρα και γέμιζε, η πόρτα του λιμανιού ήταν φραγμένη με χοντρά πλεχτά σίδερα και ο τόπος πλημμυρισμένος από στρατό, από φαντάρους που σπρώχνονταν ποιος θα έμπαινε από τη δεξιά πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής, όπου άρχιζε η θάλασσα, όταν τα είδα όλα εκείνα, στάθηκα να σκεφτώ.
Για να κατατοπίσω τον αναγνώστη, πρέπει να γράψω πως η Πούντα είναι μια στενή μύτη γης, που άρχιζε από τη σιδερόπορτα και προχωρούσε αρκετά μέτρα μέσα στη θάλασσα, με σιδηροδρομική γραμμή για τις αμαξοστοιχίες που φορτώνονταν με το βίντσι από τα πλοία ή ξεφόρτωναν για τα πλοία. Για να φτάναμε στη νόμιμη σειρά ώστε να σκαρφαλώναμε στο καράβι που γέμιζε, ήταν φύσει αδύνατο με το στρίμωγμα του πλήθους. Είχα και την ευθύνη του Δημητράκη, έξυνα λοιπόν το κεφάλι μου να κατεβάσει ιδέες. Θυμήθηκα, από την προηγούμενη χρονιά που είχα περάσει από το ίδιο μέρος πως, στην αριστερή πλευρά και προς το κέντρο της πόλης που δεν περιβαλλόταν από θάλασσα, ένα σίδερο ήταν σπασμένο, σε ένα σημείο όπου τελείωναν τα πλεχτά σίδερα. Τραβώντας τα ζώα μας από τις καπιστράνες τους ως την ακροθαλασσιά, είδα πως εκείνο το σπασμένο σίδερο ήταν ακόμα εκεί και σχηματιζόταν ένα παραθυράκι.
«Είμαστε τυχεροί», είπα στον Δημητράκη. Δέσαμε τα ζώα μας στα σίδερα, πέρασα πρώτος στο πέρα μέρος, το πρόβλημα όμως ήταν ο Δημητράκης, πιο εύσωμος από εμένα, που δεν χωρούσε. Τον έβαλα να γδυθεί και ίσα ίσα πέρασε, με κάμποσες γρατζουνιές, αλλά δεν πείραζε, είχαμε και τον οπλισμό μας. Δοξάζαμε τον Θεό, είχαμε αφήσει πίσω τους πολλούς. Το πλοίο ήταν πλημμυρισμένο και όλοι φώναζαν: «Οχι άλλοι, δεν χωράει άλλους, θα πνιγούμε, το πλοίο θα μπατάρει». Δεν θα προλαβαίναμε και εμείς, αν δεν υπήρχε ένας τραυματίας που τον προτίμησαν και προσπαθούσαν τέσσερις να τον περάσουν με το φορείο. Βοηθήσαμε και εμείς οι δύο και έτσι μπήκαμε. Και τότε ακούστηκε η μπουρού. Το πλοίο ξεκινούσε, όσοι κρέμονταν στα πλάγια έπεφταν στο νερό, όσοι ήταν κρεμασμένοι στα κατάρτια έμεναν εκεί, δεν είχαν χώρο να πατήσουν και να κατέβουν.
Σαν επιβιβαστήκαμε και παλεύαμε να πιστέψουμε πως τα είχαμε καταφέρει, έστριψα το βλέμμα μου στο άλογό μου δεμένο στα σίδερα. Μου φάνηκε πως έκλαιγε και έκλαψα. Και κλαμένο με βρήκε ο Λουκάς Ντούσιας, που είχα να τον δω από την εκστρατεία της Ρωσίας το 1919, όπου εκεί τα κάναμε θάλασσα και μας έφαγαν οι μπολσεβικοι. Και καθώς τον αγκάλιασα, χάζεψα στο κατάρτι του πλοίου να κρέμεται μια ρόδα αυτοκινήτου, που έγραφε με μεγάλα γράμματα «Αντιγόνη». Γύρισα στον Λουκά και του είπα: «Καλό ταξίδι θα κάνουμε, μη σεκλετίζεσαι. Γιατί το 1919 που βρισκόμουν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας επιστρέφοντας από την Ουκρανία, σε ετούτο εδώ το καράβι μπήκα. Ετούτο εδώ το καράβι με έφερε στην Πούντα, πάνε τρία χρόνια από τότε. Βλέπω πως είναι το ίδιο που μας παίρνει πίσω, θεωρώ πως καλό είναι το σημάδι».
Το πλοίο απομακρυνόταν σιγά σιγά. Παρατηρούσα την ωραία Σμύρνη και το απέναντι Κορδελιό για τελευταία φορά. Η Μικρά Ασία έμπαινε σε ασέληνη νύχτα, όπως είχε δύσει ο ήλιος της Βυζαντινής Εποχής το 1453 και ολόκληρη η Ελλάδα σκλαβώθηκε στη νύχτα της Οθωμανικής σκλαβιάς. Και η σημερινή Μικρά Ασία; Ηταν όνειρο; Ηταν πραγματικότητα; Ηταν όνειρο που πραγματοποιήθηκε, αλλά δεν βάσταξε. Και ποιος θα είναι εκείνος που ως τον αιώνα τον άπαντα δεν θα νοσταλγεί τη Μικρά Ασία και δεν θα θέλει να πατήσει τα άγια χώματά της, που ποτίστηκαν με αίμα και σπάρθηκαν με τόσα κορμιά και οστά Ελλήνων; Οταν φτάσαμε στην Σμύρνη, θυμάμαι πως ένας ποιητής, το όνομά του Αναστάσιος Μωραϊτίνης, μας είχε μοιράσει σε ένα χαρτί το ποίημά του. Το έχω το σκατόχαρτο.
Σμύρνη
Επάτησε στα κύματα κι αγκάλιασε τα νέφη,
κ’ ήρθε με το στεφάνι, που δίνει η Λευθεριά,
για σένα Σκλάβα κόρη μου, από μακρυά σου γνέφει
κι όλοι τους ραίνουν, όλοι με δάφνινα κλαριά.
Είν’ η μητέρα —ελεύθερη μητέρα— που ξανοίγει
να σε δεχθή κλαμμένη στη στοργική αγκαλιά.
Μητέρα, που στερνή φορά δουλείας πόνους πνίγει
και λησμονεί τα χρόνια, τα μαύρα, τα παλιά.
Τ’ αηδόνια τ’ Ανοιξιάτικα ύμνους γλυκούς τονίζουν
σ’ Ανάστασι σαν τούτη κ’ οι Έλληνες με βιά
τις αλυσσίδες τις βαρειές του Τούρκου θρυμματίζουν
κ’ η Λευθεριά στ’ αλήθεια σκοτώνει τη σκλαβιά.
Νύχτα αποβιβαστήκαμε κάπου, δεν ξέραμε πού είχε αράξει η «Αντιγόνη». Κοιμηθήκαμε κάτω από τα δέντρα στην παραλία. Οταν ξημέρωσε, ταχτοποιήσαμε τα πράγματά μας στις ρίζες των δέντρων, αφήσαμε φρουρά να τα φυλάει και βγήκαμε στο δρόμο να βρούμε ψωμί, ήμαστε νηστικοί. Ετσι μάθαμε πως η πόλη όπου είχαμε φτάσει ήταν η Μυτιλήνη. Μείναμε μέρες και κλέβαμε να φάμε, ο κόσμος δεν άνοιγε τις πόρτες του, έξω από κάτι γερόντια, κάτι γριές και άλλους που προτιμούσαν να μας δίνουν φαγώσιμα αντί να σπαράζουμε το βιος τους. Στο τέλος, κυκλοφόρησε η διάδοση από φανταρίστικα στόματα να πηγαίναμε στο Φρουραρχείο προς παράδοση του οπλισμού μας και προς παραλαβή του απολυτηρίου μας.
Τρέξαμε όλοι μαζί χαρούμενοι, εκτός από έναν φουκαρά που είχε χάσει τις πατερίτσες του και δεν είχε τρόπο να περπατήσει, αν δεν τον αναβάσταζαν δύο. Κανείς δεν έπαιρνε τα στοιχεία μας στην παράδοση του οπλισμού: αφήναμε σωριασμένα τα όπλα μας στις αποθήκες και φεύγαμε με άδεια χέρια. Με θλίψη αποχωρίστηκα το μάλινχέρ μου, γιατί δεν πίστευα πως δεν θα μου χρειαζόταν. Τα απολυτήριά μας μας τα πετούσαν από τα παράθυρα του Φρουραρχείου οι γραμματείς και φαρισαίοι. Ηταν κάτι έντυπα απολυτήρια με σφραγίδα και υπογραφές μόνο. Τα στοιχεία και την κλάση τα συμπληρώναμε μόνοι μας. Πολλοί, που δεν απολύονταν, έγραφαν ηλικία μεγαλύτερη για να μην έχουν υποχρέωση. Εξάλλου, ποιος ήξερε τι θα γινόταν.
Δεν ξέραμε ούτε όταν ζητιάνεψα, μέρες ολόκληρες, το εισιτήριό μου, 101 δραχμές, προκειμένου να επιβιβαστώ σε άλλο καράβι για τον Πειραιά. Είχα δώσει ό,τι βρισκόταν πάνω μου, όλα τα ενθυμήματα και λάφυρα του πολέμου, είχα δουλέψει και κάμποσα μεροκάματα σε έναν τσέλιγκα, επειδή ήξερα από πρόβατα.
Ανέβηκα λοιπόν τη σκάλα του πλοίου, έπιασα μια γωνία, αισθανόμουν γενική κατάπτωση του οργανισμού μου. Δεν σήκωνα κεφάλι μήπως βρισκόταν χριστιανός και με ρωτούσε τι ήμουν. Τι ήμουν;
Αποβιβάστηκα και πάτησα το πόδι μου σε ελληνικό χώμα. Στην αποβάθρα, λίγοι ήταν οι άντρες, πολλές περισσότερες οι γυναίκες. Μητέρες που μας κοίταζαν έναν ένα για να δουν μήπως είχαν έρθει τα παιδιά τους. Ολες έκλαιγαν, όλες ρωτούσαν «μήπως, λεβέντη μου, γνώρισες κατά τύχη τον γιο μου, που ονομάζεται έτσι;» Η απάντηση όλων και η απάντηση η δική μου ήταν πάντα η ίδια, μονότονη: «Ερχονται. Ερχονται όλοι».
Κανείς δεν μας περίμενε, καμία μέριμνα δεν μας αναλογούσε. Με τραβούσε όμως το πατρικό χώμα, με έσφιγγε στην αγκαλιά του, γιατί το ξένο χώμα θα είναι πάντα πολύ ψυχρό και πολύ βαρύ.[2]
[1] Πηγή σε μικρή απόσταση από την Σμύρνη. Ονομαζόταν και «Πηγή της Αφροδίτης» από ένα άγαλμα της θεάς που είχε βρεθεί στο σημείο.
[2] Στη διετία 1921-1922, οι απώλειες -νεκροί, πολυτραυματίες και αγνοούμενοι- έφτασαν τους 84.758 άντρες. Αυτό σημαίνει απώλειες μεγαλύτερες του 40% των δυνάμεων.
Ειδήσεις σήμερα
Κορονοϊός: Η «Όμικρον» ασπίδα για τον «Κένταυρο»
Καιρός-καύσωνας: Τριήμερο… φωτιά και λαύρα
Σκιάθος: Σοκ από την αυτοκτονία επιχειρηματία – Βρέθηκε απαγχονισμένος σε βίλα, άφησε και σημείωμα
Μενέντεζ σε Τουρκία για απόκτηση νέων S-400 από τη Ρωσία: Ξεκάθαρη παραβίαση των κυρώσεων των ΗΠΑ