Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, στην εγκατάλειψη από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη εκδίωξη και εξόντωση του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 1.000.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Φέτος κλείνουν εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», θέλοντας να τιμήσει αυτή την επέτειο, ζήτησε από ορισμένους συγγραφείς να γράψουν λογοτεχνικά κείμενα που να αναφέρονται σε εκείνη την εποχή. Σε αυτά τα λογοτεχνικά κείμενα παρουσιάζεται η Σμύρνη όπως προέκυψε μέσα από τη φαντασία ή τις διηγήσεις των συγγραφέων. Οι περισσότεροι από τους δημιουργούς είναι απόγονοι προσφυγικών οικογενειών, άρα γνωρίζουν καλά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί. Επιπλέον, αποτελούν την τελευταία γενιά που γνώρισε και μεγάλωσε μαζί με τους πρόσφυγες. Αρα, η προσωπική τους άποψη μοιάζει σαν μια νέα συγκατάθεση μνήμης στην Ιστορία.
Στο αφιέρωμα στη Μικρά Ασία στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» συμμετέχουν οι συγγραφείς:
Αζαριάδης Γρηγόρης, Αφεντουλίδου Αννα, Γιαννέλης-Θεοδοσιάδης Γιάννης, Γκόζης Γιώργος, Γκουρογιάννης Βασίλης, Δρακονταειδής Φίλιππος, Ζήρας Αλέξης, Θεοχάρης Γιώργος, Ιντζέμπελης Ελπιδοφόρος, Καριζώνη Κατερίνα, Λαμπαρδής Πασχάλης, Λεονταρίτης Γιώργος, Μαραγκοζάκη Σωτηρία, Μαυρουδής Ευάγγελος, Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη, Μπανά Γ. Πολύμνια, Μπλάνας Γιώργος, Μπούρας Κωνσταντίνος, Παπαθανασόπουλος Γιώργος, Πατσώνης Γιάννης, Λιάνα Σακελλίου, Σαραντίτη Ελένη, Αντώνης Νικολόπουλος (Σουλούπ), Στοφόρος Κώστας, Τζανακάρης Βασίλης, Τσοκώνα Ιώ.
Ελένη Σαραντίτη συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός
Ο Λόγος της Μαργίτσας
Αφιερωμένο στη Μαργίτσα Χάδιαρη και στη Νεάπολη
«Μετά χαράς, καρδούλα μου, πως μου κάνεις δώρο μου ’ρχεται. Ναι. Α, ψυχή μου, η μνήμη – το δώρο το μεγαλύτερο. Το χάιδι το πιο τρυφερό είναι. Είτε σκληρή και γεμάτη καημούς είναι αυτή είτε πνιγμένη στη χαρά. Δίχως αυτή δεν θα γνωρίζαμε, δεν θα αγαπούσαμε, δεν θα παλεύαμε, δεν θα αγωνιζόμαστε τον αγώνα τον καλό. Τι κι αν -το πλείστον- περισσεύουν οι στεναγμοί από καυτές πληγές όταν αναπολείς; Ο πόνος για του Θεού τα πλάσματα γίνηκε, όπως και η χαρά. Και ξέρεις κάτι; Ο πόνος είναι που κάνει τον άνθρωπο σοφότερο και άξιο να εκτιμήσει τη χαρά, να την υποδεχτεί με μεγαλύτερο σέβας και απόλαυση.
Το λοιπόν, ελόγου μου θα ανακαλώ, θα λέγω, κι εσύ θα μ’ ακροάζεσαι. Δεν θα σου πλαντάξω την καρδούλα, μη σκιάζεσαι, προτιμότερο να σου μιλήσω για μουσικές αγαπημένες και αγάπης καρδιοχτύπια που πάντα συντρόφεψαν τον άνθρωπο και του παραστάθηκαν στον επίγειο βίο. Τα πάθη τα ασήκωτα τα φανέρωσαν άλλοι. Ο καθείς με τον τρόπο του και με το φορτίο του, βέβαια, και με το “αχ” του συγκλονισμού και του χαμού. Και με το σφαδασμό του πένθους και του ξεριζωμού. Αλλωστε, χαρά μου, σαν πώς θαρρείς ότι βαδίζει ο άνθρωπος από γενέσεως; Μεριά στους θεοσκότεινους, μεριά στους ηλιόλουστους δρόμους.
Και έτσι που λες, πουλί μου, και όχι πως θα το καυχηθώ, αλλά του αείμνηστου κυρ-Δημητράκη, του θαλερού πατέρα μου, οι γνώσεις στη μουσική και η προσκόλληση σ’ αυτή, η τρέλα για να μιλήσω στα ίσα, ήταν έξω και πέρα από κάθε μέτρο. Γι’ αυτή γεννήθηκε, αυτή τον συντρόφεψε στα του βίου του, αυτή και τον συνόδεψε την ύστατη εδώ χάμω την ώρα. Ναι, αγάπη μου, με τραγούδια τον αποχαιρετήσαμε. Πώς αλλιώς; Αχ!!! Θα αγαλλίαζε το όλον του. Θα ευφραινόταν η ψυχούλα του. Κι εγώ, την ώρα εκείνη, μια τέρψη αισθανόμουν μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Τέρψη και μαζί θλίψη. Ξέρεις, καλό μου, χαρμολύπη το είπαν αυτό οι παλιοί. Η χαρά γιατί -σίγουρα- θα είχε ενώσει τη θεσπέσια φωνή του με τις αδέξιες δικές μας και θα απολάμβανε τις στιγμές, και η λύπη γιατί τον ήθελα κοντά μου ακόμη, πρόσχαρο, καλοσυνάτο, ακμαίο και αηδονόλαλο. Α, ναι, απαραιτήτως και με το μαντολίνο του, που δεν το αποχωριζόταν, προπαντός το δειλινό, ώρα που ξεφορτωνόταν δέρματα και φαλτσέτες, καλαπόδια και χνάρια, ώρα που τα πουλιά πετούν για τις φωλιές τους, τότε και άνοιγε το στόμα και την καρδιά του σκορπώντας ρίγη στη γειτονιά. Τότε και έπιανε τρυφερά, χαϊδευτικά το μαντολίνο του: το χεράκι του το τρίτο! Ούτε ο βιρτουόζος Ιταλός μαντολίστας του 1800, ο Bortolazzi με τ’ όνομα να ήταν. Βλέπεις ο πατέρας μας είχε τοποθετήσει την καρδούλα του στο μαντολίνο. Την καρδιά του τη μαλαματένια!
Με τη βελόνα του πικάπ: Κύκλοι τραγουδιών της Λίνας Νικολακοπούλου στο Major Seven
Και τι δεν του τραγουδήσαμε, θυμάμαι. Του τόπου του τού αλησμόνητου τραγούδια. Αρχίσαμε με την “Αλατσατιανή”. Τι τραγούδι! Ακουστά θα το ’χεις, έτσι; Ετούτο έγινε και στα μέρη μας πασίγνωστο με τη φωνή της Ζαφείρως της Χατζηφωτίου. Και η Δόμνα Σαμίου στιβαρά και επιβλητικά το ερμήνευσε. Καθώς και η Τζοανάκη. Αυτή κι αν το τραγούδαγε! Δάκρυζες στο άκουσμα της φωνής της. Α, ναι. Είχανε και την αβάντα των στίχων, βλέπεις. Ορίστε πώς πάνε μερικοί από αυτούς, εσένα θα σου αρέσουν, το ξέρω. Μα πριν, να σε πληροφορήσω ότι τα Αλάτσατα είναι πόλη της Μικράς Ασίας, στη Χερσόνησο της Ερυθραίας. Την είχαν ιδρύσει στα μέσα του 16ου αιώνα Eλληνες μετανάστες. Μανιάτες. Τους βάραινε βασανιστικά ο τουρκικός ζυγός. Ωραία πόλη έχτισαν. Και η θάλασσά της, να την πιείς στο ποτήρι. Εξάλλου το όνομα της το έδωσαν από το αλάτι που υπάρχει άφθονο, και μάλιστα το εμπορεύονταν. Α, προχώρησε και σε εξαγωγή σταφίδας. Και άκου, μέχρι το συφοριασμένο ’22 τα Αλάτσατα είχαν μονάχα ελληνικό πληθυσμό. Χριστιανό oρθόδοξο. Με δεσμούς γερούς, με πρόοδο, χορούς, μουσικές. Τέτοια. Ας είναι. Που λες, ξεκινήσαμε να του τραγουδάμε την “Αλατσατιανή”, λόγια όμορφα, γλυκά και παθιασμένα, αγάπης λόγια:
Στ’ Αλάτσατα στην Παναγιά,
στ’ αγιόδημ’ από πίσω, Αλατσατιανή,
στ’ αγιόδημ’ από πίσω, Πανωχωριανή.
Eχω φυτέψει λεμονιά,
και πάω να την ποτίσω, Αλατσατιανή,
σεργιάνα στο μπαξέ σου, Πανωχωριανή.
Aϊντε, άιντε γκιντελίμ, Αλατσατιανή,
θα σε κλέψω, δε σ’ αφήνω, Πανωχωριανή…
Στ’ Αλάτσατα είν’ ένα βουνό,
Καρανταή το λένε, Αλατσατιανή,
που παν’ οι Αλατσατιανές
και τον καημό τους λένε, Αλατσατιανή.
Τι να την κάνω τη ζωή,
αν είναι κι άλλη τόση, Αλατσατιανή,
σαν σε δω στο σταυροδρόμι, Πανωχωριανή,
τρέμω σαν το χελιδόνι, Κατωχωριανή…
Χορεύεται αντικριστά. καρσιλαμάς σα να λέμε. Από την τουρκική λέξη “καρσί”, που σημαίνει αντίκρυ. Αν και χορεύεται και σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, νησιωτικές το πλείστον, γνωστός και σαν αντικριστός χορός.
Το λοιπόν έπειτα, έπειτα γειτονοπούλα μου καλή, οπού ’χεις το όνομα το αγαπημένο της μάνας μου, της ανοιχτομάτας και αεικίνητος Ελένης, συνεχίσαμε με τη “Γιωργίτσα”. Να σε πληροφορήσω ότι η Δόμνα Σαμίου το τραγούδησε αφού το άκουσε το πρώτον από την Κλεονίκη Τζοανάκη. Αργότερα το τραγούδησαν και ντουέτο. Καρσιλαμάς. Αργός. Από τα Αλάτσατα κι ετούτο. Και η Γλυκερία το ερμήνευσε και η Φωτεινή Βουτυρά. Η δε φωνή της Γιασεμής Σαραγούδα, χίλια κρύσταλλα. Και βάλε. Τραγούδι γλυκό, ήμερο. Aκου λόγια:
Εγώ ’λεγα να σ’ αγαπώ, Γιωργίτσα μου, κανείς να μην το ξέρει,
τώρα το μάθαν οι δικοί, Γιωργίτσα μου, το μάθανε κι οι ξένοι.
Eλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με,
άνοιξε τις δυο αγκάλες, μέσα βάλε με.
Το γιασεμί στην πόρτα σου, Γιωργίτσα μου, άνοιξε και θα δέσει,
τ’ αγγελικό σου το κορμί, Γιωργίτσα μου, στα χέρια μου θα πέσει…
Αυτά, καμάρι μου. Δεν κλαίγαμε. Α, μπα! Με τραγούδια μας υποδεχόταν ο πατέρας, με τραγούδια της πατρίδας του της χαμένης, μα αλησμόνητης τον αποχαιρετούσαμε τώρα εμείς. Eπεφτε σιγανά το λυκόφως. Aνοιξη προχωρημένη και τα χελιδόνια δοκίμαζαν τα τελευταία πετάγματά τους. Μπορεί, τρελαμένα και από τον τόσο κόσμο που τραγουδούσε σε χώρο που συνήθως κλαίνε, δεν απομακρύνονταν. Εκείνα πετούσαν πρόσχαρα και εμείς τραγουδούσαμε. Οι πασχαλιές μοσχοβολούσαν. Το ελάχιστο, μα πιο ωραίο που του προσφέραμε. Η θλίψη και τα δάκρυα μας επισκέφτηκαν νύχτα, στο σπίτι…
Το Αϊβαλί (τουρκικά Ayvalik), ο γενέθλιος τόπος του πατέρα, καλή μου, πόλη ολόλαμπρη. Προοδευμένη. Η ανθρώπινη παρουσία τοποθετείται γύρω στα 1500 π. Χ. Η θάλασσα, βλέπεις. “Κυδωνιές” την ονόμασαν αυτοί που πολύ αργότερα την αποίκησαν, Λέσβιοι από τα αντικρινά παράλια. Τέλη του 16ου αιώνα ιδρύθηκε ο σύγχρονος οικισμός και με τον καιρό έφτασε στα χέρια τους να γίνει το δεύτερο, μετά τη Σμύρνη, κέντρο του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ωστόσο, το 1821 οι Τούρκοι την πυρπόλησαν, μα ευτυχώς, μετά από λίγα χρόνια, η ωραία πόλη ξαναχτίστηκε. Και αγαπήθηκε ξανά. Και πάλι προόδευσε.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε και ανατράφηκε σε καλό σπίτι. Με ηθικές αρχές και ισχυρούς δεσμούς. Τελείωνε το ημιγυμνάσιο, είχε όνειρα, ήδη γνώριζε επαρκώς την τέχνη της υποδηματοποιίας, θητεύσας επιμελώς πλάι στον πατέρα μου, μα με τη φρίκη των γεγονότων που ενέσκηψαν, έσπευσε να καταταγεί εθελοντής. Ωχ, μην τα συζητάμε τώρα. Τα γνωρίζεις εξάλλου. Τ’ Αυγούστου 31 μέχρι τις 4 του γλυκού μήνα Σεπτέμβρη, αρχής γενομένης από την ανατίναξη του Αϊ- Νικόλα, της εκκλησίας των Αρμενίων, όπου είχαν καταφύγει γυναικόπαιδα, η Σμύρνη είχε παραδοθεί στο χαμό. Πες το και ολοκαύτωμα. Ξέρεις, αργότερα ακούστηκε ένα τραγούδι. Μοιρολόι πες καλύτερα:
Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει,
κάηκε κι έγινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι…
Κάηκε το Σταυροδρόμι
κι ο Μπουγιούκ ντερές ακόμη,
Σμύρνη, φτωχομάνα Σμύρνη,
πού ’ναι η ομορφιά σου εκείνη!
Εγώ αρχικώς το άκουσα από τον σπουδαίο Ρούκουνα. Τον λεγόμενο και Σαμιωτάκι, Σαμιώτης γαρ, της βιοπάλης άτομο. Εντεχνο τραγούδι ή παραδοσιακό, θα σε γελάσω. Πάντως η Φωτεινή Σαραγούδα, ο Γιώργος Μπαγιώκης, ο Χρόνης Αηδονίδης το τραγούδησαν με βαθύ, γλυκό καημό.
Ας σταθώ, λοιπόν, στον πατέρα με τους τρεις συστρατιώτες του που βρέθηκαν στο λιμάνι παρασυρμένοι από το ανθρωπομάνι. Και τα τέσσερα φανταράκια, δεκαεννιάχρονα, εικοσάχρονα, σκέφτηκαν κι έπεσαν στη θάλασσα -όπως ο κόσμος όλος γύρω τους-, αν και φαινόταν να λαμπαδιάζει και το κύμα. Ανήκουστη ανθρωποσύναξη, καθώς όλοι, Ελληνες, Αρμένιοι, Κούρδοι, περαστικοί, κάτοικοι προσωρινοί, στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες πλέον χαροκαμένοι, ήλπιζαν ότι κάποιο από τα εμπορικά ή πολεμικά πλοία που είχαν αγκυροβολήσει σε απόσταση θα δεχόταν να τους παραλάβει. Οσοι μπόρεσαν να τα πλησιάσουν γύρισαν σκασμένοι. Μέχρι και καυτό νερό τούς έριξαν για να τους απομακρύνουν. Είχαν, βλέπεις, οι πλοιαρχίες διαταγές από τις κυβερνήσεις τους να μη βοηθήσουν, ώστε να μην παραβιαστεί η ουδετερότητα. Εθελοτυφλούσαν οι πολιτισμένοι λαοί, παιδί μου. Ομως, ο κόσμος όλος, απελπισμένος, μυρμήγκιαζε στην περίφημη προκυμαία Κε. Επρεπε, πάση θυσία, να αποφύγουν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες από τους τσέτες του Κεμάλ Ατατούρκ.
Μες στον πανικό που λες, στην αλλοφροσύνη, στα ουρλιαχτά, τα τέσσερα παλικάρια (με τον πατέρα μου) πλησίασαν ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο και μόλις ο πρώτος νέος της συντροφιάς άπλωσε το χέρι του για βοήθεια, Γάλλος ναύτης έσκυψε μ’ ένα τσεκούρι και του το έκοψε το χέρι το δεξί. “Ωχ, μάνα”, έκανε το παιδί, ξέπνοο πια. Τότε, λοιπόν, ο πατέρας είχε τη φαεινή ιδέα να ψάλλει τον εθνικό ύμνο των Γάλλων, τον οποίο γνώριζε καλά, και -ω, του θαύματος- πολλά χέρια απλώθηκαν σε βοήθεια, ενώ δύο άνδρες κατέβασαν σκάλα. Και όχι μόνο ο γιατρός τους φρόντισε εξαιρετικά τον τραυματία, αλλά και τους βρήκαν μέσο -το ιταλικό ατμόπλοιο “Μπαρλέτα”– και τους προώθησαν και τους τέσσερις στον Πειραιά. Συνταξίδεψαν με άλλους Ελληνες πρόσφυγες. Εμειναν προσωρινά σε αποθήκες πίσω από τον Αγιο Νικόλα. Αλλοι στον περίβολο της εκκλησίας. Με διαφορετικό πλοίο είχαν αποβιβαστεί στον Πειραιά και οι γονείς του πατέρα μου, Ευγένιος και Μαργίτσα, με τα άλλα τους παιδιά, έξι τον αριθμό! Σε λίγο κατευθύνθηκαν, ατμοπλοϊκώς, για Γύθειο. Αλλού έφτασαν όμως…
Ο πατέρας μου δεν άργησε να βρει δουλειά. Δίδαξε στα προσφυγόπουλα που είχαν απαγκιάσει στο Ορφανοτροφείο του Πειραιά ό,τι γνώριζε και ό,τι πολύ αγαπούσε: την τέχνη του υποδηματοποιού! Στο μεταξύ επισκεπτόταν τις αρμόδιες υπηρεσίες αναζητώντας την οικογένειά του…
Ο τόπος που τους έστελναν ήταν το Γύθειο, πόλη αρχοντική, αστική, όμως πιάνοντας σκάλα το καράβι στη Νεάπολη πρώτα, μπήκε για έλεγχο ο καθηγητής Μαθηματικών κύριος Σωτηριανός. Είδε την οικογένεια, την εκτίμησε και κανόνισε ώστε η οικογένεια Συμβώνη και μερικές άλλες καλοβαλμένες οικογένειες να αποβιβαστούν στο λιμάνι της Νεάπολης. Και έτσι έγινε. Και εκεί τους βρήκε και τους σφιχταγκάλιασε δακρυσμένος ο γιος τους και πατέρας μου, Δημήτρης. Να ’βλεπες κλάμα από ευτυχία! Γονείς, τρία κορίτσια, τέσσερα αρσενικά ανέβηκαν στα ουράνια. Και εκεί κατοίκησαν για χρόνους πολλούς.
Ο παππούς Ευγένιος ήταν, όπως προηγουμένως ανέφερα, υποδηματοποιός. Εμπειρος και μερακλής. Μιλούσαν στα χέρια του τα παπούτσια που μαστόρευε. Να πω που “φιλοτεχνούσε”; Να το πω. Το λοιπόν με βοηθό του τον πατέρα μου άνοιξαν εργαστήρι και κατάστημα, ουσιαστικώς το πρώτο του είδους στη Νεάπολη, και δούλεψαν με αφοσίωση και συνέπεια. Και όχι μόνο αυτό. Δίδαξαν την τέχνη και σε άλλους Νεαπολίτες και εξωδημότες και άνθησε η τέχνη τους στον τόπο. Ο Γιάννης ο Αρώνης, ο πιο παθιασμένος μαθητευόμενος και καλοσυνάτος άνθρωπος, άνοιξε μεγάλο μαγαζί στην παραλία, αλλά και άλλοι. Αρκετοί. Κατά μήκος της αγοράς θα έβλεπες τότε ελκυστικές βιτρίνες με παπούτσια κομψά, γερά, λιμπιστικά. Η δε γιαγιά Μαργίτσα με τη μεγάλη της κόρη, τη Μαγδαληνή, ασχολήθηκαν επαγγελματικώς με το κέντημα, το οποίο γνώριζαν και αγαπούσαν εξαρχής, και εμπορεύονταν τα έργα τους. Δέχονταν παραγγελίες. Και όχι μόνο. Δίδαξαν και στα κορίτσια της Νεάπολης. Λασέ, κοπανέλι, φριβολιτέ… Η Μαγδαληνή αγαπήθηκε και καλοπαντρεύτηκε. Η Ελπίδα, η δεύτερη, ανέβηκε στην Αθήνα, αγάπησε άντρα Κρητικό, παντρεύτηκε και έκανε καλή ζωή. Και αυτή εργάστηκε. Πλέχτρια προκομμένη. Δύο παιδιά σπούδασε με τα χεράκια της. Δικηγόρος έγινε η τρίτη κόρη, η Ελενίτσα. Αυτή θα τη θυμάσαι, μανούλα μου, πρόσφερε πολλά επί Κατοχής στα συσσίτια. Χάιδευε τα χέρια και τις πληγιασμένες κεφαλές των πεινασμένων. Ο γιος τους, ο Αντώνης, κατατάχθηκε στον Β’ Παγκόσμιο και άφησε τα νεανικά κοκαλάκια του στα βουνά της Αλβανίας. Ο τρίτος γιος, ο Γεώργιος, εγκαταστάθηκε αξιοπρεπώς στη Γαλλία, πλην νοσταλγούσε την Ελλάδα και τα πρόσωπα τα αγαπημένα, και επέστρεψε. Ο μικρότερος γιος, ο Γιάννης, καλλιτέχνης από παιδί, συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους το ’40 ως σκηνοθέτης. Ηταν δε και διακεκριμένος ζωγράφος. Το καλλιτεχνικό του όνομα ήταν Σ.Υ.Μ.
Τέλος, κυρά μου, και συμπάθα με αν σε κούρασα, η αδελφή της γιαγιάς Μαργίτσας, η Αθηνά, ήρθε αργότερα στην Ελλάδα με τον γιο της ο οποίος άνοιξε το πρώτο ζαχαροπλαστείο στην ωραία μας πόλη, τη Νεάπολη, που και αυτή, όπως όλη η Ελλάδα, τελικώς στάθηκε σαν μάνα για τους εκπατρισμένους, τους αναγκαιμένους, τους λυπημένους, τους κουρασμένους. Ηρθαν εδώ φοβισμένοι, διωγμένοι, απογυμνωμένοι, ικέτες στη μητέρα πατρίδα, ζητώντας ασφάλεια, αξιοπρέπεια, στοργή. Σε τόπο πατρογονικό, σχεδόν ανήμπορο. Εφτασαν με την ψυχή στο στόμα. Αλλοι τους αγκάλιασαν και άλλοι τους λοιδόρησαν. Φυσικό ήταν. Η αγάπη ζητά κάποιον καιρό για να ανθήσει. Ανθησε όμως. Ανθησε με τον ήλιο, με το χάδι, με το λόγο τον τρυφερό. Οπωσδήποτε οι Ελληνες της Ιωνίας που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς δεν κόπιασαν πένητες: είχαν πλούτο στο νου, στην καρδιά, στα χέρια. Είχαν εμπειρίες και όνειρα. Μόρφωση. Προοπτικές. Ετσι, λοιπόν, άνθησε η αγάπη. Με το πότισμα της γνώσης, της προκοπής, της γενναιοδωρίας. Ανθησε ωραία και μοσχοβολιστή, Ελένη μου!!!
Και ας μη λησμονήσω: Με την πρώτη φορά που την είδε, την ερωτεύτηκε. Ο πατέρας μου, Δημητράκης Συμβώνης, την Ελενίτσα του. Λαχιώτισσα. Ομορφη και εξελιγμένη. Εργατική. Για χάρη της έπαιρνε, με το σούρουπο, το μαντολίνο, για χάρη της τραγουδούσε. Γέμιζε αγάπης λόγια, εξομολογητικά, η αγορά αντιλαλούσαν οι πλατείες και οι παράδρομοι: Ολοι έμαθαν και μετά τραγούδησαν τα τραγούδια του, της γης που τον γέννησε τα τραγούδια: “Χαρικλάκι”, “Κορδελιό”, “Μπουρνοβαλιά”, “Τι σε μέλει εσένανε από πού ’μαι εγώ”, “Από τα πολλά που μου ’χεις καμωμέν”, “Τα παιδιά της γειτονιάς σου”…
Στο γυρισμό για το σπίτι μας ήμουν γεμάτη χρώματα, γεμάτη τραγούδια και εικόνες. Ζωγραφιές θλίψης και στιγμιότυπα χαράς. Δεν είχα τσέπες για να τοποθετήσω τα υγρά και γυαλιστερά, θαλασσινά πετραδάκια που μου δώρισε η Μαργίτσα και που μοσχοβολούν αγάπη και υπόσχονται ελπίδα. Είχα την καρδιά μου όμως, αυτή δεν λησμονεί».
Ειδήσεις σήμερα