![](https://eleftherostypos.gr/wp-content/uploads/2021/04/Tsakalou.jpg)
Με μακρά πορεία ως ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος, ο Παντελής Μπουκάλας παραμένει πιστός στην ελληνική γλώσσα και τις ρίζες της, ενώ με το έργο του αναδεικνύει την αξία της παράδοσης, τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της δημοτικής. Στη συνέντευξη αυτή μοιράζεται τις σκέψεις του για τη γλώσσα, την ποίηση, τη λογοτεχνία και το μέλλον της ελληνικής ταυτότητας.
- Ποιες είναι οι πρώτες σκέψεις σας όταν μάθατε την απόφαση της επιτροπής για την απονομή του Μεγάλου Βραβείου Γραμμάτων 2024;
Αιφνιδιάστηκα φυσικά. Οταν εκδίδεις ένα βιβλίο, υποθέτεις ή ελπίζεις ότι ίσως συμπεριληφθεί στα αξιόλογα ή τα βραβευτέα. Το Μεγάλο Βραβείο, ωστόσο, αφορά το σύνολο του «χάρτινου» βίου σου και τίποτε δεν προδικάζει την απόφαση της εκάστοτε κριτικής επιτροπής.
Κάθε βραβείο, και πολύ περισσότερο το Μεγάλο, είναι τιμή, αλλά και ευθύνη. Η Πολιτεία αναγνωρίζει τη δουλειά σου κι εσύ οφείλεις να μεταφράσεις την τιμή σε εντολή. Σε εντολή να συνεχίσεις να διακονείς τη γλώσσα και τη σκέψη σου ελεύθερα και αδογμάτιστα, χωρίς καμία εξάρτηση από τους διαβόητους «νόμους της αγοράς». Ας πούμε, να μην «απλουστεύσεις» τη γλώσσα σου, γιατί τάχα «μόνο έτσι θα μπεις στα μπεστ σέλερ». Ο λογοτέχνης έχει ανάγκη για αναγνώστες, προσεκτικούς και επίμονους. Οχι για αγοραστές.
– Από την αρχή της πορείας σας η ελληνική γλώσσα έχει αποτελέσει πυρήνα της δουλειάς σας. Ποια είναι η πιο σημαντική πρόκληση που συναντάτε στην προσπάθεια να διατηρηθεί η γλώσσα ζωντανή και επικοινωνιακή, ειδικά σε μια εποχή όπου φαίνεται να υπερισχύουν άλλες μορφές επικοινωνίας;
Για τον λογοτέχνη, η γλώσσα είναι ταυτόχρονα η πρώτη ύλη, το μέσο και ο σκοπός. Ο μεταφορέας του μηνύματος, μα και το ίδιο το μήνυμα. Οφείλει, λοιπόν, να δοκιμάζει και να δοκιμάζεται, να μελετάει με πάθος τα κείμενα των παλαιοτέρων και των συγχρόνων του. Να μην εφησυχάζει. Να διαγράφει μία, δύο, πέντε φορές ό,τι έγραψε και να ξαναπροσπαθεί.
Η νεοελληνική που μας διδάσκουν τα κείμενα των ποιητών και των πεζογράφων μας, αλλά και τα κάθε είδους επιστημονικά συγγράμματα, είναι μια γλώσσα εξαιρετικά δυναμική και πλούσια, με βάθος και ευρύτητα. Δεν είναι «φτωχό» παρακλάδι της αρχαίας ελληνικής, αλλά ισχυρή δισέγγονή της. Δεν κινδυνεύει, ούτε φυσικά «έχει πεθάνει», όπως με αντιεπιστημονικό στόμφο ισχυρίζονται οι βιαστικοί μοιρολογητές. Βεβαίως, στην κομματική-πολιτική ρητορική αρκετοί κρίσιμοι όροι έχασαν το πραγματικό νόημά τους. Αυτό, όμως, δεν είναι πρωτοφανές. Το κατέγραψε ο Θουκυδίδης ήδη επί «χρυσού αιώνος».
– Η μεταφραστική σας δουλειά με τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι εξαιρετικά σημαντική. Πώς προσεγγίζετε το έργο ενός αρχαίου συγγραφέα και ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε για να αποδώσετε τα νοήματα στη σύγχρονη γλώσσα, διατηρώντας παράλληλα τη σύνδεση με την πρωτότυπη ποιητική αξία;
Θεμελιώδες προαπαιτούμενο στο εγχείρημα της μετάφρασης αρχαιοελληνικών κειμένων είναι ο απόλυτος σεβασμός. Αυτό, βεβαίως, ισχύει σε κάθε μεταφραστική δουλειά. Οταν, όμως, πρόκειται για μεταφορά λόγου από μία φάση της γλώσσας σε επόμενη, ο σεβασμός θα σε προστατέψει από πολλές παγίδες, φανερές και αφανείς. Αλίμονο αν πιστέψεις ότι, επειδή πέρασαν οι αιώνες, αυτά τα αρχαία έργα έχουν γίνει «του χεριού μας», είναι πλέον «βατά». Αν το πιστέψεις, θα καταστραφείς, καταστρέφοντας, όμως, πρώτα το κάλλος και τον νοηματικό πλούτο του πρωτοτύπου.
Επίσης, καταστροφικό είναι να πιστέψεις ότι, επειδή γεννήθηκες στην Ελλάδα, διαθέτεις «γλωσσικά γονίδια» που σου επιτρέπουν να αποδώσεις άκοπα τον αρχαίο λόγο. Πλάνη οικτρά. Η καταγωγή μας δεν μας εξοπλίζει με κάποιον «αυτόματο μεταφραστή», που τάχα κατοικεί στο DNA μας. Οι δημοκόλακες που τα ισχυρίζονται αυτά πιθανόν δεν γνωρίζουν τα παραθετικά τού «καλός» ή τους αρχικούς χρόνους τού «φέρω».
- Η ποιητική σας γραφή έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τις λέξεις και το βάρος τους. Πώς θα χαρακτηρίζατε την ποιητική φωνή σας και ποια θέματα σας απασχολούν περισσότερο στις τελευταίες σας συλλογές;
Στο βιβλίο «Μηλιά μου αμίλητη», έξι αντίθετες φωνές διηγούνται τη δολοφονία μιας γυναίκας από την οικογένειά της στη Μάνη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Το «Ο Χριστός στα χιόνια» είναι μια ξενάγηση στον μαγικό κόσμο του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι. Τα δύο έργα, παραγγελία της μουσικού Δήμητρας Τρυπάνη, παραστάθηκαν στην Εναλλακτική Λυρική και τη Λυρική αντίστοιχα. Νοιάζομαι ιδιαίτερα για τη μουσική των στίχων μου, τον εσώτερο ρυθμό τους, ακόμα κι αν τυπικά είναι «ελεύθεροι». Και διαγράφω συνεχώς έναν παράδοξο κύκλο με δύο κέντρα: τον έρωτα και τον θάνατο.
– Εχετε αναδείξει το δημοτικό τραγούδι μέσα από τα έργα σας. Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την αξία του δημοτικού τραγουδιού σήμερα και ποια η σύνδεσή του με τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα;
Στα τέσσερα, μέχρι στιγμής, δοκιμιακά βιβλία μου για τη δημοτική ποίηση, στις Εκδόσεις Αγρα, μελετώ τη σπαρταριστή γλώσσα της, τον τολμηρό τρόπο που προσεγγίζει τον άγριο και τον ανίερο έρωτα, τις σχέσεις ανάμεσα σε αλλοεθνείς και αλλόπιστους κ.ά. Επονται αρκετοί τόμοι ακόμα.
Τα πολλά νεανικά συγκροτήματα που προσεγγίζουν την παράδοση με σέβας αλλά και τόλμη, τα εξαιρετικά μουσικά σχολεία, τα πανηγύρια με πάνδημη συμμετοχή (αν και εκεί παίζονται και κάμποσα δημοτικοφανή) και διάφορα άλλα στοιχεία με πείθουν ότι η σκυτάλη δεν χάθηκε στη διαδρομή. Η παράδοση δεν είναι το φολκλόρ και οι τουριστικά προσανατολισμένες «αναβιώσεις εθίμων». Είναι η λάμψη στο βλέμμα των μαθητών όταν τους λες, με παραδείγματα, ότι το δημοτικό μας τραγούδι ήταν φιλόξενο και φιλελεύθερο, ανοιχτόμυαλο, ανοιχτόκαρδο και αμερόληπτο. Για παράδειγμα, έχουμε κληρονομήσει πολλά τραγούδια που ιστορούν κάθε λογής γυναικοκτονίες. Πρόκειται για μαρτυρίες ασχεδίαστες και για τούτο εξαιρετικά αποκαλυπτικές.