Οι δυο τους αναζητούν μια ασφαλή τοποθεσία για να θάψουν τα οστά της θείας του Αντώνη, αλλά παράλληλα «τη συντροφιά, την παρέα, αυτή την αδιόρατη δύναμη που σε κάνει να υποφέρεις την καθημερινότητά σου», όπως εύστοχα θέτει ο Γιώργος Γούσης, γνωστός από τη σπουδαία διαδρομή του στα κόμιξ, καθώς μιλάει στον «Ε.Τ.» για τα αυτοσχέδια γυρίσματα της ταινίας εν μέσω καραντίνας.
Τα «Μαγνητικά Πεδία» απέσπασαν έξι βραβεία στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και επτά υποψηφιότητες για τα βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Γιατί ονόμασες την ταινία «Μαγνητικά Πεδία»;
Οσο γυρίζαμε την ταινία, νιώθαμε πως μεταξύ των δύο χαρακτήρων παράγεται μια αδιόρατη δύναμη που τους θέτει σε κίνηση και ταυτόχρονα τους κάνει να θέλουν να μείνουν ο ένας κοντά στον άλλον, να κάνουν συντροφιά. Την έκτη μέρα γυρίσματος είχαμε ένα ατύχημα, απομαγνητίστηκε, μάλλον από την υγρασία, η μαγνητοταινία της miniDV κασέτας και χάσαμε ό,τι υλικό είχαμε κινηματογραφήσει εκείνη την ημέρα. Τότε σκέφτηκα πως το μαγνητικό πεδίο είναι ένας χώρος όπου ασκεί μαγνητικές δυνάμεις σε δύο αντικείμενα με αντίθετα φορτία. Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας κουβαλούν από ένα φορτίο ο καθένας, είναι εντελώς αντίθετοι μεταξύ τους σαν άνθρωποι και ο χώρος που τους ασκούνται αυτές οι δυνάμεις και τους κάνουν να συνεχίζουν μαζί, είναι το νησί στο οποίο εκτυλίσσεται το road trip τους. Ρώτησα την άλλη μέρα τους υπόλοιπους αν τους φαίνεται καλός τίτλος, είπαν όλοι ναι, και έκλεισε.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα πάνω στην οποία βασίστηκες;
Ξεκινήσαμε με τη λογική ότι θα κάνουμε ένα road movie με αφορμή μια γυναίκα που ενώ ταξιδεύει προς κάπου, αλλάζει ξαφνικά την πορεία της, επειδή νιώθει πως έχει φτάσει σε ένα τέλμα και πρέπει να αλλάξει κάτι στη ζωή της. Σιγά σιγά άρχιζαν να εμφανίζονται και τα υπόλοιπα στοιχεία, το αυτοκίνητο, το νησί, ο άνδρας που μεταφέρει μια οστεοθήκη και στο τέλος φτιάξαμε τη σύνοψη της ιστορίας με την οποία πήγαμε στο γύρισμα. Στην πραγματικότητα όμως, αυτή η ταινία έγινε με αφορμή την ανάγκη που ένιωθε όλη η ομάδα για να έρθουμε σε επαφή με την κινηματογραφική πράξη. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το ταξίδι και να ανακαλύψουμε την ταινία όσο θα την γυρίζαμε.
Τι αποκόμισες από την περιπέτεια της δημιουργίας της ταινίας;
Ελπίδα κυρίως, πως όταν υπάρχει ορμή και πάθος, ακόμα και μια μικρή ομάδα ανθρώπων, με τα ελάχιστα μέσα, μπορεί να δημιουργήσει μια ταινία. Κάτι που ώσπου να το επιχειρήσουμε, μου φάνταζε απίθανο και ακατόρθωτο. Το συναίσθημα μοιράσματος που νιώθαμε όσο φτιάχναμε τα «Μαγνητικά Πεδία» ήταν ηδονιστικό και αρκεί για να μας κάνει να θέλουμε να ξαναμπούμε σε τέτοια περιπέτεια.
Τι λείπει από τους δύο ήρωες της ταινίας και το βρίσκουν, ή προσπαθούν να το βρουν, ο ένας στον άλλο;
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Η συντροφιά, η παρέα. Αυτή η αδιόρατη δύναμη που σε κάνει να υποφέρεις την καθημερινότητά σου, όποια κι αν είναι αυτή. Οποιοι και αν είμαστε, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε εύκολα από την καθημερινότητα και τον μικρόκοσμό μας, με αποτέλεσμα όλα αργά ή γρήγορα να γίνονται γύρω μας ανυπόφορα. Πιστεύω πως μόνο μέσα από την επαφή και τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους μπορείς να συνεχίζεις να βρίσκεις χαρά και νόημα, ακόμα και στις πιο ανιαρές στιγμές της ζωής.
Περίμενες τις βραβεύσεις και τα θερμά σχόλια για την ταινία;
Καθόλου, γιατί η ταινία έγινε χωρίς προσδοκίες. Δεν γνωρίζαμε καν ποια θα είναι η έκτασή της, αν θα αντέχει το υλικό να γίνει μια μεγάλου μήκους. Ολο αυτό μπορεί και να μας απελευθέρωσε, αλλά σίγουρα η πορεία της δεν ήταν κομμάτι της φαντασίας μας και μετά την πρώτη αμηχανία που νιώσαμε, μας δίνει μεγάλη χαρά το γεγονός ότι η ταινία έχει φτάσει στις αίθουσες των σινεμά και ότι ο κόσμος μετά τις προβολές μάς λέει πολύ ζεστά λόγια, από την καρδιά τους.
Σε μια εποχή υψηλής ευκρίνειας και καθαρότητας γυρίζεις μια ταινία με κόκκο και λιγοστά μέσα από όσο μπορώ να καταλάβω. Πώς το αποφάσισες αυτό; Φοβήθηκες μήπως μέρος του κοινού την απορρίψει για τις τεχνικές της ιδιαιτερότητες;
Δεν είχαμε τα χρήματα που θα μας εξασφάλιζαν σύγχρονες κάμερες και εξοπλισμό, συν το ανθρώπινο δυναμικό που έχουν ανάγκη αυτές, οπότε ψάξαμε να βρούμε ένα αισθητικό αποτέλεσμα που να μας ικανοποιεί και να ταιριάζει στην ιστορία που θέλαμε να αφηγηθούμε σε πιο φτηνές λύσεις, όπως η MiniDV κάμερα που χρησιμοποιήσαμε τελικά. Υπήρχε πάντα ως ερώτηση στο μυαλό μας πώς θα φανεί σε έναν σύγχρονο θεατή αυτό το αποτέλεσμα και αν θα τον ξενίσει, αν θα τον αποθαρρύνει ή θα το θεωρήσει ρετρολαγνεία, αλλά εμείς θεωρούσαμε πως βοηθάει την ιστορία μας, οπότε δουλέψαμε με αυτό. Τελικά, νομίζω πως επειδή το αποτέλεσμα δημιούργησε ένα ιδιαίτερο κόσμο για την ταινία, οι θεατές το δέχονται χωρίς σχόλια.
Γιατί επέλεξες την Κεφαλονιά; Πώς τα βρήκατε όλα αυτά τα μέρη για να κάνετε γυρίσματα;
Είχαμε κάνει ένα ταξίδι εκεί για διακοπές με τον διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας, τον Γιώργο Κουτσαλιάρη, μας άρεσε πολύ το φυσικό τοπίο και συζητούσαμε πόσο πολύ ταιριάζει και εξυπηρετεί για ένα road movie. Επίσης στην Κεφαλονιά υπάρχει ο σκηνοθέτης Μαρίνος Σκλαβουνάκης, που είχε το ρόλο του διευθυντή παραγωγής στα «Μαγνητικά Πεδία» και ξέραμε πως με το ελάχιστο budget που είχαμε, η βοήθειά του και οι διασυνδέσεις του στο νησί θα ήταν ζωτικής σημασίας. Ο Μαρίνος αγαπάει πολύ τον τόπο του και τον ξέρει πολύ καλά, οπότε μας έδειξε πολλά αγαπημένα του σημεία της Κεφαλλονιάς με κινηματογραφικό ενδιαφέρον και επίσης κάναμε και εμείς ένα ταξίδι πριν την ταινία για να εντοπίσουμε και άλλα.
Ποιο σινεμά σου αρέσει να βλέπεις; Ποιες είναι οι αναφορές σου;
Μ’ αρέσει να βλέπω ταινίες που οι δημιουργοί τους έχουν την πρόθεση να εκτεθούν, να πάρουν ρίσκα, να παίξουν και να αλληλεπιδράσουν με τον θεατή, ώστε να τον ξεναγήσουν σε κόσμους και καταστάσεις που καθρεφτίζουν περισσότερες από μία εκφάνσεις της ζωής ή σίγουρα όχι τις προφανείς. Οταν μια ταινία έχει από πίσω σκέψη ή καρδιά, με γοητεύει πάντα. Αντιθέτως, οι ταινίες που γίνονται με ναρκισσισμό ή διδακτισμό, ασφάλεια και πρόθεση τεχνικής επίδειξης, που οι δημιουργοί νιώθουν πως απευθύνονται στο κοινό από μια υψηλότερη θέση από αυτούς και ότι αν κάποιος από τους δύο πρέπει να κάνει τον κόπο να καταλάβει τον άλλον είναι το κοινό αυτούς, και όχι το ανάποδο, τότε αυτό είναι το σινεμά που δεν απολαμβάνω καθόλου.
Με ποια συναισθήματα και σκέψεις θα ευχόσουν να βγει ο κόσμος από τις αίθουσες αφού δει τα «Μαγνητικά Πεδία»;
Θα ήταν πολύ κολακευτικό για εμάς, αν όταν επιστρέψει σπίτι του ο θεατής και ξαπλώσει στο κρεβάτι του, έχει την ταινία στο μυαλό του ακόμα και νιώθει ένα αντίστοιχο συναίσθημα με αυτό που νιώθεις όταν ξαπλώνεις ξανά στο κρεβάτι σου μετά από ένα μεγάλο και όμορφο ταξίδι που έκανες.
Τι σου προσφέρει η δημιουργία μιας ταινίας που ενδεχομένως να είναι ισχυρότερο από την επιθυμία σου να δημιουργήσεις ένα κόμικ; Το επόμενο βήμα θα είναι πάλι κινηματογραφικό;
Η διαφορά είναι ότι στις ταινίες έχεις περισσότερα προβλήματα, ενώ στα κόμικ μπορείς να ζωγραφίσεις ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι, χωρίς περιορισμούς από την πραγματικότητα ή από τα χρήματα. Αυτά τα προβλήματα, ταυτόχρονα σημαίνουν και μεγαλύτερη περιπέτεια για να τα λύσεις, αλλά και επικοινωνία, συνεργασία, δοτικότητα, θυσίες κ.ά. Αυτή τη στιγμή της ζωής μου, όλα αυτά τα στοιχεία με γοητεύουν και με κινητοποιούν, αλλά δεν αποκλείεται να επιστρέψω και στο σχεδιαστήριό μου. Είναι πάντα μια επιλογή. Δεν ξέρω ακόμα ποιο θα είναι το επόμενο βήμα, είμαι σε μια φάση που εξερευνώ διάφορα πρότζεκτ και περιμένω να δω πού θα κάτσει η μπίλια.
«Μαγνητικά Πεδία»
Πρεμιέρα: 19/5
Σκηνοθεσία: Γιώργος Γούσης
Πρωταγωνιστούν: Ελενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος
Ειδήσεις σήμερα
Ιράν: Η κατάληψη των ελληνικών πετρελαιοφόρων στον διεθνή Τύπο – Τι αναφέρουν τα τουρκικά Μέσα
Ανησυχία της ΕΛ.ΑΣ. για μπαράζ επιθέσεων από αντιεξουσιαστές
Φοιτητικά ενοίκια έως 300 ευρώ – Σε ποιες περιοχές υπάρχουν ευκαιρίες