Εδώ και μερικούς μήνες κυκλοφορεί ένα βιβλίο κάπως διαφορετικό. Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Πατρίδα χώρα ξένη» του Μιλτιάδη Σαλβαρλή (εκδόσεις Μετρονόμος) που καλύπτει μία περίοδο από το 1914 έως το 1985 και ακολουθεί δύο οικογένειες Μικρασιατών στην πορεία τους προς μια καινούργια ζωή στη νέα τους πλέον πατρίδα, την Ελλάδα. Συζητάμε με τον συγγραφέα.
– Στα εισαγωγικά κείμενα του βιβλίου σας αναφέρεται ότι είστε παιδί Μικρασιατών. Μιλάμε επομένως για ένα έργο αυτοβιογραφικό;
Μ.Σ. Δεν θα το χαρακτήριζα αυτοβιογραφικό. Θα έλεγα ότι με αφετηρία τις προσωπικές μου εμπειρίες δημιούργησα καταστάσεις και έπλασα χαρακτήρες. Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, συνοικία προσφύγων. Γονείς, συγγενείς, φίλοι, όλοι οι γύρω μου δηλαδή ήταν ως επί το πλείστον Μικρασιάτες. Ωστόσο εγώ άρχισα να κατανοώ πράγματα από τη δεκαετία του ’60 και μετά, όταν όλοι ήταν ήδη «φτασμένοι», με τις δουλειές, τον κύκλο τους, τα παιδιά τους. Το πώς έστησαν απ’ την αρχή αυτή την καινούργια ζωή ήταν μια πρόκληση να το ψάξω και να το μετατρέψω σε μυθοπλασία.
– Θα είχαν πολλές ιστορίες να διηγηθούν, φαντάζομαι.
Μ.Σ. Ακριβώς το αντίθετο. Καμία ιστορία. Δεν μιλούσαν ποτέ για αυτά που έζησαν με τον ερχομό τους εδώ στην Ελλάδα. Μιλούσαν με νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες, έλεγαν για τα σπίτια και τα κτήματα που άφησαν πίσω, για την εύφορη γη, για τα στάχυα που ήταν, λέει, ίσαμε το μπόι του ανθρώπου, μα για τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα δεν έλεγαν κουβέντα. Το «γιατί» το κατάλαβα, όταν βρήκα άρθρα από εφημερίδες της εποχής κι όταν διάβασα μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στο πετσί τους τη συμπεριφορά των Ελλαδιτών. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μιλάμε για αβυσσαλέο μίσος προς τους πρόσφυγες που ήρθαν από τη Μικρασία και από τον Πόντο. Από συλλαλητήρια, βρισιές και άρνηση να τους δώσουν έστω κι ένα ποτήρι νερό μέχρι επιδρομές με μαχαίρια και τσεκούρια στους προσφυγικούς καταυλισμούς.
– Ωστόσο το βιβλίο έχει μια ζεστασιά και μια συγκίνηση.
Μ.Σ. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Δεν νομίζω ότι είχε νόημα να περιγράψω την οργή των προσφύγων για την υποδοχή που τους επιφύλαξαν και για το κλίμα που βρήκαν εδώ, μέσα στο οποίο αναγκάστηκαν αρχικά να ζήσουν. Σαφώς αναφέρω ορισμένες κραυγαλέες περιπτώσεις μένους εναντίον τους, αλλά προτίμησα να σταθώ στο σθένος, στην ευστροφία, στην εργατικότητά τους, να φιλοτεχνήσω, εν ολίγοις, ένα πορτρέτο τους όσο πιο πιστά μπορούσα. Οι Μικρασιάτες δεν ήταν κάτι διαφορετικό. Ήταν αστοί και είχαν όλες τις αρετές και όλα τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης. Αυτό που τους ξεχώριζε ήταν η μόρφωση και κατ’ επέκταση το πνευματικό και το πολιτιστικό τους επίπεδο. Σκεφτείτε ότι μιλούσαν ξένες γλώσσες και ότι νέες γυναίκες είχαν τα προσόντα να εργάζονται σε τράπεζες ή σε δημόσιους οργανισμούς.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
– Μιλάτε με πολλή αγάπη.
Μ.Σ. Ναι γιατί δεν τους άξιζαν αυτά που πέρασαν, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Στην πορεία, βεβαίως, οι «τουρκόσποροι» και οι «σκατο-ογλούδες», όπως τους αποκαλούσαν, πήραν με τον τρόπο τους το αίμα τους πίσω. Διαπρέψανε σε όποιον τομέα κι αν δραστηριοποιήθηκαν.
– Από τους πολλούς χαρακτήρες που περιβάλλουν τους δύο κεντρικούς ήρωες μου έκανε εντύπωση η θεία Νιόβη και η συγκλονιστική σκηνή στην παραλία, όταν επισκέπτεται έπειτα από πολλά χρόνια την πατρίδα που άφησε. Είναι υπαρκτό πρόσωπο;
Μ.Σ. Η θεία Νιόβη είναι εντελώς φανταστικό πρόσωπο. Ήθελα να είναι ένα σύμβολο κατά κάποιον τρόπο. Να είναι η γυναίκα που γλίτωσε στο παρά πέντε τη σφαγή, έχασε τα πάντα, έθαψε βαθιά μέσα της την οδύνη και τις ενοχές και στάθηκε ξανά στα πόδια της μέσα από αναγκαίους συμβιβασμούς. Είναι εκείνη που λέει δυνατά αυτό που πιθανόν σκέφτηκαν οι πιο πολλοί από τους Μικρασιάτες, όταν σήκωσαν τα μανίκια και ρίχτηκαν στη δουλειά: «Κάποια στιγμή πρέπει να αφήνουμε πίσω αυτά που μας πλακώνουν. Να μην τα ξεχνάμε· απλώς να τα αφήνουμε πίσω μας και να προχωράμε».
– Πέρα από τα ιστορικά γεγονότα, το βιβλίο σας έχει πολλές λεπτομέρειες από το παρελθόν. Υπάρχουν αναφορές στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης την περίοδο του μεσοπολέμου, στο εβραϊκό νοσοκομείο, στα τραμ, στις πρώτες κυλιόμενες σκάλες της Ομόνοιας… Πόσο καιρό σας πήρε η έρευνα και η συγγραφή;
Μ.Σ. Περίπου δύο χρόνια. Έρευνα και συγγραφή προχωρούσαν παράλληλα κεφάλαιο το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, έβρισκα πληροφορίες για το εβραϊκό νοσοκομείο Χιρς της Θεσσαλονίκης κι έγραφα ένα σκαρίφημα της παραγράφου στην οποία είχα σκοπό να το συμπεριλάβω. Σε άλλες περιπτώσεις έπεφτα τυχαία πάνω στην πληροφορία, όπως αυτή για την αθηναϊκή εφημερίδα που ζητούσε να φορέσουν στους πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια. Το φαντάζεστε; Να φοράνε κίτρινα περιβραχιόνια, ώστε να τους εντοπίζει ο κόσμος και να τους αποφεύγει. Εξυπακούεται ότι τα κεφάλαια στα οποία αφιέρωσα πάρα πολύ χρόνο ήταν εκείνα πριν από τη δεκαετία του ’70. Δεν το μετάνιωσα, έμαθα πράγματα. Έμαθα λόγου χάρη ότι τα καλλυντικά Ελίζαμπεθ Άρντεν είχαν περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1931! Ίσως κάποιος να το θεωρήσει άχρηστη πληροφορία. Κι όμως. Αυτές οι μικρές, «άχρηστες» πληροφορίες είναι που δίνουν ζωντάνια και ρεαλισμό σε ένα μυθιστόρημα.
– Κλείνοντας, θα ήθελα να επιστρέψω στην αρχική ερώτηση. Εξαιρώντας τα ιστορικά γεγονότα, όλοι αυτοί οι ήρωες, οι καταστάσεις, οι τοποθεσίες, οι λεπτομέρειες προδίδουν πράγματα που γνωρίζετε ή μάθατε από πρώτο χέρι. Κάνω λάθος;
Μ.Σ. Όσοι γράφουν, ανατρέχουν σχεδόν πάντα σε προσωπικά βιώματα ή εμπειρίες. Δανείζονται, αποτυπώνουν ή ακόμα και διαστρεβλώνουν. Δεν αρνούμαι ότι επιστράτευσα παιδικές μνήμες από χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, από μπαλ μασκέ τις Απόκριες, από οικογενειακές συγκεντρώσεις σε σπίτια όπου μικροί και μεγάλοι χορεύαμε γιάνκα και μπόσα νόβα. Επίσης δεν μπορώ να αρνηθώ προσωπικές εμπειρίες από τον καιρό που τελείωνα το γυμνάσιο ή ήμουν φοιτητής. Όλα τα υπόλοιπα όμως είναι κατασκευή. Μία κατασκευή που υποκρίνεται το αληθινό, για να καταφέρει να παρασύρει τον αναγνώστη στο παραμύθι της.