Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Στις αυλές της Αθήνας
Ιούνιος, ο μήνας που η Αθήνα παίρνει άλλη αίσθηση, οι άνθρωποι βγαίνουν από τα τσιμεντένια καβούκια τους και κάνουν βόλτες στο κέντρο της πόλης με θέα πάντα κάπου στο βάθος τη φωτισμένη Ακρόπολη. Οι γειτονιές μυρίζουν γιασεμί από τα ελάχιστα δέντρα που υπάρχουν στα πεζοδρόμια, δίνοντας μία ελπίδα ότι αυτή η πόλη δεν έχει χάσει εντελώς τις σχέσεις της με τη φύση και το πράσινο. Περπατώντας στα στενά της πόλης, μπορείς να δεις κάποιες όμορφες παλιές αυλίτσες γεμάτες κόσμο και ν’ ακούσεις γέλια μέχρι αργά το βράδυ, θυμίζοντας τις ιστορίες του πατέρα μου για την παλιά Αθήνα όπου μεγάλωσε. Ο μήνας όμως αυτός σηματοδοτεί και την έναρξη των θερινών σινεμά, που κρύβονται σε κάθε περιοχή αυτής της μεγαλούπολης.
Από μικρή μού άρεσε ο κινηματογράφος ̇ παρόλο που στο χωριό όπου μεγάλωσα δεν υπήρχε ούτε θερινός ούτε χειμερινός κινηματογράφος, ο πατέρας είχε εξασφαλίσει να βιώσουμε αυτό το μεγαλείο από μικρή ηλικία, επισκεπτόμενοι την κοντινότερη επαρχιακή πόλη ή την πρωτεύουσα αρκετά συχνά. Στο ενδιάμεσο διάστημα, οι κινηματογραφικές μας γνώσεις και απολαύσεις καλύπτονταν από τον υπολογιστή του σπιτιού, που μπορεί να μου φέρει εικόνες από τις πρώτες κλασικές ταινίες που χαρακώθηκαν στη μνήμη μου από την εφηβική μου ηλικία.
Η άφιξή μου στην Αθήνα για σπουδές μου άνοιξε κατά πολύ τους ορίζοντές μου, καθώς και τον δρόμο για τις περισσότερες επισκέψεις μου στα σινεμά της πόλης. Δεν λέω, ωραίες και οι αίθουσες με τις γιγαντο-οθόνες τον χειμώνα, αλλά η αίσθηση του θερινού κινηματογράφου είναι εντελώς διαφορετική. Μεγάλες αυλές με τραπεζάκια και καρέκλες, όπου μπορείς να καθίσεις με τη παρέα σου, να πιεις δροσερές μπίρες για να ξεγελάσεις τις υψηλές θερμοκρασίες της πόλης και να συζητήσεις στο τέλος τις εντυπώσεις σου από την ταινία. Η «αυλή» αυτή συνήθως περικυκλώνεται από πράσινο, δέντρα ή θάμνους ανάλογα το σινεμά και τριγύρω, έξω από αυτόν τον επίγειο παράδεισο, φαίνονται οι μεγαλοπρεπείς πολυκατοικίες, τα φώτα των διαμερισμάτων και πού και πού κανένας γείτονας να χαζεύει το σινεμά από το μπαλκόνι του σπιτιού του.
Ενα από αυτά τα βράδια του Ιούνη λοιπόν, έπειτα από μια προβολή στο θερινό σινεμά του Μοσχάτου, κατευθυνόμασταν με την παρέα στον σταθμό του ηλεκτρικού συζητώντας για την ταινία που είχαμε δει. Κυριακή βράδυ, ο συρμός είχε καθυστέρηση δέκα λεπτά, επομένως καθίσαμε στις καρέκλες και συνεχίσαμε την ανάλυση της ταινίας.
«Ουσιαστικά η ταινία δείχνει πως τα διάφορα συναισθήματα του ανθρώπου μπορούν να τον επηρεάσουν στη ζωή και στις πράξεις του», είπε η φίλη μου η Μαρία.
«Αυτό ακριβώς! Οπως τα λες», ακούστηκε μια φωνή στον σταθμό.
Γυρίσαμε όλοι και είδαμε έναν ηλικιωμένο που κουβαλούσε δύο μεγάλες τσάντες μαζί του σαν σακιά.
Στη δισκογραφία, με τον Στέλιο
«Οι ταινίες έχουν να σου πουν πολλά, δεν είναι μόνο για διασκέδαση. Για κάνε λίγο πιο κει να καθίσω στην καρέκλα, παιδί μου», με παρακάλεσε που καθόμουν στην ακριανή καρέκλα.
Κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας και σκεφτήκαμε ότι θα είναι άλλος ένας ηλικιωμένος που θέλει να πει δυο-τρεις κουβέντες μέχρι να έρθει ο ηλεκτρικός. Ωστόσο, ο ιδιαίτερος ξένος συνέχισε:
«Εχετε δει τον “Κύκλο των χαμένων ποιητών;” Συγκινητική ταινία που σε βάζει σε σκέψεις».
«Από τις αγαπημένες μου ταινίες», του απάντησα έκπληκτη.
Υστερα άρχισε να μας προτείνει ένα σωρό παλιές κλασικές ταινίες, άλλες πολύ γνωστές, άλλες πιο ιδιαίτερες, τις οποίες ταυτόχρονα τις ψάχναμε στα κινητά μας και βλέπαμε ότι είχαν πολύ καλές κριτικές. Είχαμε μείνει όλοι άναυδοι. Πώς τις θυμάται όλες αυτές απ’ έξω;
«Από που είστε παιδιά;».
«Από επαρχία, απαντήσαμε όλοι και αρχίσαμε να λέμε τα μέρη από τα οποία ερχόμασταν. «Εσείς;».
«Γέννημα θρέμμα Αθηναίος. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Ταύρο, εδώ δίπλα. Παλιά για να δούμε μία ταινία ψάχναμε στην εφημερίδα τι καινούργιο έπαιζε και πού και πηγαίναμε σινεμά. Καθόμασταν ώρες και αναλύαμε τις ταινίες που βλέπαμε, οι οποίες σου μάθαιναν Ιστορία, γεωγραφία και σε έβαζαν σε σκέψη. Είχαμε τρέλα με τις ταινίες που έβγαιναν στους κινηματογράφους, οι οποίοι γέμιζαν τις αίθουσές τους με κόσμο».
Ενώ τα περιέγραφε, σκεφτόμουν την παλιά Αθήνα, τις ταινίες που έβγαιναν την εποχή που ήταν αυτός νέος, τις συζητήσεις που θα έκανε κι αυτός με τους φίλους του τότε. Ο συρμός έφτασε και μπήκαμε όλοι μέσα. Κάθισε δίπλα μας.
«Η ταφόπλακα του σινεμά ήταν η εμφάνιση της τηλεόρασης. Ολα άλλαξαν από τότε. Σήμερα, ακόμα και η τηλεόραση αρχίζει να χάνει τη λάμψη της λόγω των κινητών».
Στο μεταξύ, μέσα στον συρμό πλέον ήταν αισθητή μια όχι και τόσο ωραία μυρωδιά. Αρχισα να τον παρατηρώ καλύτερα. Ένα παλιό ξεφτισμένο γκρι παντελόνι που στα γόνατα υπήρχαν και κάποιες μικρές τρύπες. Από πάνω φορούσε ένα με δύο πανωφόρια εξίσου παλιά και αρκετά βρόμικα. Οσο για τις σακούλες που είχε μαζί του, ήταν γεμάτες ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης. Ηταν φανερό ότι ήταν άστεγος. Τόση ώρα μιλάγαμε για μία από τις ομορφότερες τέχνες και μας διηγούταν ιστορίες από την Αθήνα που ζούμε κι εμείς τώρα σαν νέοι χωρίς να καταλάβουμε την κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου. Πώς μεγάλωσε, ποια ήταν η ιστορία του, πώς κατέληξε να μην έχει σπίτι και κυρίως την αγάπη του για τον κινηματογράφο, που, παρά τις δυσκολίες που μπορεί να είχε στη ζωή του, δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει.
«Είμαστε στον Ταύρο», ανέφερε μία άλλη φίλη.
«Το ξέρω, απάντησε. Θα πάω μέχρι το τέλος και θα ξαναγυρίσω. Ετσι κάνω».
Επικράτησε σιωπή απ’ όλους μέχρι να κατεβούμε στην επόμενη στάση και να τον καληνυχτίσουμε. Αχ! Αθήνα, με τις ομορφιές σου, τις γειτονιές, τα μνημεία σου και τον αδιανόητα μεγάλο πληθυσμό σου. Πόσες ιστορίες κρύβονται μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια και πόσοι άνθρωποι έχουν αγαπήσει τους θερινούς κινηματογράφους σου;