Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Η πρώτη βόλτα μετά το νοσοκομείο
Κατέβηκε από το ταξί, έκανε δύο βήματα και σταμάτησε. Τα βρεγμένα πεζοδρόμια στη Μητροπόλεως άχνιζαν στο πρωινό φως που έριχνε κλεφτές ριπές στα στενά, νικώντας τις λιγοστές φυλλωσιές και τις πολλές πολυκατοικίες. Πάντα το φως νικά το σκοτάδι. Κι αν σταθείς στο σωστό σημείο θα σε λούσει. Η μέρα προβλεπόταν ζεστή, αλλά δεν την ένοιαζε. Σήμερα γιόρταζε την προσωπική της νίκη. Μπορούσε και πάλι να πάρει τους δρόμους, έτσι, χωρίς πρόγραμμα που λένε, όπως πριν, πριν την…
Τίναξε το χέρι πάνω απ’ το κεφάλι της, για να διώξει τις δυσάρεστες σκέψεις, με κίνδυνο να την πάρουν για τρελή που χειρονομεί μες τους δρόμους. Ούτε αυτό την ένοιαξε. Αρχισε να περπατά με κατεύθυνση τη Μητρόπολη. Ολα τόσο γνώριμα και συνάμα τόσο καινούργια. Τη σταμάτησε ένας οξύς πόνος στον αστράγαλο. Αουτς! Τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια στη Μητροπόλεως εξακολουθούσαν να κόβουν σαν…ξυράφια: το είχε ξεχάσει κλεισμένη τόσους μήνες σε λευκά δωμάτια με θέα τον φωταγωγό. Εβγαλε από την τσάντα της το άρωμά της: θαρρείς και η αποστειρωμένη μυρωδιά των νοσοκομείων είχε ποτίσει το δέρμα της. Ψέκασε τις μίζερες σκέψεις και προχώρησε. Αναζήτησε σημάδια ζωής στα γύρω μπαλκόνια. Πάντα τη γοήτευαν αυτές οι μικρές εξοχές ιδιωτικότητας που ξανοίγονταν θαρρετά στον έξω κόσμο, αυτά τα μικρά βασίλεια της απλώστρας, της σιδερένιας ντουλάπας και του υποτυπώδους «οικοσυστήματος» με γλάστρες και φυτά. Το μπαλκόνι είναι o πραγματικός μας εαυτός, δεν έχει το…τουπέ του σαλονιού. Προγεφύρωμα της επικοινωνίας μας με τον έξω κόσμο, μια θεατρική σκηνή με εμάς πρωταγωνιστές.
Τη γοήτευε το «θέατρο δρόμου» στο κέντρο της Αθήνας. Στη διασταύρωση με την οδό Νίκης μία τσιγγάνα, σέρνοντας το πιτσιρίκι της από το χέρι, τσακωνόταν με μία καλοντυμένη κυρία: ήξερε η κυρία πώς είναι να γεννάς στα δεκατρία μέσα σ’ ένα τσαντίρι; Προσπέρασε τον κουλουρτζή, τον λαχειοπώλη και τις βιτρίνες. Ολοι κάτι πουλούσαν, μόνο που εκείνη το μόνο που ήθελε ν’ αγοράσει ήταν χρόνο και όμορφες στιγμές.
Εφτασε στο στέκι της κι έκατσε στο αγαπημένο της τραπεζάκι. Ο χώρος είχε μια αύρα παλιού αστικού καφενείου με στοιχεία από μπιστρό: πράσινες ταπετσαρίες, ξύλινο μπαρ, απλίκες, κεριά και ανθοδέσμες στα μαρμάρινα τραπέζια, βελούδινοι καναπέδες, μωσαϊκά και εντυπωσιακοί πολυέλαιοι. Και πολλά μικρά πιατάκια που έκρυβαν μεγάλες συγκινήσεις.
Παρήγγειλε, όπως πάντα, ελληνικό καφέ με ανθόνερο που κατέφθασε μαζί με μικρά λουκουμάκια από τριαντάφυλλο κι έμεινε να χαζεύει από το παράθυρο την κίνηση στον δρόμο, που όλο και πύκνωνε. Ενιωθε πως στη Μητροπόλεως χτυπούσε η καρδιά της πόλης στο ταξίδι της στον χρόνο. «Οδός Ντέκα» το όνομά της- πριν από την αποπεράτωση του ναού – και πάντα ξεκινούσε από το Σύνταγμα για να φτάσει στο Μοναστηράκι. Κατεδαφίστηκαν 72 εκκλησίες για να χτιστεί από τα υλικά τους. «Το ίδιο κάνουν κι οι άνθρωποι, χτίζουν τα μνημεία της ευτυχίας τους πάνω σε συντρίμμια άλλων», σκέφτηκε πικρόχολα.
Στη γωνία ενός διατηρητέου κτιρίου μία ψαλιδωτή ουρά πρόβαλε από μία χελιδονοφωλιά. Κάπου διάβασε ότι δεκαπέντε είδη πεταλούδας και πάνω από εκατό είδη πουλιών ζουν στο κέντρο της Αθήνας. Αξαφνα ένα σμήνος περιστέρια πέταξε κι έκατσε στο πλακόστρωτο της Μητρόπολης: κανονικοί «αντάρτες πόλεων» αυτά τα πουλιά…
Ηπιε μια ρουφηξιά από τον καφέ της κι άφησε το λουκούμι να λιώνει αργά και ηδονικά στο στόμα της. Την ονειρευόταν αυτή τη στιγμή όταν έδινε τη μάχη της σε κλινικές και θεραπευτήρια και τώρα απολάμβανε το «εδώ και το τώρα», που τόσο περιφρόνησε στη ζωή της. Τότε που ανησυχούσε για το αύριο και θλιβόταν για το χθες, για τις «πιασμένες» θέσεις στα «τραπεζάκια» που θέλησε να καθίσει. Τι ανόητη που ήταν. Γιατί «κολλάμε» στα ρεζερβέ και δεν πάμε παρακάτω; Κάπου μας περιμένει το δικό μας τραπεζάκι για να ξαποστάσουμε, ν’ αφεθούμε και ν’ απολαύσουμε. Γιατί στήνουμε πόλεμο με το μέσα μας σε εποχές ειρηνικές; Δεν ήταν πια διατεθειμένη να συνεχίσει να κυνηγά ανεμόμυλους. Ο φόβος ότι το ταξίδι της μπορεί και να έφτασε στο τέλος του την άλλαξε. Ακουσε το κινητό να χτυπά από το βάθος της τσάντας της. Δεν έκανε τον κόπο ν’ απαντήσει. Οι περισσότεροι νομίζουν πως ξεμπέρδεψαν μ’ ένα μήνυμα ή ένα σύντομο τηλέφωνο. Τις μέρες του νοσοκομείου ένιωθε την αγωνία στη γρήγορη ανάσα τους, να τελειώσουν την υποχρέωση για να συνεχίσουν τη ζωή τους από εκεί που την άφησαν. Μπορεί να έφταιγε κι εκείνη: από μικρή έμαθε να δίνει κι όταν δεν έπαιρνε εφεύρισκε χίλιες δικαιολογίες για τα αδικαιολόγητα. Είχε μάθει να ζει με τα ψίχουλα και κάθε που ερχόταν μια γερή μπουκιά στο πιάτο της κινδύνευε να πνιγεί. Επρεπε να μάθει να τρώει από την αρχή…
Ενα γκρουπ τουριστών στάθηκε στο άγαλμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απέναντι από την είσοδο της Μητρόπολης: new entry του ’90, έργο του Κερκυραίου γλύπτη Σπύρου Γογγάκη. Θα τους ψιθυρίσει άραγε ο «τελευταίος αυτοκράτορας» το μυστικό; «Εκ των έσω» αλώνονται οι πόλεις, με πρώτο αποστάτη τον κακό μας εαυτό.
Από συνήθειο, πήρε να γυρίσει το φλιτζάνι. Αμέσως το μετάνιωσε και το άφησε στο πιατάκι. Είχε μάθει πια να διαβάζει τα σημάδια. Αυτή τη φορά θα χάρασσε την πορεία της χωρίς συμβουλές και περιττά βάρη. Πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκε πάλι στον δρόμο. Ηταν η πρώτη της βόλτα. Αυτή τη φορά, όμως, δεν ξεκινούσε από την αρχή. Είχε για σύμμαχο τις εμπειρίες της. «Τα σκυλιά γαβγίζουν, αλλά το καραβάνι προχωρά». Κάτι ξέρουν οι Αραβες που το λένε…