Καμία αμφιβολία
Οι ελληνικές Αρχές και η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχουν σαφώς καταδείξει τα πραγματικά περιστατικά της αφαίρεσης των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Eλγιν, πριν από 200, περίπου, χρόνια. Ουδείς διατηρεί την παραμικρή αμφιβολία για τα κίνητρα και τις μεθόδους του. Κινούμενος με ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό και αποσκοπώντας στο οικονομικό όφελος, στη δημοσιότητα και την προβολή, ο Eλγιν μετήλθε παράνομα και αθέμιτα μέσα για να διαρπάξει και να εξαγάγει από την Ελλάδα, χωρίς πραγματική νόμιμη άδεια, τα Γλυπτά του Παρθενώνα, μαζί με πλήθος άλλων ελληνικών αρχαιοτήτων, σε μια καταφανή πράξη κατά συρροήν και εξακολούθηση κλοπής. Ο Eλγιν πώλησε τα Γλυπτά -διά της βρετανικής κυβέρνησης- στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο εν γνώσει του αποδέχθηκε τα προϊόντα της κλοπής, αγνοώντας το τεράστιο σκάνδαλο που ξέσπασε τότε στη βρετανική και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Ο αγώνας της Ελλάδας για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, το 1830. Εκτοτε ο αγώνας αυτός υπήρξε συνεχής και αδιάλειπτος. Διεθνοποιήθηκε και τέθηκε σε συστηματική και μαχητική βάση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τη Μελίνα Μερκούρη, με την υποβολή επίσημου αιτήματος προς το Βρετανικό Μουσείο και στην UNESCO.
Η θέση της Ελλάδας απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα ήταν εξαρχής και παραμένει εθνική, ομόφωνη, ομόθυμη, αμετάβλητη και σαφής. Από νομικής πλευράς, η βίαιη και καταστροφική απόσπαση των Γλυπτών από το μνημείο και η απομάκρυνσή τους από το φυσικό και εννοιολογικό τους περιβάλλον αντέβαιναν στους ισχύοντες νόμους, στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και τα χρηστά ήθη της εποχής που συντελέστηκε το γεγονός αυτό.
Σήμερα, εξακολουθεί να αντίκειται στο Εθνικό και το Διεθνές Δίκαιο, στις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις, καθώς και στις κοινώς αποδεκτές αρχές και αντιλήψεις για την προστασία και τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ως εκ τούτου, το ελληνικό κράτος δεν δύναται και δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει στο Βρετανικό Μουσείο οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητος, κατοχής και νομής επί των Γλυπτών. Αντίθετα, το ελληνικό κράτος υποχρεούται συνταγματικά και νομιμοποιείται ηθικά να αξιώνει και να επιδιώκει με κάθε νόμιμο και πρόσφορο μέσο την οριστική, τη μόνιμη και την αμετάκλητη επιστροφή τους προς επανόρθωση του δικαίου και της ηθικής τάξης, αλλά και αποκατάσταση της ακεραιότητας του μνημείου.
Η αξίωση της Ελλάδας για την επιστροφή και την επανένωση των Γλυπτών εδράζεται σε ακλόνητα ιστορικά, επιστημονικά, νομικά και ηθικά επιχειρήματα. Σε αντίθεση με άλλα λεηλατημένα καλλιτεχνικά έργα και μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, που χαρακτηρίζονται από αυτοτελή, αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη από το εκάστοτε φυσικό περιβάλλον υπόσταση, τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν οργανικά και αναπόσπαστα μέρη ενός σύνθετου αρχιτεκτονήματος και καθολικού καλλιτεχνικού δημιουργήματος, τα οποία συναποτελούν με αυτό μια ενιαία και αδιαίρετη φυσική, αισθητική και νοηματική οντότητα. Ως όλον δε, το οικοδόμημα βρίσκεται σε άμεση διαλεκτική σχέση και συνάφεια με τα οικοδομήματα που το περιβάλλουν και που μαζί με αυτό συγκροτούν -στο σύνολό τους- μια αδιάσπαστη ενότητα, η οποία προσδιορίζεται και αναδεικνύεται από τον βράχο και το φυσικό τοπίο της Ακρόπολης των Αθηνών. Η ενότητα αυτή έχει συγκεκριμένο ιδεολογικό και νοηματικό υπόβαθρο και εκπέμπει συγκεκριμένα μηνύματα και συμβολισμούς.
Πέρα από νομικό, επιστημονικό και ηθικό, το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι εξόχως πολιτικό και κυβερνητικό.
Ισχυρισμοί
Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι μόνο αρμόδιο να χειριστεί το ζήτημα είναι το Βρετανικό Μουσείο, μολονότι η πάγια στάση του τελευταίου υπαγορεύεται από την απόφαση του Κοινοβουλίου γνωστή ως «British Museum Act» του 1963.
Τον Σεπτέμβριο 2021, ο ισχυρισμός αυτός καταρρίφθηκε από την ομόφωνη απόφαση της ίδιας Διακυβερνητικής Επιτροπής. Η απόφαση αυτή χαρακτηρίζει την υπόθεση καθαρά διακυβερνητική και την αποδίδει στην αρμοδιότητα της βρετανικής κυβέρνησης, την οποία καλεί να αναθεωρήσει τη στάση της και να προχωρήσει σε καλόπιστο διάλογο με την Ελλάδα επί της νόμιμης και δίκαιης απαίτησης της χώρας μας. Ταυτόχρονα εκφράζει ανησυχία για το γεγονός ότι το ζήτημα παραμένει σε εκκρεμότητα, αλλά και απογοήτευση που οι έως τώρα σχετικές συστάσεις της δεν έχουν εφαρμοστεί. Το ζήτημα ετέθη μετ’ επιτάσεως πρόσφατα και στη Βουλή των Λόρδων, πολλά μέλη της οποίας παραδέχθηκαν ότι η Βρετανία κατέχει τον μεγαλύτερο αριθμό κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών στον κόσμο και επισήμαναν ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον είχε στο παρελθόν αρθρογραφήσει με σθένος υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, καθίσταται σαφές ότι η μέχρι σήμερα πολιτική του Βρετανικού Μουσείου είναι αντιπαραγωγική και μακροπρόθεσμα αδιέξοδη. Παραμένει όλα αυτά τα χρόνια προσκολλημένο με αδιαλλαξία και εμμονή σε μια αναχρονιστική στάση πλήρους άρνησης, ανακυκλώνοντας μυθεύματα, σοφιστείες, ακόμη και ψεύδη, σε μια προσπάθεια να συντηρήσει μια επίφαση νομιμότητας, ηθικής τάξης και δέουσας επιμέλειας γύρω από την κατοχή και τη διαχείριση των Γλυπτών. Η αμηχανία αυτή σχετίζεται, αναμφίβολα, και με το γεγονός ότι οι σύγχρονες μουσειολογικές τάσεις και αντιλήψεις σε παγκόσμιο επίπεδο για τη διαχείριση και την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς θέτουν πλέον υπό ευθεία αμφισβήτηση τα μουσεία παλαιού τύπου, που είχαν ως βασικό συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα και της νοοτροπίας τους την ανταγωνιστική συλλογή και επίδειξη παντός είδους «αποκτημάτων» και «τροπαίων».
Το Βρετανικό Μουσείο οφείλει να δείξει πλέον ότι εξελίσσεται, ότι αφουγκράζεται τους προβληματισμούς και τις απαιτήσεις του παγκόσμιου κοινού, στο οποίο δηλώνει ότι απευθύνεται, και ότι αποσείει από πάνω του τα βαρίδια και τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Η επιστροφή και η αποκατάσταση της ενότητας των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελούν σίγουρα τη μεγαλύτερη και πλέον βαρύνουσα από αυτές τις εκκρεμότητες. Μια εκκρεμότητα ιστορική, πολιτισμική, επιστημονική, αισθητική, πολιτική και ηθική.
Απτές αποδείξεις
Παράλληλα, η Ελληνική Δημοκρατία ενισχύει την επιχειρηματολογία της διεκδίκησής της με απτές αποδείξεις, της ισχυρής της βούλησης και της έμπρακτης δυνατότητας και ικανότητάς της να προστατεύσει, να διατηρήσει, να αναδείξει και να διαχειριστεί με τον βέλτιστο και ενδεδειγμένο επιστημονικά και τεχνικά τρόπο τα Γλυπτά, μόλις αυτά επιστραφούν. Εδώ και δεκαετίες, υλοποιείται ένα υποδειγματικό έργο συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του συνόλου των μνημείων της Ακρόπολης, του Παρθενώνα συμπεριλαμβανομένου. Ιδρύθηκε, το 2021, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Ενα μουσείο αφιερωμένο σε αυτά τα μνημεία, που σχεδιάστηκε, ανεγέρθηκε και εξοπλίστηκε με τις πλέον σύγχρονες προδιαγραφές, προκειμένου να στεγάσει τα Γλυπτά μετά τον επαναπατρισμό τους. Ετσι, κατερρίφθη και το τελευταίο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλες και αντάξιες υποδομές φιλοξενίας. Εχουν ήδη συμπληρωθεί περισσότερα από δέκα χρόνια εξαιρετικά επιτυχημένης λειτουργίας του μουσείου αυτού, που συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα και πλέον αναγνωρίσιμα, δημοφιλή και επισκέψιμα του κόσμου.
Η ελληνική Πολιτεία δηλώνει συνεχώς την ειλικρινή πρόθεσή της να συνδράμει και να συνεργαστεί δημιουργικά με το Βρετανικό Μουσείο, όπως έχει ήδη πράξει και με άλλα μουσεία. Προκειμένου η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα να μη δημιουργήσει κενό στις συλλογές και στο εκθεσιακό του πρόγραμμα, προσφέρει σε αντάλλαγμα περιοδικές εκθέσεις και δάνεια αρχαιοτήτων υψηλού κύρους, καλλιτεχνικής και ιστορικής σπουδαιότητας και αξίας που θα διατηρούν αμείωτο και θα ανανεώνουν το ενδιαφέρον του κοινού.
Σε μια εξαιρετικά ουσιαστική και συμβολική κίνηση, η περιφερειακή κυβέρνηση της Σικελίας αποφάσισε να καταθέσει προς έκθεση με στόχο τον μόνιμο επαναπατρισμό του «Θραύσματος Fagan». Απότμημα της ζωφόρου του Παρθενώνα, που εικονίζει το πόδι της θεάς Αρτέμιδος και φυλασσόταν στο Μουσείο Antonino Salinas του Παλέρμο. Σε αντίδοση η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να στείλει στο Παλέρμο δύο σημαντικές αρχαιότητες του Μουσείου Ακρόπολης. Η πρώτη εξ αυτών, ένας κορμός αγάλματος Αθηνάς, φιλοξενείται ήδη στο Μουσείο Salinas.
Σήμερα, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τις τεράστιες δυνατότητες που παρέχουν πλέον οι τεχνολογίες τρισδιάστατης ψηφιακής σάρωσης και δημιουργίας υπερυψηλής πιστότητας ακριβών αντιγράφων. Το Ινστιτούτο Ψηφιακής Αρχαιολογίας της Βρετανίας έχει ήδη προτείνει τη λύση αυτή για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, την οποία στηρίζουν και οι «Times» ως βέλτιστη για το Βρετανικό Μουσείο, μετά την επιστροφή των πρωτότυπων στην Ελλάδα. Δυστυχώς, το μουσείο επί του παρόντος απαγόρευσε στο Ινστιτούτο να συνεχίσει τις σχετικές δοκιμές που είχε ξεκινήσει σε δείγμα των Γλυπτών.
Βρετανική κοινή γνώμη
Την ετοιμότητα της Ελλάδας για γόνιμη και καλόπιστη συνεργασία με τη βρετανική πλευρά επανέλαβε με σαφήνεια ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στην προ ολίγων μηνών συνάντησή του με τον Βρετανό ομόλογό του, ο οποίος επανέλαβε ότι τα Γλυπτά ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο. Οσο το Βρετανικό Μουσείο εμμένει στην άρνησή του, η Ελλάδα από κοινού με τους διαρκώς αυξανόμενους ανά τον κόσμο υποστηρικτές της θα συνεχίσει να εντείνει την πίεση έως ότου το μουσείο αναγκαστεί να αναθεωρήσει την πολιτική του.
Τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή και εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 60% των Βρετανών τάσσεται υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών στην Ελλάδα. Το ισχυρό αυτό ρεύμα οδηγεί πλέον ακόμη και τα πλέον συντηρητικά βρετανικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να αλλάξουν στάση. Σε κεντρικό άρθρο που έκανε διεθνή αίσθηση, η εφημερίδα «The Times» του Λονδίνου, ένας από τους πλέον ένθερμους πολεμίους της επιστροφής των Γλυπτών στο παρελθόν, δήλωσε πριν από λίγο καιρό ευθέως και επισήμως ότι έπειτα από 50 χρόνια αναθεωρεί τη θέση της και ζητά από τη βρετανική κυβέρνηση να αποδεχτεί την επανένωση των Γλυπτών στην Αθήνα.
Η ελληνική πλευρά, όπως έπραξε τις δύο πρώτες μέρες της 23ης Συνόδου, θα συνεχίσει να αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχουν ο διάλογος και η πολιτιστική διπλωματία με πίστη, καρτερικότητα και υπομονή, αλλά και με ενισχυμένο σθένος, αυτοπεποίθηση και επιμονή, ώσπου να επιτύχει την επανένωση των Γλυπτών στη γενέθλια γη.