Σημαντικές προσωπικότητες της μουσικής, μιλούν στο EleftherosTypos.gr. Η Ναταλία Γερμανού, ο Διονύσης Καστόρας, ο Ποσειδώνας Γιαννόπουλος και ο Monsieur Minimal αφήνουν το δικό τους στίγμα.
«Τη δεκαετία του ’90 με τη μουσική ασχολούντο άνθρωποι που είχαν ταλέντο»
Όπως ανέφερε η Ναταλία Γερμανού, «ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη μουσική τη δεκαετία του ΄90, που σημαίνει ότι η βασικότερη διαφορά που αντιλαμβάνομαι και επισημαίνω είναι ότι όταν ξεκίνησα εγώ να ασχολούμαι με τη μουσική στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση αλλά και ως στιχουργός, ήταν ότι υπήρχε μία τεράστια επιλέκτικότητα. Δηλαδή με το ταργούδι, με τη σύνθεση και γενικά με τη μουσική βιομηχανία ασχολούντο κατά 90% άνθρωποι που είχαν ταλέντο και δικαιούντο να ασχολούνται. Πράγμα το οποίο δε βλέπω να συμβαίνει την τελευταία δεκαετία. Πλεόν χάρη στο Tik Tok και χάρη στο Instagram οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει ένα single, να κάνει κάτι και να κερδίσει τα λίγα λεπτά δημοσιότητας».
Ως προς τη διαχρονικότητα των παλαιότερων τραγουδιών επισημαίνει πως «αυτό οφείλεται στο ότι φτιάχτηκαν από ανθρώπους που ήξεραν να γράψουν μουσική και στίχο και τραγουδήθηκαν από τυραγουδιστές που είχαν πάρα πολύ ωραίες φωνές. Ήταν αυτό που λέμε ωραία τραγούδια. Για μένα η αρχή και το τέλος, το Α και το Ω της επιτυχίας είναι πάντα η διαχρονικότητα ενός πράγματος, δηλαδή κάτι που αντέχει στα χρόνια, αυτό σημαίνει επιτυχημένο».
Στο ποιο είναι το αγαπημένο της τραγούδι αναφέρει: «Έχω πολλά αγαπημένα τραγούδια. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με καλή φωνή λέει ωραία τραγούδια είναι μέσα στη λίστα μου. Μου αρέσουν πολύ φωνές όπως η Χαρούλα, ο Πάριος, αυτοί είναι κλασικοί αγαπημένοι μου. Από την νεότερη γενιά μου αρέσει ο Αντώνης Ρέμος, ο Πλούταρχος, η Βίσση. Από νεότερα παιδιά, μου αρέσει πολύ ο Οικονομόπουλος, ο Χατζηγιάννης. Είναι αρκετοί. Μου αρέσει οποιοσδήποτε άνθρωπος ακούγεται σαν μελωδία η φωνή του στα αυτιά μου και δεν ενοχλεί το τύμπανο του αυτιού μου και αυτά που τραγουδάει με εκφράζουν και μπορώ να τα ακούω και μετά από 2 χρόνια. Για παράδειγμα από τα τραγούδια της Άννας, είναι κάποια όπως το «Δε θέλω να ξέρεις» ή «Τα μαύρα γυαλιά» που γράφτηκαν πριν από 25 χρόνια και ακόμα και τώρα όταν τα ακούω συγκινούμαι. «Ο βυθός» του Μιχάλη Χατζηγιάννη είναι ένα αριστούργημα. Τα παλιότερα τραγούδια του Αντώνη Ρέμου, είναι τραγούδια που τα ακούς ακόμα και τώρα και δεν θα κλείσεις ποτέ το ραδιόφωνο, αντιθέτως θα το δυναμώσεις».
Ερωτηθείσα για τον ρόλο που έπαιξαν οι πλατφόρμες στην πορεία της μουσικής βιομηχανίας, απαντά πως «Οι πλατφόρμες έκαναν καλό αλλά έκαναν και κακό με την έννοια ότι ίσως έκαναν μεγάλη ζημιά στις δισκογραφικές εταιρείες, οι οποίες δεν μπαίνουν πια στον κόπο να κάνουν παραγωγές. Από την άλλη άνοιξαν μία τεράστια βεντάλια επιλογών στον ακροατή. Γιατί εγώ ας πούμε στο Spotify, μπορώ να μπω και να έχω να διαλέξω ανάμεσα σε εκατομμύρια είδη μουσικής και να φτιάξω το δικό μου playlist που να έχει μέσα από Wagner μέχρι Οικονομόπουλο. Είναι ωραίο να έχεις την επιλογή. Από την άλλη όμως η ζημιά που έχουν υποστεί οι εταιρείες έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να πέσει τόσο πολύ η ποιότητα της ελληνικής μουσικής».
Διονύσης Καστόρας: «Ζούμε άγριες εποχές»
Ο Διονύσης Καστόρας, ραδιοφωνικός παραγωγός στον Ελληνικό 93.2 αναφέρει σχετικά
«Η δισκογραφία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τη δισκογραφία που υπήρχε πριν από αρκετές δεκαετίες. Τώρα πια δεν έχουμε δισκογραφία. Σ΄αυτό παίζει ρόλο και η εξέλιξη της τεχνολογίας, το ίντερνετ, και όλα αυτά με τα οποία μπορεί κανείς να έχει άμεση πρόσβαση σε οτιδήποτε καινούργιο κυκλοφορεί. Αυτό έχει αλλάξει πολύ τα δεδομένα και τον τρόπο που ακούμε μουσική. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, αυτό θα το δείξει η ιστορία και το μέλλον. Περνώντας τα χρόνια θα καταλάβουμε τι ήταν καλό και τι κακό όσον αφορά την παραγωγή των τραγουδιών.
Από εκεί και πέρα ό,τι είναι να μείνει θα μείνει όπως συνέβη και τα προηγούμενα χρόνια. Τραγούδια που γράφτηκαν μπορεί όταν κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά πριν 20 και 30 χρόνια να μην έκαναν καμία επιτυχία, να μην είχαν περάσει καθόλου στον κόσμο αλλά με το πέρασμα των χρόνων η αξία που είχαν αποδείχτηκε πολύ σημαντική και πολύ μεγάλη για να τα κρατήσει και να τα ακούμε τώρα στις μέρες μας. Σ΄ αυτό παίζουν ρόλο πολλά πράγματα, το όνομα που υπογράφει το κάθε τραγούδι. Αν έχει τραγούδια που έχουν αγγίξει τον κόσμο κάποιος θα ψάξει να βρει αυτούς τους τραγουδιστές και τους στιχουργούς. Νομίζω το ίδιο θα συμβεί και στο μέλλον. Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει η μουσική που ακούν σήμερα οι νέοι, ακόμα και οι στίχοι να είναι πολύ τολμηροί, όπως συμβαίνει τώρα με το κύμα της τραπ. Η ροκ ή η πανκ ροκ παλιά, και πολλά άλλα είδη μουσικής, στους παλιούς φάνταζαν λίγο διαφορετικά και αυτό το διαφορετικό ήταν ίσως που ενοχλούσε. Δεν σημαίνει ότι όλα ήταν καλά και όλα τα τραγούδια ήταν άριστα ή θα είχαν μια διαχρονικότητα. Νομίζω ότι κάθε εποχή ανάλογα με το πως εξελίσσονται οι καταστάσεις, πολιτικές και οικονομικές, ανάλογα το τι συμβαίνει σε έναν ολόκληρο πλανήτη, επηρεάζει τη γέννηση της μουσικής και των τραγουδιών.
Ζούμε άγριες εποχές, δεν είμαστε μες στην καλή χαρά, γι΄αυτό ίσως και η τραπ για πολλούς να βγάζει και ένα είδος λεκτικής βίας και όχι μόνο. Όσο θα περνούν τα χρόνια, ακόμα και από την τραπ θα μείνουν κάποια τραγούδια, το πιστεύω. Παρόλο που δεν την ακούω, δεν είναι το καλύτερό μου, δέχομαι τα παιδιά που την ακούν. Διαφωνώ με τα μηνύματα που περνάει αλλά νομίζω ότι αν ψάξουμε και σε άλλα είδη μουσικής θα βρούμε αρνητικά μηνύματα να περνούν για πάρα πολλές καταστάσεις βίας και ναρκωτικών. Νομίζω ότι ένα καλό τραγούδι πέρα από το είδος, όταν γεννηθεί θα κάνει την πορεία του. Ή θα χαθεί ή θα μείνει.
Τραγούδια που βγήκαν πριν γεννηθούμε, που προκαλούν κάποια συγκίνηση, τραγούδια που τραγουδούσαν οι γονείς, οι παπούδες και οι γιαγιάδες. Έχουν περάσει μέσα μας».
Ποσειδώνας Γιαννόπουλος: «Ζούμε μία εξαιρετικά πενιχρή κατάσταση»
«Η σύγκριση είναι αρκετά εύκολο να γίνει, γιατί μπορεί κάποιος να πει ότι ”τότε υπήρχε δισκογραφία, τώρα δεν υπάρχει”. Από εκεί λοιπόν ξεκινούν πολλά δυσάρεστα. Από το τι σημαίνει δισκογραφία. Δισκογραφία σημαίνει πως όσοι καλλιτέχνες υπήρχαν, κυκλοφορούσαν έναν δίσκο, ένα άλμπουμ το οποίο περιείχε μίνιμουμ 10 με 12 τραγούδια. Αυτομάτως κυκλοφορούσαν εκατοντάδες τραγούδια κάθε χρόνο. Αυτό κατ’επέκταση σημαίνει ότι αυτά τα τραγούδια γράφονταν από πολλούς συνθέτες και στιχουργούς. Από αυτή λοιπόν την πολύ πλούσια κατάσταση, σε επίπεδο παραγωγής, όσον αφορά στην ελληνική μουσική βιομηχανία, φτάσαμε στο σήμερα που είναι μια εξαιρετικά πενιχρή κατάσταση όπου δεν κυκλοφορούν πια cd, δεν κυκλοφορούν πια δίσκοι, άρα πλέον ένας καλλιτέχνης δε βγάζει μίνιμουμ 12 τραγούδια τον χρόνο κάνοντας έναν δίσκο.
«Δεν υπάρχει πια δισκογραφία»
«Έχουμε φτάσει στην πενιχρή πραγματικότητα, την πολύ δυσάρεστη κατ’ εμέ, να βλέπουμε ακόμα και ονόματα πρώτης γραμμής να βγάζουν 2-3 τραγουδάκια το χρόνο. Και αυτά σε digital μορφή, είτε στο Spotify είτε στο YouTube, στα social κτλ. Υπήρχε δισκογραφία και δεν υπάρχει πια. Είναι πολύ σημαντικό αυτό, γι’ αυτό και τον πλούτο τον τότε δεν μπορούμε να τον συγκρίνουμε με τη φτωχή σημερινή κατάσταση. Σήμερα έχουμε μια φτήνια σε επίπεδο τραγουδιών αλλά και σε επίπεδο καλλιτεχνών».
«Οποιοσδήποτε τυχάρπαστος κυκλοφορεί τραγούδια»
«Ήταν πολύ πιο αυστηρά τα κριτήρια όταν κυκλοφορούσαν δίσκοι, cd, ή κασέτες. Οι δισκογραφικές εταιρείες ήταν αναγκασμένες να επενδύσουν σε καλλιτέχνες που αν μη τι άλλο είχαν ταλέντο. Ήταν υποχρεωμένες να συμπεριλάβουν στους δίσκους τραγούδια που να είναι από μέτρια και άνω. Στη χειρότερη των περιπτώσεων μέτρια, γιατί το μουσικό προϊόν τους έπρεπε να πουληθεί, να αγοραστεί. Άρα ήταν πιο απαιτητικό το ζητούμενο. Έπρεπε να πουληθεί ο δίσκος. Έπρεπε ο καλλιτέχνης να είναι εμπορικός. Όχι ο εμπορικός του φαίνεσθαι. Ο εμπορικός των αριθμών που πουλάει πραγματικά δίσκους. Άρα ήταν πιο υψηλά τα standards, πιο αυστηρά τα κριτήρια. Τώρα δε χρειάζεται πια να πουληθεί ένας δίσκος. Κάθε ένας καταναλώνει τη μουσική δωρεάν, μπαίνοντας σε μία πλατφόρμα, δεν την αγοράζει. Τότε ο ακροατής αγόραζε τη μουσική. Αγόραζε τον δίσκο. Τώρα τη βρίσκει μπροστά του με μία συνδρομή στο Spotify, αν ανήκει στους καλούς ακροατές, ή ακούει δωρεάν από πλατφόρμες όπως είναι το YouTube. Επειδή δεν πωλείται πια η μουσική, αλλά καταναλώνεται δωρεάν έχουν πέσει τα standards, έχουν πέσει τα κριτήρια και για αυτό βλέπουμε να κυκλοφορεί οποιοσδήποτε τυχάρπαστος τραγούδια και να δηλώνει τραγουδιστής. Κάθε μπούρδα τραγούδι να κυκλοφορεί και να θεωρείται και επιτυχία επειδή έχει πολλά views. Τώρα η κατάσταση είναι σαν να ζούσαμε τότε μία πραγματικότητα και τώρα να ζούμε ένα virtual reality».
«Στην κατάντια που έχουμε φτάσει βλέπουμε το επίπεδο της τότε ποπ και καταλαβαίνουμε ότι για σήμερα είναι ποιότητα»
«Τότε ο καλλιτέχνης δεν ήθελε απλά να κάνει βαβούρα, να βγει σε εκπομπές ή να γίνει viral που λέμε σήμερα. Τότε το virality ήταν μάλλον σε άλλο επίπεδο, να γεμίζει το μαγαζί του και να συζητιέται στις στήλες των περιοδικών. Τότε το ζητούμενο ήταν να πουλάει δίσκους. Τώρα λοιπόν στην εποχή του virality, ακόμα και για ψύλλου πήδημα, ακόμα και μια βλακεία που μπορεί να κάνει κάποιος συζητιέται και μπορεί να θεωρηθεί το most wanted πρόσωπο για συνεντεύξεις ή οτιδήποτε άλλο. Τότε που ήταν αυστηρά τα κριτήρια ακόμα και το πιο χαζό ποπ τραγούδι που κυκλοφορούσε ήταν ενός επιπέδου. Ξεκίνησα την καριέρα μου στο ραδιόφωνο 1988. Είχαμε θεούς τους τότε καθαρόαιμους αθυεντικούς λαϊκούς όπως ήταν η Βίκυ Μοσχολιού, η Ρίτα Σακελλαρίου, ο Στράτος Διονυσίου, ο Δημήτρης Μητροπάνος και άλλοι πολλοί . Είχαμε Θεούς τους έντεχνους λαϊκούς όπως η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νταλάρας, η Αρβανιτάκη, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Δίπλα σ’ αυτά τα ιερά τέρατα έσκαγε το κύμα της ποπ το οποίο σε κάποιους όπως ήμουν εγώ άρεσε. Ωστόσο κάποιοι θεωρούσαν ότι είναι λίγο, υποδεέστερο. Κι όμως το τότε κίνημα της ποπ συμπεριελάμβανε φωνάρες όπως για παράδειγμα την Αλέξια και τη Μαντώ. Είχαμε ταλαντούχους τραγουδοποιούς, όπως ο Μπίγαλης και ο Ρακιντζής. Τότε λοιπόν αυτό το είδος εθεωρείτο υποδεέστερο. Σήμερα στην κατάντια που έχουμε φτάσει βλέπουμε το επίπεδο του τότε , της ποπ, και καταλαβαίνουμε ότι για σήμερα είναι ποιότητα».
«Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία 2 χρόνια ήρθαν ξανά στην επιφάνεια τραγούδια της Αλέξιας. Γιατί τα τραγούδια που τότε οι έντεχνοι ή οι λαϊκοί θεωρούσαν υποδεέστερα όπως το « Τα Κορίτσια ξενυχτάνε», το «’Ελα μια νύχτα», το «Ορκίσου» , το «Στοιχηματίζω» , το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια», διάφορα ωραία χαριτωμένα του Ρακιντζή όπως το «Κουνέλι», ή διάφορα άλλα , το “Καπελάκι” του Μπίγαλη, «Η Ρίνα Κατερίνα» «Του Αιγαίου τα μπλουζ», τα θεωρούσαν τα λαιτ της εποχής, όμως ήταν τραγουδάρες γι’ αυτό και μπροστά στη σημερινή σαβούρα φαντάζουν σαν σημερινά έντεχνα».
Ο Monsieur Minimal (Χρήστος Τσιτρούδης), ένας σύγχρονος συνθέτης που του αρέσει να «πειράζει» και λίγο τα παλιά κομμάτια, εξηγώντας τη διαχρονικότητα των παλαιότερων τραγουδιών, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ένα κομμάτι το κάνει διαχρονικό η αγάπη του κόσμου. Έπειτα, το να το ξαναπιάσει στα χέρια του κάποιος δημιουργός και να του δώσει μία νέα πνοή ώστε να συνεχίσει στο χρόνο και έπειτα και η ευελιξία του πρωτότυπου συνθέτη, το να δίνει δηλαδή την αδειοδότηση ώστε να μπορεί αυτό το έργο να ξανακυκλοφορήσει. Είναι τρεις σημαντικοί παράγοντες. Υπάρχουν κομμάτια που είναι διαχρονικά και μπορεί να θες να τα πειράξεις και ο συνθέτης που βρίσκεται εν ζωή να μη θέλει να πειραχτεί το έργο του ή να μη θέλουν οι κληρονόμοι του και να μη δίνουν την άδεια. Αυτό ανακόπτει ένα κομμάτι από το να δημιουργηθεί και να πάρει μία νέα μορφή. Ωστόσο, το πρωτότυπο μπορεί να ταξιδεύει στο χωροχρόνο για πολλά χρόνια».
Ως προς τη μουσική βιομηχανία τότε και σήμερα ο Monsieur Minimal, επισημαίνει πως «μέχρι τα τέλη του ’90 υπήρχαν πολλές χιλιάδες πωλήσεις cd. Οπότε η μουσική βιομηχανία στηριζόταν σ’αυτό. Επίσης κάποιοι καλλιτέχνες πληρωνόντουσαν πολύ καλά . Υπήρχε ένα μεσοδιάστημα μετά από αυτό της πειρατείας των cd όπου άρχισε να κατρακυλά το συγκεκριμένο είδος. Μετά ήρθαν οι πλατφόρμες οι οποίες σόκαραν κάπως τις δισκογραφικές εταιρείες.
Αυτή τη στιγμή μπορώ να σου πω με σιγουριά, γιατί είμαι κι εγώ καλλιτέχνης που έχει τη δική του δισκογραφική εταιρεία, ότι οι δισκογραφικές εταιρείες θησαυρίζουν από το Spotify και το YouTube, ειδικά αυτές που έχουν μεγάλο ρεπερτόριο. Θησαυρίζουν χωρίς να δίνουν δυστυχώς τίποτα στους καλλιτέχνες».
Ειδήσεις σήμερα
Έγκλημα στη Θεσσαλονίκη: Ο πατέρας ταυτοποιήθηκε ως δράστης της δολοφονίας του 41χρονου γιου του
Καλάθι του νοικοκυριού: Αυτό είναι το ειδικό σήμα για τα προϊόντα στα σούπερ μάρκετ – Δείτε τη λίστα
Ηλεκτρικό ρεύμα: Πόσο «καίνε» οι ενεργοβόρες συσκευές – Οι νέες επιδοτήσεις για τον Νοέμβριο