«Ηταν ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ από όλους», παραδέχθηκε η οικογένεια ενός άλλου Μποντ, του σερ Ρότζερ Μουρ, σε δική της δήλωση. Ο σπουδαίος Σκωτσέζος, ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτησίας της πατρίδας του από τη Μεγάλη Βρετανία, άφησε στα 90 του χρόνια την τελευταία του πνοή το Σάββατο στο σπίτι του στις Μπαχάμες, μετά από ένα διάστημα που η υγεία του ήταν κλονισμένη. Τους τελευταίους μήνες υπέφερε από άνοια και, όπως τόνισε η σύζυγός του, Μισλίν Ροκμπρίν, «δεν ήταν σε θέση να εκφράζεται. Τουλάχιστον έφυγε όπως ήθελε, γαλήνια, στον ύπνο του».
Η Ελλάδα ήταν από τις αγαπημένες του χώρες. Είχε εξοχικό σπίτι στο Πόρτο Χέλι, ενώ όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τον Παρθενώνα τον Ιανουάριο του 2001 αναρωτιόταν γιατί άργησε τόσο πολύ να τον επισκεφθεί. Η δήλωσή του για τα Γλυπτά του Ναού ήταν ξεκάθαρη: «Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θα πρέπει να είναι ένας κοινός σκοπός όλων των χωρών που θα συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Μέχρι να ξεκινήσουν οι Αγώνες πρέπει να βρίσκονται στη θέση τους, εκεί όπου ανήκουν. Οι Βρετανοί είχαν τα Γλυπτά για δύο αιώνες. Τώρα πρέπει να τα επιστρέψουν», έλεγε έχοντας στο πλάι του τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Ζυλ Ντασσέν. Εκείνη την περίοδο είχε επισκεφθεί τη χώρα μας για τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης ζωγραφικής της συζύγου του, Μισλίν, στην Αθηναΐδα. Γνωστή είναι επίσης η μνημειώδης απαγγελία του της «Ιθάκης» του Κωνσταντίνου Καβάφη σε μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Η βασίλισσα Ελισάβετ τον έχρισε Ιππότη το 2000 και στην τελετή εκείνος εμφανίστηκε με την παραδοσιακή ενδυμασία των Σκωτσέζων και πιο συγκεκριμένα της οικογένειας της μητέρας του. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε έναν γιο, τον επίσης ηθοποιό Τζέισον Κόνερι, και αγαπούσε υπερβολικά το γκολφ. «Κάθε μέρα στο πλατό με τον Σον Κόνερι ήταν μάθημα υποκριτικής. Αλλά το χάρισμα και η δύναμή του ήταν στοιχεία αποκλειστικά δικά του», τόνισε ο Σαμ Νιλ, που έπαιξε μαζί του στο «Κυνήγι του κόκκινου Οκτώβρη». «Μεγάλωσα έχοντας ως είδωλο τον Σον Κόνερι τόσο στη μεγάλη οθόνη όσο και μακριά από αυτήν», είπε με τη σειρά του ο Χιου Τζάκμαν για τον κορυφαίο εκλιπόντα.
«Αφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ιστορία του κινηματογράφου και θα έχει πάντα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου ως ο πατέρας του Ιντιάνα Τζόουνς. Είμαι ευγνώμων που είχα την τύχη να τον γνωρίζω και να δουλέψω μαζί του», δήλωσε ο σκηνοθέτης και δημιουργός του Ιντιάνα Τζόουνς, Τζορτζ Λούκας.
Χριστούγεννα στο Netflix: Οι 10 σειρές και ταινίες με γιορτινή διάθεση
Δούλευε από τα 14
Γεννημένος στις 25 Αυγούστου του 1930 στο Φάουντενμπριτζ του Εδιμβούργου, ο Σον Κόνερι υπήρξε παιδί της εργατικής τάξης. Αφησε το σχολείο στα 14 του χρόνια και έκανε μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να υποστηρίξει το εισόδημα της οικογένειάς του. Ηταν γαλατάς, γυάλιζε φέρετρα, πόζαρε ως μοντέλο επειδή ήταν μποντιμπίλντερ και κάπου στο βάθος έτρεφε ενδιαφέρον για την υποκριτική. Στη δεκαετία του ’50 κατάφερε να πάρει μικρούς ρόλους στο θέατρο και την τηλεόραση και να προσελκύσει το ενδιαφέρον των παραγωγών των ταινιών με τον Τζέιμς Μποντ.
Εγινε 007 χωρίς οντισιόν
Στα 30 του χρόνια πήρε το ρόλο του πράκτορα 007 χωρίς καν να περάσει από οντισιόν, μετά από προτροπή της συζύγου του παραγωγού Αλμπερτ Μπροκόλι, Ντάνα. Το 1962 έκανε το ντεμπούτο του με την ταινία «Τζέιμς Μποντ εναντίον Δρ. Νο», σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, ιδίως φυσικά στη Μεγάλη Βρετανία. Το στιλ του, το χιούμορ του, η προφορά του, το παρουσιαστικό του λειτουργούσαν σαν μαγνήτες για το κοινό. Συνέχισε να φοράει το κοστούμι του πράκτορα για τέσσερις ακόμα ταινίες από το 1963 έως το 1967. Τα «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Τζέιμς Μποντ εναντίον Χρυσοδάκτυλου», «Τζέιμς Μποντ: Επιχείρηση κεραυνός» και «Τζέιμς Μποντ: Ζεις μονάχα δυο φορές». Τότε ήταν που δήλωσε απέχθεια για το ρόλο και φόβο για την τυποποίηση και τον εγκατέλειψε. Ομως τέσσερα χρόνια αργότερα επανήλθε καθώς ο αντικαταστάτης του, Τζορτζ Λάζενμπι, δεν είχε την ίδια απήχηση στο κοινό, ενώ η αμοιβή για την επιστροφή του δεν ήταν αμελητέα και έφτανε το εξωπραγματικό τότε ποσό του 1,25 εκατ. δολαρίων. Υποδύθηκε για ακόμη μια φορά τον πράκτορα 007 στο «Τζέιμς Μποντ: Τα διαμάντια είναι παντοτινά», ενώ το 1983 ήπιε ξανά τα Μαρτίνι του ως Μποντ στο «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ», μια ταινία που δεν ανήκει στη γνωστή σειρά παραγωγής της Eon Productions.
Ηδη από τη δεκαετία του ‘70 συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής και είχε τη δυνατότητα να επιλέγει τους ρόλους του, μακριά από τις περιπέτειες του γνωστού πράκτορα. Επαιξε στο επιστημονικής φαντασίας «Ζάρντοζ» το 1974, δίπλα στον Μάικλ Κέιν στο «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (1975), ενσάρκωσε τον Ρομπέν των Δασών στο «Το ρόδο και το βέλος» (1976) δίπλα στην Οντρεϊ Χέπμπορν και τον καλόγερο στο «Ονομα του ρόδου» (1986) που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Εκο. Το μοναδικό Οσκαρ της καριέρας του το απέσπασε για το ρόλο του στους «Αδιάφθορους» (1987) του Μπράιαν ντε Πάλμα. Ενα χρόνο νωρίτερα τον απολαύσαμε ως «καλό» Χάιλαντερ στο «Χάιλαντερ ο αθάνατος», ενώ αμέσως μετά εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία ως πατέρας του Χάρισον Φορντ στο «Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία». Το 2003 εγκατέλειψε την υποκριτική μετά από έντονους καβγάδες με τον σκηνοθέτη της ταινίας «Η συμμαχία», Στίβεν Νόριγκτον. Του προτάθηκε να επιστρέψει το 2007 για έναν ακόμα Ιντιάνα Τζόουνς, αλλά αρνήθηκε λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «η συνταξιοδότηση είναι πολύ διασκεδαστική». Είχε και πρόταση να υποδυθεί τον Γκάνταλφ στον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών», αλλά η απάντησή του ήταν αρνητική. «Εχω κουραστεί από την υποκριτική και τους ηλίθιους που σκηνοθετούν τώρα ταινίες στο Χόλιγουντ», έλεγε.
Από την έντυπη έκδοση