Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Το αγόρι κοίταξε τη μαμά του και κούνησε γρήγορα το κεφάλι. Φυσικά και δεν θα πήγαινε πουθενά! Το κάστρο που έχτιζε στην άμμο, λίγα μέτρα από τη θάλασσα, βρισκόταν σε πολύ κρίσιμο σημείο. Eπρεπε να φτιάξει δύο πύργους ακόμη, δεξιά και αριστερά από την πύλη, που ήταν πολύ βασικοί, αλλά πρώτα μία βαθιά τάφρο που θα την έστρωνε με αληθινά βότσαλα και θα τη γέμιζε με αληθινό νερό. Iσως να έβαζε μέσα στο νερό και αληθινά καβουράκια, για να παριστάνουν τους κροκόδειλους. Αν βέβαια κατάφερνε να τα πιάσει. Hταν δύσκολο, γιατί έτρεχαν πολύ γρήγορα.
«Ναι», της είπε. «Και να μην ξεχάσεις αυτή τη φορά: δεν τρώω τη φράουλα, μόνο βανίλια και κεράσι θέλω».
«Δεν θα το ξεχάσω», του είπε εκείνη και σηκώθηκε για να στρώσει το παρεό της.
Πριν απομακρυνθεί, κοίταξε δεξιά και αριστερά. Η παραλία ήταν σχεδόν άδεια. Τι καταστροφή κι αυτή φέτος… Τουλάχιστον όμως έτσι είχε ήσυχο το κεφάλι της: λιγότερος κόσμος, λιγότεροι κίνδυνοι για τον Ιάσονα.
«Δεν θα λείψω πάνω από πέντε λεπτάκια», είπε μια τελευταία φορά πριν απομακρυνθεί.
Ο Ιάσονας άρχισε να σκάβει την τάφρο για να χρησιμοποιήσει το χώμα που θα έβγαζε στο χτίσιμο των δύο πύργων. Αυτό ήταν τρομερά έξυπνη σκέψη και λυπόταν που δεν την έκανε μόνος. Του την είχε πει εκείνος ο καινούργιος του φίλος, χθες, όταν η μαμά του είχε λείψει πάλι για λίγο. Hταν κάπως περίεργος, αλλά πολύ πολύ έξυπνος. Και ήξερε τα πάντα για τα κάστρα. Αλήθεια, πού να ήταν τώρα; Λες να τον παρακολουθούσε; Γιατί του το είχε πει χθες, πριν φύγει: «Να το φτιάξεις καλό το κάστρο σου αύριο. Θα σε παρακολουθώ. Και θα βγάλω φωτογραφίες για τον μεγάλο διαγωνισμό».
Εϊ, νάτος! Ερχόταν προς το μέρος του, γελαστός, με το ωραίο του ψάθινο καπέλο στο κεφάλι.
«Τι γίνεται, Ιάσονα; Προχωράει η δουλειά;».
Ο Ιάσονας κούνησε πρόσχαρα το κεφάλι του, κοκκινίζοντας από χαρά.
«Ναι, ναι!» είπε. «Να, τώρα σκάβω την τάφρο. Και μετά θα κάνω το κόλπο που μου είπες, με το χώμα. Και μετά θα ψάξω για καβούρια».
«Καβούρια;».
«Ναι, τα… τα θέλω αντί για κροκόδειλους».
«Α, κατάλαβα. Μπράβο, τρομερή ιδέα. Είσαι απίθανος».
Το αγόρι γέλασε με ένα όμορφο γελάκι και συνέχισε το σκάψιμο.
«Και τώρα θα βγάλω μερικές φωτογραφίες για το διαγωνισμό», του είπε ο άνδρας, σηκώνοντας το κινητό του.
«Πιστεύεις ότι μπορεί να κερδίσω;», ψιθύρισε διστακτικά ο Ιάσονας. «Εεε… εμένα μη με βγάζεις, βγάλε μόνο εδώ, την τάφρο, κι εδώ που έχω κάνει αυτές τις αποθήκες».
«Θα σε βγάλω και εσένα γιατί έτσι πρέπει. Είναι κανόνας του διαγωνισμού. Τι αποθήκες είναι αυτές;».
«Πυρομαχικών».
«Α! Κατάλαβα. Μπράβο, το έχεις κάνει τέλειο».
«Εντάξει, τώρα δεν είναι πολύ καλό, αλλά όταν τελειώσει θα είναι τρομερό», είπε το αγόρι. «Εϊ! Πάλι εμένα βγάζεις!».
«Είσαι πολύ όμορφος, γι’ αυτό. Δεν σου το έχει πει η μαμά σου;».
«Μου το έχει πει, αλλά…».
«Δεν έχει αλλά. Είσαι». Ο καινούργιος του φίλος με το ψάθινο καπέλο τού χαμογέλασε και του ’κλεισε το μάτι. «Και πού είναι τώρα; Πήγε πάλι να πάρει παγωτό;».
«Πού το ξέρεις;».
«Στην τύχη το είπα. Αντε, φεύγω τώρα. Θα ξαναπεράσω αύριο. Γεια σου, κούκλε μου».
«Γεια!».
Ο άνδρας έβαλε το κινητό στην τσέπη του, χάιδεψε με μια βιαστική κίνηση τα μαλλιά του αγοριού και χάθηκε πίσω από τα βραχάκια στα δεξιά.
Ο Ιάσονας κάτι ένιωσε τότε και έστριψε από την άλλη. Ναι, η μαμά του! Ερχόταν με τα παγωτά τους και με ένα καινούργιο περιοδικό ακόμα. Της άρεσαν πολύ τα περιοδικά. Ηταν γεμάτα τέλειες φωτογραφίες.
«Το παγωτάκι σου», του είπε καθώς καθόταν δίπλα του, στη σεζλόνγκ.
Ενα αεράκι σηκώθηκε ξαφνικά, κάνοντας την ομπρέλα τους να κυματίσει. Η θάλασσα άσπρισε για λίγο και γέμισε κύματα. Ο Ιάσονας τα κοίταξε γλείφοντας το παγωτό του. Δεν του άρεσε που ο καινούργιος του φίλος τον έβγαζε φωτογραφίες. Κανονικά έπρεπε να βγάλει μόνο το κάστρο του.
Ο αέρας δυνάμωσε πάλι, και δυο-τρεις ξαφνιασμένες φωνές ακούστηκαν καθώς πλαστικά ποτήρια με καφέ έπεφταν από πλαστικά τραπεζάκια και πετσέτες θαλάσσης κυλούσαν στην άμμο. Μέσα σε όλα, ο άνεμος σήκωσε ψηλά και ένα καπέλο, πετώντας το πάνω από τα βραχάκια στα δεξιά, κατευθείαν μέσα στο νερό. Ενα ωραίο ψάθινο καπέλο. Ο Ιάσονας το είδε και κατάλαβε ποιου ήταν. Ομως… όμως, καθώς τα κύματα το ξαναγυρνούσαν σιγά σιγά έξω, παρατήρησε κάτι περίεργο επάνω του. Αλλά τι;…
Κρατώντας προσεκτικά το παγωτό του για να μην του πέσει, σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα. Φτάνοντας εκεί που έσκαγε το κύμα, έσκυψε και κοίταξε. Ηταν ένα κόκκινο χρώμα τελικά. Και ήταν πολύ. Επιανε τουλάχιστον το μισό καπέλο.
Περίεργο. Γιατί να βάψει κόκκινο το καπέλο του;…
Ο Ιάσονας ανασήκωσε τους ώμους, έκανε μεταβολή και άρχισε να προχωράει προς την ομπρέλα τους. Και τότε είδε εκείνη τη γυναίκα. Ηταν νέα, και αδύνατη, και πολύ περίεργη. Πολύ. Πρώτα πρώτα, δεν ήταν με το μαγιό. Φορούσε μακρύ παντελόνι και μακρυμάνικη μπλούζα. Στη θάλασσα! Απίστευτο; Και είχε κι ένα καπέλο στο κεφάλι, σαν αυτά που φοράνε οι αθλητές, που από μέσα του πετούσαν κάτι πολύ παράξενα κόκκινα μαλλιά. Και είχε κι ένα ζευγάρι μεγάλα μαύρα γυαλιά. Και το δέρμα της ήταν πολύ περίεργο. Κάτασπρο. Σαν… σαν του βρικόλακα. Ο Ιάσονας έμεινε εκεί, στη θέση του, με το παγωτό ξεχασμένο στο χέρι του να στάζει.
Η γυναίκα τον πλησίασε, προχωρώντας σταθερά με τα αθλητικά μποτάκια της πάνω στην άμμο. Οταν τον έφτασε, στράφηκε προς το μέρος του, ανασήκωσε πολύ πολύ γρήγορα τα γυαλιά της, του έκλεισε το μάτι και του χαμογέλασε. Δυο-τρεις πιτσιλιές σαν από παγωτό κεράσι τής στόλιζαν το μάγουλο και κυλούσαν στα δάχτυλά της.
Ο Ιάσονας της ανταπέδωσε το χαμόγελο και της έκλεισε κι αυτός το μάτι.
Κι έπειτα το κύμα πήρε το ψάθινο καπέλο μακριά και το κατάπιε.
Whos is Who: Κική Τσιλιγγερίδου: Η Κική Τσιλιγγερίδου είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Από τις Εκδόσεις Bell κυκλοφορούν δύο μυθιστορήματά της με ηρωίδα τη Στέλλα Ανταμς, την κοκκινομάλλα αστυνόμο-εκδικήτρια με τα μαύρα γυαλιά και το κατάλευκο δέρμα: «Βυθισμένος ουρανός» (2019) και «Πύρινη κόλαση» (2020). Τον Φεβρουάριο του 2021 θα εκδοθεί ο τελευταίος τόμος της τριλογίας.
Την Τετάρτη: ΝΙΚΟΣ ΦΑΡΟΥΠΟΣ – ΜΙΑ ΕΥΘΥΜΗ ΧΗΡΑ
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr