Μέσα στο 2019 οι Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησαν στα ελληνικά το βιβλίο του με τίτλο Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Που Να Κλάψει σε μετάφραση της Αγγελικής Βασιλάκου.
Το βιβλίο βρέθηκε στα χέρια μου πριν από ένα δίμηνο περίπου και πρέπει να εισέπνευσα τις περίπου 170 σελίδες του μέσα σε δύο ημέρες. Όταν μου τον πρότεινε η Ισμήνη Κουρούπη από το γραφείο τύπου των Εκδόσεων Καστανιώτη, ένιωσα σαν να παρουσιάστηκε μια ευκαιρία ζωής. Αν ο Κάρλος συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, θα μπορώ να το έχω παράσημο πως κάποτε πήρα συνέντευξη από έναν συγγραφέα που αφήνει σπουδαία κληρονομιά στη λογοτεχνία της χώρας του της Κόστα Ρίκα και σαφώς στη Λατινική Αμερική συνολικά.
Ο Κάρλος Φονσέκα απάντησε άμεσα στο κάλεσμα μας και στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε τα όσα μας είπε τόσο για το βιβλίο του όσο και για την δική του τοποθέτηση μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία.
– Υποθέτω ότι ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Που Να Κλάψει χρόνια πριν την τελική του έκδοση. Πώς άλλαξε μέσα σας το συναίσθημα από την πρώτη ανάγνωση ως την τελευταία;
Ναι, πέρασαν περίπου εφτά χρόνια από τότε που ξεκίνησα να το γράφω και ήταν η πρώτη μου δημοσιευμένη νουβέλα. Είναι χωρίς αμφιβολία μια εμπειρία πολύ ιδιαίτερη το να ξαναδιαβάζω μερικές σελίδες απ΄αυτό το πρώτο μου βιβλίο. Από τη μια μεριά βρίσκω στις σελίδες αυτές τον εαυτό μου, όμως από την άλλη νιώθω σαν να το έγραψε κάποιος άλλος, με πιο μπαρόκ ύφος, με μεγαλύτερη διάθεση να κατακερματιστεί.
Έχω ιδιαίτερη αγάπη γι΄αυτή τη νουβέλα γιατί είναι το κλειδί με το οποίο ξεκλείδωσαν την πόρτα για να εμφανιστούν όσα ακολούθησαν συγγραφικά για εμένα. Ο Ρικάρδο Πίλια, ένας Αργεντινός συγγραφέας, είχε πει πως τα πρώτα βιβλία είναι ξεχωριστά γιατί σε αυτά βρίσκεται μια ποίηση και νομίζω πως είχε δίκιο. Σε αυτή την πρώτη νουβέλα βρίσκονται πολλά από τα πράγματα που με ενδιαφέρουν μέχρι και σήμερα. Είτε σε στυλιστικό επίπεδο είτε σε θεματικές.
– Θα επικεντρωθώ λίγο στη λέξη Δάκρυα που έχει ο πρωτότυπος τίτλος. Ποια είναι η θέση των δακρύων στη ζωή σας σε μια περίοδο που ο κόσμος είναι γεμάτος από προσκλήσεις για δάκρυα;
Νιώθω πως η λέξη Δάκρυα έχει έναν διπλό ρόλο. Από τη μια μεριά υπογραμμίζει την τραγωδία που υφέρπει στη ζωή του πρωταγωνιστή του βιβλίου και από την άλλη υπογραμμίζει το εξαίσιο πάθος που την περιβάλλει. Κατά κάποιον τρόπο, όπως εκτιμάς κι εσύ, είναι η κεντρική λέξη του έργου και μας ωθεί να αποφασίσουμε αν θα διαβάσουμε το βιβλίο ως μια τραγική μαρτυρία, ως κωμωδία ή ως τραγικωμωδία.
– Όταν τελειώσατε το βιβλίο, σκεφτήκατε καθόλου ότι μπορεί να ενθουσιάσει έναν αναγνώστη μίλια μακριά, για παράδειγμα εδώ στην Ελλάδα;
Η ιστορία μιας αναδυόμενης Αφροδίτης
Κανείς δε μπορεί να φανταστεί κάτι τέτοιο. Είναι μια ευτυχής συγκυρία προφανώς. Η Ελλάδα άλλωστε κατέχει κεντρικό ρόλο στην ιστορία του Οσιντέντε κι είναι όμορφο να σκεφτείς ότι ένα βιβλίο βρίσκει θέση εκεί, σε έναν τόπο όπου γεννήθηκε η τραγωδία, στον τόπο του Οδυσσέα. Κι ο Συνταγματάρχης Που Δεν Έχει Που Να Κλάψει αφηγείται επίσης, τρόπον τινά, ένα επικό ταξίδι επιστροφής σε μια Ιθάκη, χωρίς όμως να έχει υπάρξει κάποια σωματική αποχώρηση από την Ιθάκη του που είναι το σπίτι του.
– Η λατινοαμερικάνη λογοτεχνία έχει προσφέρει πολλά εκπληκτικά βιβλία και σπουδαίους συγγραφείς όπως Μπολάνιο, Κορτασάρ, Μαρκέζ, Βάσκεζ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, Παδούρα κ.α. Πιστεύετε πως υπάρχει ένα ιστορικό βάρος στους ώμους κάθε νέου συγγραφέα της Λατινικής Αμερικής, ειδικά απέναντι σε ένα κοινό όπως το ευρωπαϊκό που δεν έχει ξεκάθαρη εικόνα για αυτή την ταλαιπωρημένη ήπειρο;
Ναι, έχω την πεποίθηση πως η Λατινική Αμερική είναι μια φανταστική χώρα της λογοτεχνίας. Εμφανίζεται μέσα από αφηγήσεις σε επιστολές των Κονκισταδόρων από την Ισπανία, στα ημερολόγια ταξιδιών ταξιδευτών όπως ο Βον Χούμπολντ ή ο Δαρβίνος, στους μύθους του Ελ Ντοράδο ή της Πηγής της Νεότητας. Η Λατινική Αμερική ήταν πάντοτε μια ευλογία για τη μυθοπλασία. Με αυτή την αίσθηση, αυτή τη λογική, πιστεύω ότι οι συγγραφείς από εκεί έχουμε μια ευθύνη: να αποκαλύψουμε πολλούς από τους μύθους που αντικατοπτρίζουν την ήπειρό μας.
– Πείτε μας κάποιους συγγραφείς που σας έχουν στιγματίσει;
Είναι πάρα πολλοί. Ο Μπόρχες, ο Πίλια που ανέφερα, η Κλαρίς Λισπέκτορ, η Μαργκερίτ Ντιράς. Είμαι επίσης φανατικός αναγνώστης των βιβλίων του Μαγκρίς, του Ενρίκε Βίλα-Μάτας και του Ντον ΝτεΛίλο. Αναμφίβολα, όλοι μας χρωστάμε πολλά σε συγγραφείς όπως ο Μπολάνιο και ο Βίνφριντ Γκέοργκ Σέβαλντ.
– Ποια εμπειρία σχηματίζεται μέσα σας κατά τη συγγραφή ενός βιβλίου και από πού αντλείται το κίνητρο για τη συνέχιση;
Έχω την αίσθηση πως η πιο βασική εμπειρία που επιφέρει το γράψιμο είναι η ανάγνωση. Γράφω άρα διαβάζω, για να παραφράσω και τη διάσημη φράση του Ντεκάρτ. Το διάβασμα είναι μια ζωτική εμπειρία και το γράψιμο είναι το φυσικό επακόλουθο.
– Το χρονικό φάσμα του βιβλίο τοποθετείται στον 20ο αιώνα. Πώς βλέπετε την εξέλιξη της πολιτικής και των πολιτικών φιγούρων μέχρι σήμερα;
Αυτή είναι μια ερώτηση που κατά σύμπτωση αποτελεί τον σκοπό της δεύτερης νουβέλας μου με τίτλο Μουσείο Ζώων. Πώς εξελίσσεται η πολιτική σήμερα μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, με την άφιξη της τελευταίας φάσης της Ιστορίας κτλ; Έχοντας αυτό κατά νου, μου φάνηκε ελκυστική η φιγούρα του Υποστράτηγου Μάρκος, ένα άψογο μοντέλο πνεύματος και μιλιταρισμού, άξιος συνεχιστής της φιγούρας του Τσε Γκεβάρα. Στο Μουσείο Ζώων αφηγούμε ένα τραύμα που εξηγεί το πάθος μου με αυτόν τον τύπο ιστορικών προσώπων στο παρόν.
– Στο βιβλίο έχουμε τη θέση μαρτύρων. Είμαστε όμως αυτόπτες μάρτυρες σαν να βλέπουμε μέσα από μια camera obscura, σαν μια σκιά πίσω από τις κουρτίνες. Έχετε ποτέ την αίσθηση ότι δεν υπάρχετε στην πραγματικότητα; Κάνετε βήματα έξω από τη ζωή σας για να δείτε τα γεγονότα; Ίσως να μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια υπερβατικότητα;
Ναι, μ΄αρέσει αυτό το παιχνίδι σκιών, το θέατρο σκιών όπως θα λέγατε κι εσείς στην Ελλάδα. Ένας αφηγητής είναι πάντοτε μια σκιά και αφηγούμαστε σαν σε μανιφέστο σκιών, μια μαρτυρία αυτών. Μου αρέσει επίσης η ιδέα της συγγραφής σαν μια camera obscura. Στην πραγματικότητα, τη στιγμή που εφευρίσκει την κάμαρα μια από τους ήρωες του βιβλίου κάνει λόγο για το γράψιμο του ήλιου. Αυτή είναι μια εικόνα που μου φαινόταν πάντοτε όμορφη και νομίζω πως το γράψιμο έχει αρκετή δόση απ΄αυτή την εικόνα.
– Για το τέλος θέλω να ρωτήσω αν η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένας εθισμός. Νιώθετε την αδήριτο ανάγκη να γράψετε το επόμενο;
Ναι, νομίζω πως το γράψιμο είναι εθιστικό. Πάντα πρέπει να παράγεις κι άλλο. Εγώ για παράδειγμα γράφω πάντα μαζί με τον καφέ. Γράφω κι όταν κάνω γυμναστική, είναι πολύ ζωτικό. Μετά το Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Που Να Κλάψει, έγραψα το Μουσείο Ζώων, μια νουβέλα που παρουσιάζει τον Υποστράτηγο Μάρκος σαν έναν από τους πολλούς πρωταγωνιστές του και τώρα έχω να γράψω μια τρίτη νουβέλα. Όσο συνεχίζει να ρέει ο καφές στο ποτήρι, τόσο (ελπίζω πως) θα συνεχίζουν να…ρέουν και τα βιβλία από μέσα μου.
* Κεντρική φωτογραφία, πρώτη φωτογραφία κειμένου: Μανώλης Τσάφος
** Δεύτερη φωτογραφία κειμένου: Ροδρίγκο Ρούιζ
*** Τρίτη φωτογραφία κειμένου: Εικόνα εξωφύλλου του βιβλίου με τίτλο «The Horse Room», 2006. Φωτογραφία: ©Barry Iverson
**** Δείτε περισσότερα για το βιβλίο του Κάρλος Φονσέκα εδώ.