Είναι, συνεπώς, σαφές ότι «μπροστά στο νέο, τρίτο, στρατηγικό αδιέξοδο σε διάστημα σχεδόν ενός έτους, ο κ. Μητσοτάκης, η ΝΔ και τα ολιγαρχικά συμφέροντα που έχουν συνασπιστεί γύρω τους, προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανό το σενάριο της κάλπης», δηλώνει στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
Στην ίδια συνέντευξη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν αρνείται ότι «κάποιοι από τους δανειστές δεν θέλουν να καταγραφεί η Αριστερά ως η πολιτική δύναμη που θα βγάλει τη χώρα από την επιτροπεία και διαρκώς προβάλλουν απαιτήσεις που έχουν πολιτική και όχι αμιγώς οικονομική στόχευση». Κάτι που γίνεται, όπως επισημαίνει, «στην προσπάθειά τους να αποκόψουν την κυβέρνηση από τις κοινωνικές της συμμαχίες και αναφορές. Το γεγονός όμως ότι το θέλουν, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα το πετύχουν κιόλας», διαμηνύει ο Δημήτρης Τζανακόπουλος.
Γι’ αυτό και, συνεχίζει, το θέμα από την πλευρά της κυβέρνησης είναι «να ενισχύσουμε παρεμβάσεις στήριξης του κόσμου της εργασίας, να πολλαπλασιάσουμε τις πρωτοβουλίες εμβάθυνσης της δημοκρατίας και των ελευθεριών, να προχωρήσουμε στην ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους με τα περιορισμένα, πράγματι, μέσα που διαθέτουμε».
Συμπερασματικά, «δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε το αποτέλεσμα της μάχης, αντίθετα πρέπει να δώσουμε τη μάχη μέχρι τέλους, δεν έχουμε άλλη πολιτική επιλογή», υπογραμμίζει.
Ερωτηθείς δε, για τις εσωκομματικές συζητήσεις, θυμίζει ότι η συμφωνία της Μάλτας έγινε αποδεκτή από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ με συντριπτικά ποσοστά, αναγνωρίζοντας πάντως τη δυνατότητα για ανησυχίες και διαφορετικούς στρατηγικούς προβληματισμούς στο πλαίσιο του δημοκρατικού διαλόγου. Όμως -τονίζει- οι συλλογικές αποφάσεις είναι δεσμευτικές και υπό το πρίσμα αυτό, καταθέτει την πεποίθηση της κυβέρνησης ότι τόσο η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ όσο και η κυβερνητική πλειοψηφία είναι συμπαγείς και θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και των ιστορικών τους ευθυνών.
Στο θέμα της διαπραγμάτευσης, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κάνει λόγο για «συμβιβασμό βασισμένο σε αμοιβαίες υποχωρήσεις… ένα συμβιβασμό διαχειρίσιμο, και το βασικότερο μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την έξοδο από το πρόγραμμα και την επιτροπεία». Και, παρά τις «παράλογες απαιτήσεις» του ΔΝΤ, ο Δ. Τζανακόπουλος εκτιμά ότι «είμαστε πια στην τελική ευθεία».
Με δεδομένο εξάλλου τον όρο που θέτει η Γερμανία για συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πιστεύει ότι «πολύ γρήγορα θα έχουμε και τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων για το χρέος, αλλά και τον καθορισμό του δημοσιονομικού μονοπατιού για την περίοδο μετά το 2019». Αντιθέτως, η γερμανική απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% επί μία δεκαετία «σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή» -και αυτό «έχει γίνει κατανοητό και από τη γερμανική πλευρά», σημειώνει.
Επαναλαμβάνει, τέλος, την κυβερνητική θέση ότι τα αρνητικά μέτρα θα εφαρμοσθούν «μονάχα υπό την προϋπόθεση ότι στο τέλος του προγράμματος το καλοκαίρι του 2018, θα έχουν ενεργοποιηθεί τα μεσοπρόθεσμα μέτρα απομείωσης του ελληνικού χρέους». Μάλιστα, ο Δ. Τζανακόπουλος ανοίγει «παράθυρο» επαναδιαπραγμάτευσης των αρνητικών μέτρων μετά το 2018, σε συνεργασία με τους δανειστές και εφόσον η πορεία της οικονομίας συνεχίζει να αποδίδει και πιάνονται οι στόχοι.