Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών με τίποτα δεν εγκαταλείπει τη λογιστική για τη γεωπολιτική προσέγγιση του ελληνικού ζητήματος και γι’ αυτό μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο Αλέξης Τσίπρας, μοιράζοντας 617 εκατ. ευρώ σε 1,6 εκατομμύρια συνταξιούχους, έκανε μια κίνηση μεγάλου πολιτικού ρίσκου.
Αλλωστε, γίνονται όλο και περισσότεροι όσοι στον ΣΥΡΙΖΑ συμμερίζονται την άποψη του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου ότι «οι εκλογές είναι προτιμότερες από την αυτοκτονία», εφόσον οι πιστωτές εμμείνουν σε παράλογες απαιτήσεις για μείωση κύριων συντάξεων και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε βάθος δεκαετίας.
Με άλλα λόγια, ο πρωθυπουργός δεν θέλει εκλογές αλλά αντιλαμβάνεται πως δεν θα τις αποφύγει αν δεν μπορέσει να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση χωρίς προληπτική ψήφιση μέτρων 4,2 δισ. για την περίοδο μετά το 2018, εάν δηλαδή δεν διαρραγεί το σκληρό μέτωπο ΔΝΤ-Σόιμπλε.
Στέλνει, λοιπόν, το μήνυμα στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και την Ουάσιγκτον ότι μπορεί να τινάξει τη διαπραγμάτευση στον αέρα και να πάει στις κάλπες με δημοψηφισματικό δίλημμα, σε συνθήκες ρήξης με τους εταίρους και επομένως σε κλίμα έντονου αντιευρωπαϊσμού. Και προσδοκά ότι η άλλη πλευρά θα μαζευτεί, έστω προσωρινά, για να μην αθροιστεί μια ελληνική περιπέτεια στη γενικευμένη αναστάτωση του εκλογικού έτους 2017 για την ευρωζώνη. Αν, όμως, η μπλόφα δεν αποδώσει, τότε οι εκλογές θα γίνουν μονόδρομος και το διακύβευμα εκ των πραγμάτων θα συνδέεται με τη σχέση της πιο υπερχρεωμένης χώρας της ευρωζώνης με τους θεσμικούς πιστωτές της.
Ολα ανάποδα
Πώς φτάσαμε στο πρωθυπουργικό διάγγελμα για τις παροχές στους συνταξιούχους, το πάγωμα της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά που δέχονται πρόσφυγες και 5.000 προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών; Το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου θα ήταν, σύμφωνα με τον αρχικό κυβερνητικό σχεδιασμό, το ορόσημο της μεγάλης συμφωνίας για το ελληνικό ζήτημα: Θα αποφασιζόταν ένας οδικός χάρτης για τη ρύθμιση του χρέους, με βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα, θα καθορίζονταν χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα κατ’ απαίτηση του ΔΝΤ, θα κηρυσσόταν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, θα άνοιγε ο δρόμος για την ένταξη στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα γινόταν η μετάβαση σε έναν κύκλο αλλεπάλληλων θετικών ειδήσεων για την ελληνική οικονομία που θα επέτρεπε αισιοδοξία για έξοδο στις αγορές το 2018 μέσα από μια διαδικασία ανάκαμψης με άρση των capital controls.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη την προηγούμενη Δευτέρα και ακόμη ψάχνονται στο Μέγαρο Μαξίμου για να καταλάβουν πώς βρέθηκαν στο έλεος απαιτήσεων για μέτρα-σοκ, αποφάσεων για πρωτογενή πλεονάσματα δηλωτικά άγριας λιτότητας σε βάθος δεκαετίας και πλέον και ρυθμίσεων για το χρέος που θα αποκτήσουν κάποιο νόημα γύρω στο 2060.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΑΝΟΥ
Διαβάστε περισσότερα στην έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής