Στην πρώτη γραμμή της καμπάνιας για την τουριστική προβολή της χώρας βρίσκεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος μιλώντας χθες στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «η Ελλάδα βγαίνει ισχυρότερη από αυτή την κρίση».
Υπογράμμισε μάλιστα ότι η χώρα μας ήταν «μια αναπάντεχη -για κάποιους- επιτυχία», εκτίμησε ότι «το brand της χώρας ενισχύθηκε» και σημείωσε ότι «πολλές μεταρρυθμίσεις προχώρησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης», με αξιοσημείωτη την «ταχύτητα με την οποία έγινε ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους».
Μετά τις συνεντεύξεις σε κορυφαία μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού, αλλά και τη συμμετοχή του, την προηγούμενη εβδομάδα, στην παρουσίαση της διαφημιστικής καμπάνιας για τον τουρισμό, ο κ. Μητσοτάκης θα μεταβεί αύριο στη Σαντορίνη, απ’ όπου θα απευθυνθεί στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, με αφορμή το άνοιγμα των πυλών της χώρας, το οποίο θα κορυφωθεί από 1ης Ιουλίου.
Από το βαθμό επίτευξης του στόχου να κερδηθεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από την αισθητά μικρότερη φετινή τουριστική «πίτα» εξαρτάται και το μέγεθος της ύφεσης το 2020, η οποία παρουσίασε πάντως στο πρώτο τρίμηνο χαμηλότερο ρυθμό, 0,9%, από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, που έφτανε το 3,6%.
Δεν πρόκειται για το μοναδικό στοιχείο που αναμένεται να αναδείξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και σήμερα στη Βουλή, κατά τη συζήτηση της επίκαιρης ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.
Το Μέγαρο Μαξίμου επισημαίνει την επιτυχή έκδοση 10ετούς ομολόγου, αξιολογώντας ως ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των αγοραστών είναι ξένα χαρτοφυλάκια και θεσμικοί επενδυτές. Αυτό εκλαμβάνεται ως άλλη μία ένδειξη επιβράβευσης της υπευθυνότητας και της αξιοπιστίας της χώρας από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, που «για δεύτερη φορά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, στην οικονομία, στην πατρίδα μας», όπως τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ο κ. Μητσοτάκης αναμένεται να αναδείξει σήμερα και όλο το πλέγμα των δράσεων που καταδεικνύουν την κυβερνητική προτεραιότητα στην προστασία των θέσεων εργασίας, με πρόσφατη πρωτοβουλία την ενίσχυση με 190 εκατομμύρια ευρώ του προγράμματος «Συν-Εργασία» ώστε από 15 Ιουνίου ως 31 Ιουλίου η Πολιτεία να καταβάλει το 60% των εργοδοτικών εισφορών για το χρόνο που οι εργαζόμενοι δεν εργάζονται, με προοπτική αυτό να συνεχιστεί και μετά τον Ιούλιο, εφόσον κριθεί απαραίτητο.
Από το Φόρουμ των Δελφών ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε ότι «κύριος στόχος του πολύ μεγάλου, για τα ελληνικά δεδομένα, προγράμματος, συνολικού ύψους 24 δισ., ήταν η στήριξη της απασχόλησης».
«Οι αγορές εμπιστεύονται αυτή την κυβέρνηση και καταλαβαίνουν ότι υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να γίνουν μεγάλες κρατικές δαπάνες ώστε να υποστηριχθεί η πραγματική οικονομία και ειδικά για να προστατευθούν θέσεις εργασίας. Πρέπει να ξοδεύουμε χρήματα σοφά και το έχουμε πράξει», τόνισε χαρακτηριστικά.
Την προσδοκία ότι η χώρα θα μπορέσει να διαθέσει πολύ περισσότερα χρήματα για να δρομολογήσει το βασικό αναπτυξιακό της πρόγραμμα με ορίζοντα τριετίας ενισχύει το πακέτο των 32 δισ. που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη χώρα μας από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τόσο το Ταμείο όσο και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 συζητήθηκαν στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη του κ. Μητσοτάκη με τον Σαρλ Μισέλ.
Προσδοκία του Ελληνα πρωθυπουργού είναι να υπάρξει συμφωνία μέσα στον Ιούλιο, στις αρχές της γερμανικής προεδρίας.
Από το Φόρουμ των Δελφών τόνισε πάντως ότι «μολονότι η ευρωπαϊκή πρόταση είναι πολύ φιλόδοξη και τολμηρή, πρέπει πρώτα να οριστικοποιηθεί να υπογραφεί, να σφραγιστεί και να εγκριθεί από το Συμβούλιο και μετά θα γνωρίζουμε ακριβώς πόσο μεγάλο περιθώριο έχουμε ώστε να κινηθούμε και πόσο δημοσιονομικό χώρο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να στηρίξουμε την οικονομία σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο.
Οπως έχει τονίσει ο κ. Μητσοτάκης, πρόθεση είναι τα κονδύλια αυτά να υποστηρίξουν κεντρικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως η ψηφιακή μετάβαση, η πράσινη ανάπτυξη, η μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών, αλλά και να στηρίξουν τις βασικές πολιτικές της όπως η μείωση των φόρων και των εργοδοτικών εισφορών, η υποστήριξη της εργασίας και η κατάρτιση των εργαζομένων.
Από την έντυπη έκδοση