Πίσω από τη «γενναία» στάση, όπως ερμηνεύτηκε η πρόθεση για μονομερή ενέργεια, βρίσκεται η συνοχή στο εσωτερικό της κυβέρνησης, που πιέζεται με στόχο να αποδείξει ότι μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος η Ελλάδα είναι οικονομικά αυτόνομη.
Ωστόσο οι εισηγήσεις του οικονομικού επιτελείου είναι στην κατεύθυνση του συμβιβασμού, καθώς μπορεί οι θεσμοί να μην μπορούν να επιβάλουν κανόνες και μέτρα, μπορούν όμως να αναστείλουν μέτρα, παροχές αλλά και ουσιαστικά μέτρα πολιτικής στην πορεία προς την κανονικότητα.
Ολα αυτά χωρίς να μπορεί να υποτιμηθεί η αλλαγή του κλίματος, αν οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών αλλάξουν τη θετική στάση ή τουλάχιστον τους χαμηλούς τόνους που διατηρούν ως τώρα σε «παρασπονδίες» όπως η αύξηση του κατώτερου μισθού.
Κοινοτικοί αξιωματούχοι, που βρέθηκαν μέσα στην εβδομάδα στην Αθήνα, σημείωναν ότι αν τελικά προχωρούσε το νομοσχέδιο χωρίς τη συμφωνία των θεσμών, θα μπορούσε να μπλοκαριστεί η εφαρμογή του και από την ΕΚΤ (που παραμένει ο επόπτης των ελληνικών τραπεζών) και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία θα μπορούσε να καταδικάσει την Ελλάδα για παράνομες κρατικές ενισχύσεις λόγω της κρατικής επιδότησης των δόσεων των ρυθμισμένων δανείων που έχει αποφασιστεί για το διάδοχο καθεστώς του νόμου Κατσέλη.
Υπάρχουν όμως και πέντε καυτά θέματα που μπορεί να κριθούν, δημιουργώντας ένα ναρκοπέδιο ακόμη και για το προεκλογικό 2019.
Το πρώτο είναι το κόστος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που θα προκύψουν από τις δικαστικές αποφάσεις. Ε.Ε. και ΔΝΤ υπολογίζουν το κόστος αυτό κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ και θα θεωρηθεί ως έκτακτη επιβάρυνση για λόγους ανωτέρας βίας.
Η ελληνική πλευρά έχει ζητήσει να εγγράφεται το κόστος στο σύνολό του τη χρονιά που δημιουργείται η υποχρέωση, έστω και αν αποπληρώνεται σε ορίζοντα πενταετίας.
Ωστόσο οι προβλέψεις έναντι των υποχρεώσεων που μπορεί να επιβάλει η Ε.Ε. μέσα από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας μπορούν να μπλοκάρουν πολλές δαπάνες του Δημοσίου, της κοινωνικής πολιτικής μη εξαιρουμένης.
Το δεύτερο θέμα είναι η ρύθμιση των 120 δόσεων, η οποία έχει αναβληθεί ακριβώς λόγω της εκκρεμότητας με το διάδοχο καθεστώς του νόμου Κατσέλη-Σταθάκη.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Ούτως ή άλλως οι θεσμοί θεωρούν ότι η εφαρμογή μιας πολύ άνετης ρύθμισης για τις οφειλές σε ταμεία και εφορία θα επιδεινώσει την κουλτούρα πληρωμών προς το Δημόσιο.
Μια προεκλογική εξαγγελία για «άμεση» εφαρμογή, όπως έχει γίνει στην περίπτωση των ταμείων, θα ανοίξει άλλον ένα κύκλο διαπραγματεύσεων, με τις καθυστερήσεις πληρωμών να αυξάνονται και προς τα ταμεία και προς την εφορία, ειδικά σε μια προεκλογική χρονιά.
Μια ακόμη μονομερής ενέργεια, με ενεργοποίηση της ρύθμισης χωρίς την έγκριση των θεσμών μέσα στο καλοκαίρι, πέρα από την επιδείνωση του κλίματος, ίσως να γεννούσε και ερωτηματικά για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2019. Κάτι τέτοιο θα ενεργοποιούσε τη ρήτρα των «διορθώσεων», δηλαδή των αντισταθμιστικών μέτρων που προβλέπει η ενισχυμένη εποπτεία.
Το τρίτο θέμα είναι αυτό των προσλήψεων στο Δημόσιο. Ηδη έχει καταγραφεί υπέρβαση του ορίου, ειδικά για έκτακτους, αλλά η Ε.Ε. κρατά χαμηλούς τόνους όσο η Ελλάδα βρίσκεται εντός στόχου στα δημοσιονομικά.
Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των θεσμών έχουν ακούσει ως δικαιολογία ότι το ΑΣΕΠ δεν προλαβαίνει να εγκρίνει τις προσλήψεις προσωπικού της ΑΑΔΕ και τους διορισμούς ανεξάρτητων γενικών γραμματέων στα υπουργεία (που είναι καθυστερημένες δεσμεύσεις της Ελλάδας) λόγω φόρτου εργασίας από τις πρόσθετες 7.500 προσλήψεις στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» και σε σχολεία Ειδικής Αγωγής.
Αν η ανοχή που επιδεικνύεται αρθεί, τότε και οι προτεραιότητες του ΑΣΕΠ μπορεί να αλλάξουν και να συμπεριληφθούν και οι έκτακτοι που προσλαμβάνουν στις συνολικές προσλήψεις, με την απαίτηση να γίνουν διορθώσεις.
Το τέταρτο θέμα είναι το στρατηγικό σχέδιο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων που βρίσκεται σήμερα στην κρίση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Το σχέδιο πριν εφαρμοστεί θα πρέπει να πάρει και την έγκριση της ΕΚΤ και του SSM. Εχοντας αγνοηθεί ήδη μια φορά στον διάδοχο του νόμου Κατσέλη, θεωρείται ότι θα επιβάλει μέτρα που θα εξασφαλίζουν την ταχύτερη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Στην κατεύθυνση αυτή, σε συνδυασμό και με το νομοθέτημα για την πρώτη κατοικία θα μπορούσε να επιβάλει ακόμη αυστηρότερους στόχους στις τράπεζες, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Επίσης, είναι σαφές ότι το αίτημα των ελληνικών αρχών για αύξηση του ποσού των κρατικών ομολόγων που μπορούν να διακρατούν οι ελληνικές τράπεζες θα έπαιρνε αναβολή επ’ αόριστον.
Το πέμπτο θέμα θα είναι η έγκριση του αναθεωρημένου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2020-2023 που θα πρέπει λογικά να καταθέσει η Ελλάδα μέχρι και τον Μάιο.
Η υποχρέωση της κατάθεσης του Μεσοπρόθεσμου δεν αφορά μόνο στο ειδικό καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας που ισχύει για την Ελλάδα, αλλά αποτελεί συμβατική υποχρέωση για όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει όλες τις οικονομικές προβλέψεις για μία τετραετία και σχεδόν κάθε φορά αποτελεί αντικείμενο σκληρής διαβούλευσης με τους θεσμούς. Έχοντας πάρει πρωτοβουλίες χωρίς τη συμφωνία των θεσμών οι υπολογισμοί για τα επόμενα χρόνια θα είναι δύσκολοι.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής