Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα των τελευταίων «μυστικών» δημοσκοπήσεων που έχουν στα γραφεία τους τα κομματικά επιτελεία προσαρμόζοντας αναλόγως τη στρατηγική τους.
Οι μετρήσεις αυτές δεν διαφέρουν από τις έρευνες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τους πρώτους μήνες του 2019, λένε οι ειδικοί. Και σημειώνουν ότι στις «μυστικές» δημοσκοπήσεις βρίσκει ίσως κανείς διεξοδικότερες αναλύσεις, όχι όμως διαφορετική αποτύπωση των βασικών ποσοτικών συσχετισμών. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Ε.Τ.» της Κυριακής, τέσσερις είναι οι βασικές διαπιστώσεις όλων των τελευταίων ερευνών:
Υπάρχει τάση αύξησης της διαφοράς μεταξύ Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ και όχι το αντίθετο, όπως θα επιθυμούσε και ήλπιζε το Μέγαρο Μαξίμου. Γι’ αυτό και έχουν πυκνώσει πρόσφατα οι δηλώσεις του Αλ. Τσίπρα και των κυβερνητικών στελεχών για εκλογές στο τέλος της τετραετίας.
Οπως παρατηρούν οι εκλογολόγοι, ναι μεν τους τελευταίους μήνες του 2018 παρατηρήθηκε μείωση της διαφοράς στην πρόθεση ψήφου, αλλά αυτή προέκυψε με ταυτόχρονη άνοδο και των δύο προπορευόμενων κομμάτων.
Η Ν.Δ. δηλαδή δεν υστέρησε, ο ΣΥΡΙΖΑ όμως φαινόταν να αυξάνει δυνάμεις με μεγαλύτερο ρυθμό, αλλά είναι σαφές ότι στις νεότερες ενδείξεις η τάση αυτή έχει ανακοπεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ συρρικνώνεται, ενώ η Ν.Δ. παραμένει λίγο – πολύ στα ψηλά ποσοστά που εξασφάλισε κατά την προηγούμενη ανοδική περίοδο.
Αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη παρατήρηση που προκύπτει. Η Ν.Δ. μοιάζει σήμερα να συγκεντρώνει τα υψηλότερα ποσοστά της από το 2016, γεγονός που της επιτρέπει να φλερτάρει με την αυτοδυναμία, στον βαθμό βέβαια που το προβάδισμά της συνδυαστεί και με αξιόλογο ποσοστό εκτός αντιπροσώπευσης.
Όλγα Κεφαλογιάννη: Δεν έχω την πολυτέλεια για τα παιδιά μου να χάσω τον έλεγχο ούτε στιγμή
Να περάσουν δηλαδή το 3% και να εισέλθουν στη Βουλή λιγότερα από τα οκτώ κόμματα που το έκαναν στις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Σημειώνεται ότι το εύρημα αυτό εμφανίζεται ανεξάρτητα από τη διαφορά Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν προκύπτει δηλ. μόνο στις εταιρίες που παρουσιάζουν μεγάλες διψήφιες διαφορές, αλλά και σε εκείνες που περιορίζουν τη διαφορά στο 4-5%.
Συνεπακόλουθο είναι ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. δείχνει να «αντέχει». Αν και κανείς φυσικά δεν μπορεί να προδικάσει την τελική έκβαση, τουλάχιστον στην τρέχουσα συγκυρία οι περίφημες «γέφυρες» του ΣΥΡΙΖΑ με τον χώρο της Κεντροαριστεράς δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα.
Οι τάσεις δείχνουν ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. διατηρεί τα ποσοστά του, αν δεν ενισχύεται κιόλας και πάντως δεν αποδυναμώνεται.
Φυσικά, στην τελική έκβαση αυτών των διεργασιών θα παίξουν ρόλο κυρίως οι αναποφάσιστοι ψηφοφόροι, οι οποίοι διατηρούνται σε σχετικά υψηλά ποσοστά και αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ ή της αποχής.
Οπως παρατηρούν όμως οι εκλογολόγοι, είναι λάθος να συνδυάζονται ευθέως οι αναποφάσιστοι με το κόμμα που είχαν ψηφίσει στις προηγούμενες εκλογές.
Ιδίως σε ένα εκλογικό σώμα που έχει δείξει σε όλες τις προηγούμενες εκλογές, του 2015 και του 2012, ότι μεταβάλλει σε πολύ σημαντικό βαθμό την προτίμησή του από εκλογή σε εκλογή. Υπολογίζεται δηλαδή ότι κάθε φορά, σχεδόν 4 στους 10 επιλέγουν διαφορετικά.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής