Μπορεί ο κ. Τσίπρας να έδωσε εντολή στον κ. Κοτζιά να υπάρξουν κινήσεις που θα οδηγήσουν άμεσα σε εκτόνωση τις ελληνορωσικές σχέσεις κατά την έκτακτη συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά οι χθεσινές εξελίξεις οδηγούν σε νέα επιδείνωση. Χθες εκλήθη στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ο Ελληνας πρέσβης στη Μόσχα, Ανδρέας Φρυγανάς. Σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, η συζήτηση που ακολούθησε έγινε σε ήπιους τόνους, αλλά δεν υπήρξε κάποια ένδειξη ότι οι Ρώσοι θα κάνουν πίσω στην απόφασή τους να απελαθούν Ελληνες διπλωμάτες, σε απάντηση της ελληνικής ενέργειας.
Διαψεύσεις
Οπως έγινε και προχθές, όπου οι Ρώσοι διέψευσαν το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών όταν υποστήριξε ότι η επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα ζητήθηκε από τη Μόσχα, δημοσιοποιώντας δήλωση του κ. Κοτζιά που έλεγε ακριβώς το αντίθετο, έτσι και χθες το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η χθεσινή συζήτηση με τον Ελληνα πρέσβη στη Μόσχα διεξήχθη σε πιο έντονο κλίμα από αυτό που υποστήριζε η Αθήνα: «Στις 20 Ιουλίου κλήθηκε στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών ο Ελληνας πρέσβης Ανδρέας Φρυγανάς, στον οποίο εκφράσθηκε η έντονη διαμαρτυρία για τις συνεχιζόμενες αντιρωσικές δηλώσεις από την ελληνική πλευρά όσον αφορά την κατάσταση με τις απελάσεις δύο Ρώσων διπλωματών και την απαγόρευση εισόδου στη χώρα σε άλλους δύο πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας», έλεγε η ανακοίνωση της Μόσχας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σημείωνε πως «οι αναφορές της κ. Ζαχάροβα δεν είχαν κανένα στοιχείο έλλειψης σεβασμού προς την Ελλάδα».
Νωρίτερα, πάντως, η ρωσική πρεσβεία στην Ελλάδα είχε αναρτήσει στο twitter τις χθεσινές δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στην Αθήνα, Αντρέι Μασλόφ, ρίχνοντας νέο λάδι στη φωτιά: «Οι κινήσεις της ελληνικής πλευράς, κατά τη φετινή χρονιά των 190 χρόνων από την ίδρυση των διπλωματικών μας σχέσεων και της 25ης επετείου του θεμελιώδους Συμφώνου Φιλίας και Συνεργασίας, έχουν γίνει απογοήτευση για μας. Η δήλωση της Μ. Ζαχάροβα ήταν σωστή και ισορροπημένη, ενώ η αντίδραση του ελληνικού ΥΠΕΞ υπερβολική». Ανησυχία στην Αθήνα, αλλά χωρίς αντίδραση ως αργά χθες, προκάλεσαν ν και οι χθεσινές δηλώσεις της Γερμανίδας καγκελαρίου κ. Μέρκελ και συγκεκριμένα η απάντηση που έδωσε για το θέμα της διατήρησης του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά. Το οποίο έχει αναφέρει ως δεδομένο η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και πριν από περίπου ένα μήνα είχε απασχολήσει τα γερμανικά ΜΜΕ, τα οποία το συνέδεσαν με τις αποφάσεις που ελήφθησαν αργότερα σε επίπεδο Ε.Ε. για το προσφυγικό.
Δημοσκοπικό σοκ στον ΣΥΡΙΖΑ
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τις υποθέσεις που θέλουν το Βερολίνο και την Αθήνα να έχουν συμφωνήσει για την παράταση της ισχύος του χαμηλού συντελεστή στα νησιά με αντάλλαγμα τη συμφωνία για την επαναπροώθηση προσφύγων, η κ. Μέρκελ είπε: «Αυτό έχει ειπωθεί συχνά, αλλά κατηγορηματικά όχι! Εχω συζητήσει εντατικά μαζί του (ενν. τον κ. Τσίπρα) ότι δεν θα συνδέσουμε επ’ ουδενί αυτά τα πράγματα, διότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καλό για κανέναν από τους δυο μας, με οποιονδήποτε τρόπο. Και για αυτό κάτι τέτοιο δεν έγινε. Και τώρα έχει βρεθεί ένας τρόπος για το πώς θα αντισταθμιστεί η -ας πούμε- αλλαγή του προγράμματος μέσω της επιμήκυνσης των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ και για αυτό θα συνεδριάσει και η Επιτροπή Προϋπολογισμού την 1η Αυγούστου. Και πιστεύω ότι αυτός ο δρόμος που βρέθηκε τώρα είναι ένας καλός δρόμος. Αλλά δεν υπήρξε καμία σύνδεση των διαφορετικών θεμάτων».
Όλα ανοιχτά
Με αυτή τη δήλωση η κ. Μέρκελ αφήνει ανοιχτό το ζήτημα αλλά δεν επιβεβαιώνει ότι υπάρχει απόφαση για διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ, όπως έχει πει η κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, ασχολίαστα άφησε η κυβέρνηση και τα όσα είπε η Γερμανίδα καγκελάριος για το τέλος του προγράμματος: «Η 20ή Αυγούστου είναι μια σημαντική ημέρα», δήλωσε η κ. Μέρκελ, αναφερόμενη στην ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας, διευκρινίζοντας ότι η συνέχεια της επίδρασης των προγραμμάτων δεν τελειώνει την ίδια ημέρα. «Πιστεύω ότι είναι ένας καλός συμβιβασμός», υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Πιστεύω -και έχω μιλήσει για αυτό με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα- ότι είναι μια σημαντική ημέρα τον Αύγουστο, όταν αυτό το πρόγραμμα θα έχει τελειώσει, αλλά η συνέχεια της επίδρασης αυτών των προγραμμάτων δεν έχει τελειώσει με αυτήν την ημέρα και για αυτό πρέπει και στο μέλλον να μπορούμε να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον. Αρα, βλέπω περισσότερο μια απόδειξη εμπιστοσύνης ότι δίνουμε στην Ελλάδα για δεκαετίες επιπλέον χρόνο, προκειμένου να βγει από μια δύσκολη κατάσταση».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]