Το σενάριο περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες το φθινόπωρο, στη λογική της αναζήτησης της «καλύτερης ευκαιρίας», παραμένει ισχυρό, αλλά η εξάντληση της τετραετίας, ως ανάγκη και όχι ως επιλογή, κερδίζει πόντους.
Οι εξελίξεις στην Ιταλία έχουν προκαλέσει σοκ στην κυβέρνηση, που μετά βίας προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία της, με καθησυχαστικές δηλώσεις, όπως αυτές που κάνει -και επαναλαμβάνει σήμερα- ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Ο ένας μετά τον άλλο εταίρο συναρτά την ιταλική κρίση με τις διαπραγματεύσεις για την «επόμενη ημέρα» της ελληνικής οικονομίας και κινούνται ήδη στη λογική της σκλήρυνσης των δεσμεύσεων που θα αποφασιστούν για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος, ό,τι δηλαδή προσπαθούσε η κυβέρνηση να αποφύγει.
Στο Μαξίμου και το υπουργείο Οικονομικών παρακολουθούσαν με τρόμο, την εβδομάδα που πέρασε, τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να ακολουθούν σε παράλληλη πορεία τα ιταλικά ομόλογα και την ίδια στιγμή να μην επηρεάζονται ούτε οι αποδόσεις της Πορτογαλίας ούτε καν της Ισπανίας, χώρας που βρίσκεται σε πολιτική κρίση και αναταραχή.
Η κοινή πεποίθηση των δανειστών περί «εύθραυστης πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές» επαναφέρει στο τραπέζι την προληπτική γραμμή στήριξης, ανεξαρτήτως του ονόματος που θα προσπαθήσει να δώσει η κυβέρνηση, που στην παραποίηση της πραγματικότητας παραμένει ευρηματική. Στην ίδια κατεύθυνση, η «καθαρή έξοδος», με την πολιτική έννοια της χειραφέτησης και της ελευθερίας άσκησης οικονομικής πολιτικής που ήθελε να της δώσει ο κ. Τσίπρας, έχει ήδη εγκαταλειφθεί.
Η κυβέρνηση δεν κατάφερε να πάρει την εξάμηνη παράταση στο μείζον ζήτημα της μείωσης των συντάξεων ούτε όμως την αναβολή της μείωσης του αφορολογήτου – και αυτό δεν έχει πλέον να κάνει με την παραμονή ή όχι του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. «Αυτά τα μέτρα είναι μέρος των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν. Είναι σημαντικό η Ελλάδα να αποδείξει αξιόπιστα ότι είναι δεσμευμένη στη μεταρρυθμιστική της πορεία στο μέλλον», είπε ενδεικτικά ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM Ρολφ Στράουχ στην αποκλειστική του συνέντευξη στη «Ναυτεμπορική», ενώ και ο επικεφαλής των θεσμών Ντέκλαν Κοστέλο διεμήνυσε προχθές ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει την πολιτική της και να αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις διότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη των αγορών».
Επομένως, όσοι συνεχίζουν να μιλούν δημοσίως για αθέτηση αυτών των δύο δεσμεύσεων στο μέλλον, με το επιχείρημα ότι θα δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος, απλώς κοροϊδεύουν την κοινή γνώμη ή δεν γνωρίζουν ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η κυβέρνηση έχει ήδη εγκαταλείψει αυτές τις διεκδικήσεις, αναμένοντας να πάρει ως αντάλλαγμα το «οκ» για έκτακτες κοινωνικές δαπάνες, με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια, όπως έκανε και πέρυσι με τη λεγόμενη «13η σύνταξη».
Σε ό,τι αφορά την περίοδο μετά τον Αύγουστο, η κυβέρνηση προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός ότι οι θεσμοί τής έχουν ήδη διαμηνύσει ότι οι έλεγχοι θα συνεχιστούν κανονικά και δεν πρόκειται να ισχύσει για την Ελλάδα ό,τι ίσχυσε για άλλες χώρες που βγήκαν από το πρόγραμμα, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία.
«Ο ESM δεσμεύεται από τη Συνθήκη του ESM και το “σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης” ώστε να επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα για να διασφαλίζει ότι οι εξελίξεις βαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση, έτσι ώστε τελικά η χώρα να είναι σε θέση να μας αποπληρώσει. Αυτό το κάνουμε μαζί με την Κομισιόν και τη “μετα-προγραμματική εποπτεία” της, γεγονός που συνεπάγεται μία πιο στενή επιτήρηση. Η ακριβής μορφή των μετα-προγραμματικών συμφωνιών με την Ελλάδα συζητούνται επί του παρόντος. Θα μπορούσαν επίσης να αποφασιστούν στο Eurogroup του Ιουνίου» είπε σχετικά ο Ρολφ Στράουχ εκ μέρους του ESM, βγάζοντας εκτός πορείας την κυβερνητική προπαγάνδα, που αδυνατίζει όσο πλησιάζουμε στη συμφωνία-πακέτο.
Γνωρίζοντας όλα αυτά, ο πρωθυπουργός έχει εγκαταλείψει δημοσίως τη φράση «καθαρή έξοδος», στοχεύοντας πλέον στη γενναία διευθέτηση χρέους. Ούτε όμως σε αυτό το πεδίο τα πράγματα ευνοούν τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Το κυρίαρχο κλίμα ανάμεσα στους θεσμούς είναι ότι η Ελλάδα έχει ήδη επωφεληθεί από μία άνευ προηγουμένου ελάφρυνση χρέους (σ.σ.: εννοούν το 2011 και το PSI), ότι έχουν ήδη επεκτείνει σημαντικά τις ωριμάνσεις των δανείων από τον EFSF και έχουν αποφασίσει την αναβολή πληρωμών για τόκους και αποπληρωμές ως το 2023. Αυτό που υπάρχει στο τραπέζι, με βάση τις δηλώσεις τoυ Eurogroup το 2012, το 2016 και το 2017, είναι μία περαιτέρω επέκταση των ωριμάνσεων στα δάνεια του EFSF, η μεταφορά των κερδών του ευρωσυστήματος πίσω στην Ελλάδα και μία – δύο ακόμα ενέργειες μικρού βεληνεκούς. Δεν προβλέπεται κάτι άλλο και επιπρόσθετη ελάφρυνση χρέους μπορεί να αποφασιστεί με δύο προϋποθέσεις:
- Πρώτον ότι η Ελλάδα θα τελειώσει το πρόγραμμα επιτυχώς χωρίς εκκρεμότητες.
- Δεύτερον, μόνο αν η ελληνική οικονομία πραγματικά το χρειάζεται.
Αυτή είναι η συμφωνία-πακέτο που αναμένεται και δεν μπορεί να «πουληθεί» στην ελληνική κοινή γνώμη, με την έννοια της επικοινωνιακής διαχείρισης των μεγάλων ζητημάτων που είναι ο βασικός γνώμονας του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και 3,5 χρόνια – ως restart της ελληνικής οικονομίας ή έστω ως ασφαλής έξοδος από το πρόγραμμα.
Εκτακτη σύγκληση της Κ.Ο. ζήτησαν 36 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ
Οι 36 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που ζήτησαν έκτακτη σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και ενημέρωση από τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο (θα γίνει την Τρίτη το μεσημέρι), δεν ανέλαβαν αυτή την πρωτοβουλία επειδή τα πράγματα πηγαίνουν καλά, όπως λέει ο κ. Τσίπρας στις διάφορες παρεμβάσεις του, ή για να ενημερωθούν για το πολυνομοσχέδιο που θα κληθούν να ψηφίσουν μέσα στον Ιούνιο. Ζήτησαν να ενημερωθούν διότι έχουν πληθύνει οι παρεμβάσεις εκ μέρους των εταίρων το τελευταίο διάστημα που περιγράφουν την πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων και τη δύσκολη συμφωνία που έρχεται.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]