Από νωρίς χθες το πρωί συνταξιούχοι συγκεντρώθηκαν έξω από το Μέγαρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα και από το σχετικό κάλεσμα, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για το επίμαχο νόμο, εν όψει της δικαστικής διαδικασίας, ενώ και εντός της αίθουσας βρέθηκαν ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εργασίας, Δημήτρης Σρατούλης, και η τέως πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Η συζήτηση ξεκίνησε με μια εκ των εισηγητών της υπόθεσης να ζητά την εξαίρεσή της από τη διαδικασία, καθώς η ίδια είχε συμμετάσχει στη σχετική νομοπαρασκευαστική επιτροπή.
Ακολούθως, το λόγο έλαβαν οι 32 συνολικά δικηγόροι των προσφευγόντων, οι οποίοι με μια σειρά επιχειρημάτων έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου. «Είναι εξαιρετικά πιθανό η περιουσία υγειών ασφαλιστικών ταμείων να χαθεί. Δεν ξέρω πώς μπορεί να οριστεί η αξιοπρεπής διαβίωση», αναρωτήθηκε πληρεξούσιος δικηγόρος κατά την αγόρευσή του, ενώ άλλος υποστήριξε ότι καταδεικνύεται πως «το Δημόσιο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε δυνατότητα με αλλά μέσα να διατηρηθεί η βιωσιμότητά του», επισημαίνοντας ότι ο επίμαχος νόμος θα πρέπει να κριθεί αντισυνταγματικός.
«Δεν παράγεται κανένα δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αλλά συνεχίζονται οι περικοπές», τόνισαν οι δικηγόροι
Μάλιστα, αναφέρθηκαν στη σκληρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται περίπου 2.750.000 συνταξιούχοι μετά τις περικοπές των συντάξεών τους, τονίζοντας πως σε κάθε νέα περικοπή το Δημόσιο επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος. «Δεν παράγεται κανένα δημοσιονομικό αποτέλεσμα, αλλά συνεχίζονται οι περικοπές» αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του, το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε πως ο νόμος Κατρούγκαλου αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση και εξασφαλίζει το μέλλον των συντάξεων. «Πρέπει και οι επόμενες γενιές να πάρουν μια σύνταξη. Ο νόμος έχει και σκοπό δημοσιονομικού οφέλους», είπαν χαρακτηριστικά οι δικηγόροι που εκπροσωπούσαν τον ΕΦΚΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου, τη σύνταξη των 346 ευρώ θα λαμβάνουν όσοι έχουν 15 χρόνια ασφάλισης ή 4.500 ένσημα. Αντίστοιχα, όσοι έχουν 20 έτη ασφάλισης ή 6.000 ένσημα θα λαμβάνουν το ποσό των 384 ευρώ, ενώ και στις δύο περιπτώσεις οι δικαιούχοι λαμβάνουν τα παραπάνω ποσά σε ηλικία 67 ετών. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος αναμένεται να εκδοθεί τους επόμενους μήνες.
Αντωνία Ξυνού
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου