Αντίθετα, η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, η πολιτική πρόταση που παρουσιάζει ειδικά στον τομέα της οικονομίας, η πίστη στην ανάγκη της ανάπτυξης, των μεταρρυθμίσεων και της δημιουργίας θέσεων εργασίας έχουν δώσει μια σημαντική δυναμική στη γαλάζια παράταξη, με αποτέλεσμα η διαφορά της Ν.Δ. με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει διπλασιαστεί.
Η υπεροχή είναι σαφής σε όλους τους δείκτες. Τόσο στην πρόθεση ψήφου και στην παράσταση νίκης όσο και στην επιλογή καταλληλότερου πρωθυπουργού.
Ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής επιχειρεί μια σύγκριση των σημερινών ευρημάτων με εκείνα του Σεπτεμβρίου 2016. Οταν δηλαδή τελείωσε η περυσινή καλοκαιρινή περίοδος μέχρι την έναρξη της φετινής καλοκαιρινής περιόδου. Ενα πλήρες πολιτικό έτος δηλαδή, που ξεκίνησε με τη γνωστή καλλιέργεια αισιοδοξίας από την κυβέρνηση ότι θα κλείσει σύντομα (έλεγε τότε) την αξιολόγηση και όλα θα πάνε καλά. Ο… «έλεγχος» όμως λέει άλλα πράγματα.
Στην πρόθεση ψήφου (ΠΑ.ΜΑΚ. και Κάπα Research) η διαφορά υπεροχής και προβαδίσματος της Ν.Δ. τείνει να διπλασιαστεί. Στην έρευνα της Prorata μάλιστα υπάρχει ακριβώς διπλασιασμός (από 8% σε 16%). Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα ευρήματα αυτά δεν είναι πρόθεση ψήφου, αλλά όρια εκλογικής επιρροής. Οι πολίτες δηλαδή απαντούν πόσο πιθανό είναι να ψηφίσουν το κάθε κόμμα και η εταιρία παρουσιάζει τις απαντήσεις πιθανότητας από 50% και πάνω για το κάθε κόμμα, ενώ οι ερωτώμενοι μπορεί να δώσουν απάντηση πιθανότητας 50% και πάνω για περισσότερα από ένα κόμματα.
Και στην παράσταση νίκης (ποιο κόμμα θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές) η διαφορά υπέρ της Ν.Δ. έχει αυξηθεί εντυπωσιακά όπως και οι απαντήσεις στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό.
Φιντάν για ελληνοτουρκικά: Προτιμάμε συζήτηση - «πακέτο» για όλα τα θέματα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Την ίδια στιγμή, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης και ιδίως του πρωθυπουργού προσωπικά να παρουσιάσει αισιόδοξα τα πράγματα και να πείσει την κοινή γνώμη ότι η πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup είναι πολύ καλή και σχεδόν έτσι όπως η κυβέρνηση επιθυμούσε και διαπραγματευόταν τόσο καιρό, οι πολίτες έχουν διαφορετική γνώμη.
Και οι τρεις έρευνες που διεξήχθησαν έχουν ως κοινό παρονομαστή την απογοήτευση του κόσμου και την αρνητική αξιολόγηση της συμφωνίας [η έρευνα της Prorata δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», η έρευνα της Alco στο site «news24/7» και η έρευνα του ΠΑ.ΜΑΚ. (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) παρουσιάστηκε, όπως πάντα, στον ΣΚΑΪ].
Οι θετικές απαντήσεις είναι σε όλες τις περιπτώσεις λιγότερες από 20%. Στην ευθεία ερώτηση μάλιστα του ΠΑ.ΜΑΚ., «με μία λέξη, η κυβέρνηση πήρε αυτό που ήθελε ή όχι;», έχουμε το μικρότερο ποσοστό απ’ όλα, καθώς μόλις το 13% πιστεύει ότι πράγματι η κυβέρνηση πήρε αυτό που ήθελε. Επίσης, στην επιλογή των λέξεων που εκφράζουν τα συναισθήματα του κόσμου μετά τη συμφωνία, που τέθηκε από την Prorata, οι θετικές λέξεις που μπορούσαν να επιλέξουν οι ερωτώμενοι συγκεντρώνουν συνολικά μόνο 15%. Αλλά και στην έρευνα της Alco, ακόμα και το ερώτημα που τέθηκε -και θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως κάποια σανίδα σωτηρίας για την κυβέρνηση- να συγκριθεί η πρόσφατη απόφαση στο Eurogroup με άλλες παλαιότερες αποφάσεις (των προηγούμενων κυβερνήσεων) και εδώ μόλις το 16% απάντησε ότι η σημερινή απόφαση είναι μάλλον καλύτερη.
Στο κλίμα αυτό, η «εντολή» από την οδό Πειραιώς προς όλα τα στελέχη και τους βουλευτές είναι να μην υπάρχει κανένας εφησυχασμός και καμία αλαζονεία αλλά συνεχής δουλειά και χαμηλοί τόνοι.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ολοκληρωμένο σχέδιο της Ν.Δ. για την οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το φθινόπωρο από το βήμα της ΔΕΘ όπου θα «απαντήσει» με συγκεκριμένα στοιχεία στο… ερώτημα της κυβέρνησης για τις θέσεις της Νέας Δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος της Ν.Δ. σχεδιάζει το επόμενο μεγάλο στοίχημα για την παράταξη που είναι η ανανέωση ώστε να φέρει νέο αέρα και ελπίδα.
Η κυβέρνηση πέρασε κάτω από τον πήχυ
ΠΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, δύο χρόνια μετά το αχρείαστο δημοψήφισμα, τα capital controls και την ψήφιση δύο νέων πακέτων με σκληρά μέτρα, η χώρα βρίσκεται εκεί που ήταν πριν από τρία χρόνια, στο καλοκαίρι του 2014: με μία αμυδρή ελπίδα για έξοδο στις αγορές και με πάρα πολλά που έχουν να γίνουν ακόμα για να επιστρέψει σε στοιχειώδη κανονικότητα. Η Ελλάδα έχασε τρία πολύτιμα χρόνια, τουλάχιστον «δεν έπεσε», αλλά η πορεία έχει πλέον επιβαρύνει υπέρμετρα το μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Εκεί είμαστε, και φυσικά το γνωρίζουν πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι οι πολίτες που το ζουν καθημερινά. Νομίζω ότι κανείς ποτέ δεν θα καταλάβει τι ακριβώς λένε οι δημοσκοπήσεις, αν δεν έχει καταλάβει πρώτα τη βασική κοινή συνισταμένη με την οποία ο κόσμος αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Τονίζονται όλα αυτά γιατί κάπως πρέπει να ερμηνευθεί ρεαλιστικά το γεγονός της πολύ μεγάλης άρνησης της κοινής γνώμης να δεχτεί τον πρόσφατο κυβερνητικό «ενθουσιασμό». Ακριβώς αυτό είναι με δύο λόγια το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα ερωτήματα που έθεσαν οι δημοσκοπήσεις και αφού ο ίδιος ο πρωθυπουργός μάς είπε με όλους τους τρόπους «πόσο καλά» πηγαίνουν τα πράγματα. Ο κόσμος είναι σαφές ότι δεν συμφωνεί. Σπάνια στις δημοσκοπήσεις έχουμε τόσο ομόφωνα συμπεράσματα από τόσες διαφορετικές πηγές (δύο από αυτές κοινοποιήθηκαν άλλωστε σε φιλικά μέσα για την κυβέρνηση).
Οπως είναι φυσικό, ο περίγυρος αυτός έχει αντίκτυπο και στην εκλογική συμπεριφορά. Αν δει κανείς προσεκτικά, ανεξάρτητα από τους αριθμούς και τα ποσοστά που παρουσιάζει η κάθε εταιρία, υπάρχει ένα πολύ βασικό κοινό χαρακτηριστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται λίγο – πολύ στο χαμηλότερο σημείο που έχει μετρηθεί από τις αρχές του 2016 και η Ν.Δ. στο ψηλότερο. Και τα δύο μαζί δημιουργούν προφανώς τη μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων που έχουμε γνωρίσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, μέχρι… την επόμενη.
Αυτά είναι λογικό να συμβαίνουν στην πολιτική όταν νομίζεις ότι μπορείς να κοροϊδεύεις συνέχεια. Κάποια στιγμή θα σε πάρουν είδηση και μετά μάλλον δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Ιδίως όταν εξακολουθείς να γαντζώνεσαι στην προσπάθεια να κάνεις τη νύχτα μέρα (το κυβερνητικό non paper που κυκλοφόρησε την εβδομάδα που πέρασε θα μείνει… ανεπανάληπτο στην ιστορία των «εφευρέσεων» της στείρας αντιπαράθεσης). Ισως όμως αυτό είναι τελικά και το βασικό πρόβλημα με τη σημερινή κυβέρνηση: το σύνδρομο του μικρού παιδιού που θέλει να κάνει τον μεγάλο. Μιμείται, σαν να ζει στις μέρες του παλιού δικομματισμού, αλλά η σελίδα αυτή έχει γυρίσει ήδη. Η κοινωνία και οι πολίτες έχουν προχωρήσει πιο μπροστά.