Σύμφωνα με το έγγραφο προβληματισμού, που δημοσιοποίησε η Κομισιόν ως συνεισφορά στη συζήτηση που ξεκίνησε για το μέλλον της Ε.Ε., η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να αφήσει μια «τρύπα» στον προϋπολογισμό της τάξης των 10-11 δισ. ευρώ ετησίως. Κι αυτό γιατί έχει καθαρή συνεισφορά στους ιδίους πόρους, δίνει περισσότερο από όσα εισπράττει μέσω των κοινών πολιτικών.
Εάν στο παραπάνω ποσό προστεθούν τα πρόσθετα χρήματα που θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια για την ευρωπαϊκή Αμυνα και το προσφυγικό, τότε το έλλειμμα θα φτάσει και μπορεί να ξεπεράσει τα 20 δισ. ευρώ ετησίως.
Με άλλα λόγια, εάν δεν βρεθεί λύση, που είναι το πιθανότερο σενάριο, το επόμενο χρηματοδοτικό πακέτο για την επταετία 2021-2027 θα έχει μια «τρύπα» 140 δισ. ευρώ σε σχέση με το σημερινό, δηλαδή όσο είναι ο ετήσιος προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το πρόβλημα θα μπορούσε να εμφανιστεί και νωρίτερα, δηλαδή το 2019 ή το 2020, εάν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit οδηγηθούν σε αδιέξοδο και το διαζύγιο δεν είναι συναινετικό. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι ζητούν από το Λονδίνο 60 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση όλων των δεσμεύσεων που ανέλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο ως χώρα- μέλος μαζί με τους εταίρους. Οι Βρετανοί σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται διατεθειμένοι να καλύψουν αυτό το ποσό, που σημαίνει ότι η «τρύπα» στον κοινοτικό προϋπολογισμό μπορεί να προκύψει πριν από το 2021.
Αναφορικά με τις πιθανές λύσεις για την κάλυψη του κενού, οι πραγματικές επιλογές για τις κυβερνήσεις στη διαπραγμάτευση που θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2018 είναι τρεις. Η πρώτη είναι η αύξηση των ιδίων πόρων, δηλαδή οι πλούσιες χώρες να καλύψουν το κενό που θα προκαλέσει η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου. Η δεύτερη επιλογή είναι να υπάρξουν οριζόντιες περικοπές παντού σε σχέση με το σημερινό χρηματοδοτικό πακέτο, της περιόδου 2014-2020. Η τρίτη επιλογή είναι ένας συνδυασμός των δύο, δηλαδή αύξηση των ιδίων πόρων με ταυτόχρονες περικοπές δαπανών.
Είναι προφανές ότι η πρώτη επιλογή θα πρέπει να αποκλειστεί για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι πλουσιότερες χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Σουηδία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία) δεν έχουν καμία διάθεση να αυξήσουν την καθαρή συνεισφορά τους στον προϋπολογισμό. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια καθαρή συνεισφορά στον προϋπολογισμό που βαίνει αυξανόμενη έχουν και οι Ιταλοί.
Φιντάν για ελληνοτουρκικά: Προτιμάμε συζήτηση - «πακέτο» για όλα τα θέματα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Κανένα από τα παραπάνω κράτη-μέλη δεν προτίθεται να χρηματοδοτήσει γενναία τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και κυρίως αυτές που στη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης επέδειξαν και συνεχίζουν να επιδεικνύουν πλήρη έλλειψη αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Ιταλία.
Δεν ήταν καθόλου τυχαία η φράση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν πριν από λίγες μέρες, σύμφωνα με την οποία: «Η Ε.Ε. δεν είναι σούπερ μάρκετ, για να διαλέξεις τι θα πάρεις». Η αιχμή ήταν για τους Πολωνούς, τους Ούγγρους και τους Τσέχους, οι οποίοι από τη μια εισπράττουν μεγάλα ποσά από την Ε.Ε. και από την άλλη, όταν εμφανίστηκε το προσφυγικό πρόβλημα, σήκωσαν φράκτες κατά μήκος των συνόρων τους.
Η λύση των οριζόντων περικοπών φαίνεται η πιο πιθανή επιλογή, παρά τις αντιδράσεις που είναι βέβαιο πως θα υπάρξουν από τις ανατολικές χώρες, αλλά και από άλλες που επωφελούνται από τα κοινοτικά κονδύλια, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Στην καλύτερη περίπτωση οι χώρες με καθαρή συνεισφορά στον προϋπολογισμό θα δεχθούν μια μικρή αύξηση για να καλύψουν ένα μέρος των πρόσθετων δαπανών της ευρωπαϊκής άμυνας και του προσφυγικού.
Η Ελλάδα θα είναι η χώρα που θα πληγεί περισσότερο σε περίπτωση οριζόντιων περικοπών, γιατί πρόκειται για το μοναδικό κράτος-μέλος που επωφελείται και από τις δύο μεγάλες κοινοτικές πολιτικές, τη συνοχή και την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Οι δύο αυτές πολιτικές απορροφούν μαζί σήμερα περίπου 100 από τα 145 δισ. ευρώ του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι χρηματοδοτήσεις που επωφελείται η χώρα μας από τις δύο αυτές πολιτικές για την περίοδο 2014-2020 φτάνουν τα 35 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 20 δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία και 15 δισ. ευρώ από το Γεωργικό Ταμείο (εισοδηματικές ενισχύσεις γεωργών, προγράμματα). Δηλαδή μιλάμε για 5 δισ. ευρώ ή 2,5% του ΑΕΠ ετησίως. Τα χρήματα αυτά επέτρεψαν την επιβίωση της χώρας μας στη διάρκεια της σημερινής κρίσης. Σε συνδυασμό με τα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων τα χρήματα αυτά κράτησαν όρθια την πραγματική οικονομία, διαφορετικά θα είχε καταρρεύσει.
Μάλιστα, εάν δεν μεσολαβούσε το Brexit, η χώρα μας θα έπαιρνε για την επταετία 2021-2027 περισσότερα σε σχέση με την περίοδο 2014-2020, γιατί εξαιτίας της κρίσης έχει μειωθεί το ΑΕΠ σε όλες τις ελληνικές περιφέρειες και συνεπώς η Ελλάδα είναι επιλέξιμη ως στόχος 1, δηλαδή θεωρείται οικονομικά ασθενέστερη περιοχή που μπορεί να επωφεληθεί μαζικών κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής που κυκλοφορεί