«Για τον τόπο μας οι διώξεις αποτελούν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια, διαιρείτε το λαό την ώρα που η οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση τραγική και θα βρεθεί σε αδιέξοδα. Το πρόβλημα δεν είναι εάν θα υποτιμηθεί τώρα η δραχμή, το τραγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αντέχει τα βάρη και τα ελλείμματα, ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που η Ελλάδα δεν θα μπορεί να δανειστεί και θα καταφύγει ικέτης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ελλάδα του κ. Παπανδρέου θα έχει την τύχη της Τουρκίας της κυρίας Τσιλέρ. Ο ελληνικός λαός δεν πίστεψε όσα του είπαμε εμείς τον περασμένο Οκτώβριο, αλλά τα ψέματά σας. Η πολιτική που προτείνετε οδηγεί την Ελλάδα στην καταστροφή».
Ο ίδιος κλείνοντας την ομιλία του ζήτησε ενότητα, για «να βγει Ελλάδα από την κρίση που έρχεται».
Κινδυνεύει η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας
Από το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας σήμανε συναγερμό για τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Οι επισημάνσεις του κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της Ν.Δ. ήταν καίριες:
«Η οικονομική μας κατάσταση έχει περιγραφεί με τα μελανότερα χρώματα στις πρόσφατες εκθέσεις ΟΟΣΑ, ΕΟΚ, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της υπερκομματικής επιτροπής Αγγελόπουλου. Η Κοινότητα μάλιστα αναγκάστηκε να απευθύνει στον πρώην πρωθυπουργό, καθηγητή κ. Ζολώτα, διά του προέδρου της κ. Ντελόρ, την αυστηρότερη προειδοποίηση που έχει ποτέ κάνει σε κράτος-μέλος, στην οποία αναφέρεται ότι, αν δεν ληφθούν επειγόντως δραστικά μέτρα, κινδυνεύει η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αλλά και η συμμετοχή της στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Για να μην επαναλάβω τις σχετικές φράσεις από αυτές τις εκθέσεις θα παραθέσω μόνο μερικά στοιχεία που αφορούν τα κρίσιμα μεγέθη της οικονομίας.
Το δημόσιο χρέος υπερδεκαπλασιάσθηκε στην 8ετία και υποθηκεύθηκε έτσι το μέλλον μας. Το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών στην 8ετία 1982-1989, παρά την απουσία πετρελαϊκής κρίσεως και την εισροή 11 δισ. δολαρίων από την ΕΟΚ, είχε συνολικό έλλειμμα που διαμορφώθηκε τελικά στα 15,7 δισ. δολάρια.
Ο πληθωρισμός την ίδια περίοδο ήταν και είναι υπερτριπλάσιος του μέσου όρου των χωρών της ΕΟΚ και η αποεπένδυση ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομίας, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγικότητας και την κατακόρυφη πτώση της ανταγωνιστικότητας.
Κυρίαρχο, όμως, ήταν -και αυτό ομολογείται από όλες τις πλευρές – και παραμένει κυρίαρχο- το πρόβλημα της διόγκωσης του ελλείμματος του δημόσιου τομέα, που διαμορφώθηκε σε τραγικά ποσοστά πάνω από 20% του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος το 1989».
«Η κυβέρνηση Τσίπρα θα είναι η χειρότερη μνημονιακή, δεν θα μας βγάλει από το τέλμα»
Σε συνέντευξή του στη Σταυρούλα Παναγιωτάκη για την «Athens Voice» τον Μάιο του 2016, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε διατυπώσει τις εκτιμήσεις του για την κυβέρνηση Τσίπρα.
Το σχετικό απόσπασμα είναι το ακόλουθο:
Ηρθαμε στα πολιτικά και δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω… Μπορεί άραγε να μας βγάλει από το τέλμα η κυβέρνηση Τσίπρα ή θα είναι μία ακόμα μνημονιακή κυβέρνηση όπως οι προηγούμενες;
Θα είναι η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος και δεν θα μας βγάλει από κανένα τέλμα. Διά τον απλούστατο λόγο ότι δεν πιστεύει στην πολιτική την οποίαν ασκεί υπό πίεση. Οταν ένα κόμμα, ένας πρωθυπουργός, ένας πολιτικός αρχηγός, βγαίνει και λέει στο λαό ότι αποφασίζω αυτό αλλά είναι λάθος και το κάνω μόνο και μόνο γιατί οι κακοί ξένοι με εκβιάζουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει την πολιτική αυτή. Η πολιτική του Μνημονίου ήταν σε μεγάλο της μέρος σωστή, είχε πολλά λάθη αλλά είχε και σωστά, όμως δεν εφαρμόστηκε τίποτα. Την ώρα που ιδιωτικοποιούν το λιμάνι, π.χ., υπογράφει ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί διαφωνούν και το λένε δημόσια. Τραγέλαφος και αθλιότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως ο κόσμος τρελαίνεται, δεν ξέρει τι να πιστέψει. Ενώ αν αντιθέτως από την αρχή έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις την αλήθεια, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και η αλήθεια είναι πάρα πολύ απλή, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάς πρέπει να ζει με το εισόδημα που έχει. Δεν υπάρχει κανείς ο οποίος θα μας χαρίσει λεφτά ούτε μπορούμε να δανειζόμαστε για να ζούμε καλύτερα. Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια είναι ότι οι Ελληνες πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικοί στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, διότι αλλιώς, όταν δεν έχουμε εισόδημα, το βιοτικό επίπεδο θα πέφτει και κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει.
Μαρινάκης για ηλεκτρικό ρεύμα: Εφόσον υπάρξει ανάγκη οριζόντιας επιδότησης, θα υπάρξει στήριξη
Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει πρώτα να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία και δεύτερον να κάνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα μας επιτρέψουν να ξεφύγουμε. Θα παραμερίσουμε διάφορες διαδικασίες, δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατίες και προνόμια τα οποία παίρνουν διάφορες ειδικές ομάδες και θα μπορέσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτό βέβαια απαιτεί θυσίες. Ενώ θα έπρεπε να πούμε στον ελληνικό λαό ότι αυτές τις κάνουμε για το καλό μας, τώρα λέμε ότι τις θυσίες μάς τις επιβάλλουν οι κακοί ξένοι και δημιουργείται ένα αδιέξοδο.
Μπορούμε να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο;
Ναι, μπορούμε, αν σχηματιστεί μια κυβέρνηση ευρωπαϊκή. Οι ευρωπαϊστές σήμερα έχουν πλειοψηφίες και στο λαό και στη Βουλή. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει μια κυβέρνηση που να περιλαμβάνει τους ευρωπαϊστές, τους μεταρρυθμιστές, μια κυβέρνηση που να έχει το θάρρος να πει την αλήθεια -αυτό συμβαίνει με τον Κυριάκο τώρα-, να πει στους Ελληνες ότι αυτά κύριοι είναι, αν δεν μεγαλώσει η πίτα δεν πρόκειται να πάρετε περισσότερο. Τι βάζετε κόκκινες γραμμές; Χωρίς λεφτά κόκκινες γραμμές δεν υπάρχουν. Να δει ο κόσμος, να μάθει, γιατί η αλήθεια είναι πως και ο λαός έχει εν μέρει τη δική του ευθύνη που είναι πολύ πολύ μικρότερη.
«Είχαμε πτωχεύσει από το “Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα”»
Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, έγινε η μοιραία επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής του λαού μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους. Ελλείμματα που χρηματοδοτούσαν καταναλωτικές δαπάνες, ανεξέλεγκτες ασφαλιστικές παροχές και ασφυκτικός εναγκαλισμός της οικονομίας από το κράτος μάς οδήγησαν, μετά από δεκαετίες άσκησης αυτής της πολιτικής, στον σημερινό εφιάλτη.
Η πρώτη προειδοποίηση του τι επρόκειτο να ακολουθήσει ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, όταν, μετά τη ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών και την αντίστοιχη πτώση της ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Τότε ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου -ο οποίος ό,τι κι αν έκανε εγνώριζε πάντως καλά τα θέματα της οικονομίας- αντελήφθη ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο και επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα διορίζοντας τον Κώστα Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η πολιτική του «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα» επικράτησε, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε προειδοποιώντας ότι η οικονομία εκδικείται και τελικά, όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνησή της Ν.Δ., τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάς είχε ουσιαστικά πτωχεύσει.
Η δύναμη των αποκρατικοποιήσεων
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εφήρμοσε για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων εν μέσω σκληρών αντιδράσεων, στις συγκοινωνίες και τις τηλεπικοινωνίες. Ο ίδιος μιλούσε για την ανάγκη αποκρατικοποίησης της οικονομίας:
«Η υπερβολική επέκταση του δημόσιου τομέα και ο έντονος κρατικός παρεμβατισμός που είναι σήμερα πανταχού παρών όχι μόνο δεν έλυσαν -αυτό το έχουμε πλέον συμπεράνει- τα προβλήματα, αλλά σώρευσαν καινούργια. Σήμερα χρειάζεται να πνεύσει ένας νέος ισχυρός άνεμος που θα αποκαταστήσει τον υγιή ανταγωνισμό και θα μειώσει τη συμμετοχή του κράτους στην οικονομία. Οι προβληματικές επιχειρήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις που αναφέρονται στην εθνική άμυνα, θα περάσουν με πλήρη διαφάνεια στον ιδιωτικό τομέα ή θα ρευστοποιηθούν, αν δεν είναι οικονομικά βιώσιμες. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στις υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες θα μεταβιβασθούν με απολύτως διαφανείς διαδικασίες στον ιδιωτικό τομέα ή θα ρευστοποιηθούν αν δεν είναι βιώσιμες. Παράλληλη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε ορισμένες λειτουργίες, όπως π.χ. η κινητή τηλεφωνία. Απεμπλοκή της κυβέρνησης από τη λειτουργία των ΔΕΚΟ, για τις οποίες θα ισχύσουν κριτήρια καθαρά ιδιωτικών επιχειρήσεων».
Για το όνομα των Σκοπίων
Η εκτίμησή του ότι «σε 10 χρόνια δεν θα θυμόμαστε το όνομα των Σκοπίων» αποτέλεσε την αφορμή για να του επιτεθούν σκληρά οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Είχαν προηγηθεί η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 και η ανεξαρτητοποίηση της ως τότε «ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας», η οποία διεκδικούσε την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αρχικά το θέμα χειρίστηκε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο απομάκρυνε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Απρίλιο του 1992, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Κ. Μητσοτάκης πέτυχε να πείσει την Ευρωπαϊκή Ενωση στη Σύνοδο της Λισαβόνας να υιοθετήσει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία παρά την απόφαση της Συνόδου της Λισαβόνας επέμεναν στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, αρχή της οποίας ήταν η είσοδος του κράτους αυτού στον ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ – FYROM).
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου