ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΗΣ, Οικονομολόγος
Μαζί με τη Ρωσία βέβαια κάθε χώρα που εξάγει αέριο είτε μέσω αγωγών είτε υγροποιημένο επίσης έχει τεράστια κέρδη. Η αλυσίδα του κέρδους δεν σταματά εδώ, όμως, γιατί η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου έχει προκαλέσει και ανάλογη αύξηση στην τιμή του πετρελαίου και του κάρβουνου. Με άλλα λόγια οι τιμές των ορυκτών καυσίμων έχουν πάρει φωτιά καθώς καθορίζονται διεθνώς.
Στον πίνακα 1 παρουσιάζουμε την τάση στις τιμές των ορυκτών καυσίμων και την ποσοστιαία μεταβολή το τελευταίο 12μηνο. Βλέπουμε ότι η τιμή του αερίου τετραπλασιάστηκε (από $25 η μεγαβατώρα σε $105). Το πετρέλαιο, αν και είχε διπλασιαστεί, τώρα κυμαίνεται στο 60% της προ έτους τιμής (ήταν $68 το βαρέλι και είναι σήμερα $108), ενώ η τιμή του κάρβουνου ανέβηκε από $101 ο τόνος σε $274.
Από την αρχή του πολέμου, στις 24 Φεβρουαρίου, μέχρι τις αρχές του Μαΐου η Ε.Ε. έχει εισαγάγει ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, αέριο, κάρβουνο) από τη Ρωσία αξίας 55 περίπου δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο οι εισπράξεις της Ρωσίας από τις συνολικές εξαγωγές ορυκτών καυσίμων έφτασαν τα 77 δισ. ευρώ. Με αυτούς τους ρυθμούς και εφόσον δεν μειωθούν οι τιμές στα ορυκτά καύσιμα, η Ρωσία μέχρι το τέλος του 2022 θα έχει εισπράξει από τις εξαγωγές αυτές γύρω στα 380 δισ. ευρώ. Ποσό κατά 150 δισ. ευρώ υψηλότερο από ό,τι είχε εισπράξει το 2021. Η δε Ευρώπη εφόσον δεν αλλάξουν οι συνθήκες, θα πληρώσει τα 2/3 από τα 380 δισ. Αυτό το κόστος προφανώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό γιατί πλήττει υπέρμετρα την ευρωπαϊκή οικονομία και σε τριψήφιο νούμερο εκατομμύρια νοικοκυριών.
Το καμπανάκι του κινδύνου ήδη κτυπά στην Ευρώπη. Ο στόχος για ταχεία ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρός και πιο επιτακτικός. Η Ε.Ε. εισάγει το 90% του φυσικού αερίου που καταναλώνει, με τη Ρωσία να της παρέχει περίπου το μισό των απαιτούμενων εισαγωγών, σε διαφορετικές βέβαια ποσότητες ανά κράτος-μέλος. Η Ρωσία επίσης καλύπτει περίπου το 25% των εισαγωγών πετρελαίου και το 45% των εισαγωγών άνθρακα που έχει ανάγκη η Ε.Ε.
Δολάρια και ρούβλια
Στο χάος των ενεργειακών τιμών που κυριαρχεί σήμερα προστέθηκε και το θέμα του ρουβλιού, λόγω της επιμονής του Βλαντιμίρ Πούτιν να ζητά από τους αγοραστές να πληρώνουν στο εθνικό νόμισμα της χώρας του. Αυτή η απαίτηση δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία γιατί από χρόνια η Ρωσία ήθελε να απαγκιστρώσει την τιμή των ορυκτών καυσίμων που εξάγει από το δολάρια ΗΠΑ. Εβλεπε βέβαια ότι οι εναλλακτικές που υπήρχαν δεν ήταν πολλές, παρά μόνο το ευρώ και το κινέζικο γουάν. Τα νομίσματα των δύο περιοχών με τις οποίες η Ρωσία έχει μεγάλες εμπορικές συναλλαγές. Οταν τέθηκαν σε εφαρμογή οι κυρώσεις και ο αποκλεισμός των ρωσικών τραπεζών από το SWIFT, η ανάγκη απαλλαγής από το αμερικανικό δολάριο έγινε επιτακτική. Η ντιρεκτίβα που υπέγραψε ο Πούτιν είχε διπλό στόχο. Να δημιουργήσει προβλήματα και αντιπερισπασμό στους αγοραστές και αντιπάλους της Δύσης, αλλά και να τονώσει τα αποθέματα σε σκληρά νομίσματα της κεντρικής τράπεζας εφόσον κάποια από τα $300 δισ. ρωσικών χρημάτων που είναι τοποθετημένα σε τράπεζες του εξωτερικού είναι δεσμευμένα. Το αποτέλεσμα των κυρώσεων ήταν η μεγάλη υποτίμηση στο ρούβλι και η κοινωνική αναταραχή στους Ρώσους πολίτες.
Ο εκβιασμός του Κρεμλίνου προς τη Δύση έγινε εντονότερος και πιστευτός όταν έκοψε τη ροή του φυσικού αερίου προς Πολωνία και Βουλγαρία, οι οποίες αρνήθηκαν να πληρώσουν σε ρούβλια τις οφειλές τους. Σταδιακά αρκετές από τις άλλες χώρες της Ευρώπης ακολούθησαν τη μέθοδο της κατάθεσης δολαρίων ή ευρώ στην τράπεζα της Gazprom στην Ελβετία, η οποία τα ρευστοποιεί σε ρούβλια και εισπράττει το αντίτιμο για τη διάθεση του αερίου. Το ερώτημα αν η μέθοδος αυτή παραβιάζει τις εν ισχύι κυρώσεις ή όχι, είναι μάλλον ανούσιο γιατί όπως βλέπουμε και στον πίνακα 2, ο στόχο του Πούτιν να μην «ξεφτιλιστεί» η εξωτερική αξία του εθνικού του νομίσματος επιτεύχθηκε πλήρως. Η σχέση δολαρίου προς ρούβλι από 70 προς 1 που ήταν προ των κυρώσεων αποκαταστάθηκε και με το παραπάνω σήμερα. Η ισοτιμία επανήλθε στο προ του πολέμου σημείο ισορροπίας, ένα γεγονός που μπορεί ο Πούτιν να το πουλήσει καταλλήλως στο εσωτερικό της χώρας του. Παράλληλα δείχνει τον δρόμο στον καινούργιο άσπονδο φίλο του, τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, τη μέθοδο να κάνει το γουάν αποθεματικό νόμισμα και πλήρως μετατρέψιμο όπως τα άλλα σκληρά νομίσματα. Θα δούμε προσεχώς αν το όνειρο του Κινέζου ηγέτη θα πραγματοποιηθεί και τι θα σημάνει για το παντοδύναμο δολάριο.
Η αναστάτωση όμως που προκλήθηκε μεταξύ της ισοτιμίας δολαρίου και ρουβλιού έφερε στην επιφάνεια το γεγονός ότι το νόμισμα κάθε οικονομίας έχει άμεση σχέση με τα αποθέματα και τις εξαγωγές των ενεργειακών καυσίμων. Η Ευρώπη που γενικά είναι φτωχή σε αέριο και πετρέλαιο ή εναλλακτικά ότι οι ανάγκες της σε αυτά τα καύσιμα είναι πολλαπλάσιες από ό,τι η ίδια μπορεί να παράγει ενδογενώς, έχει υποστεί το τελευταίο 12μηνο «επίθεση» πωλήσεων στο ευρώ. Ετσι, ενώ προ έτους η ισοτιμία με το δολάριο ΗΠΑ ήταν στο $1,23, σήμερα έχει πέσει στο $1,05. Η υποτίμηση αυτή του ευρώ επηρεάζει αρνητικά τις οικονομίες όλων των κρατών-μελών εφόσον κάνει ακριβότερες όλες τις εισαγωγές πρώτων υλών και πάνω απ’ όλα τα ορυκτά καύσιμα που αποτιμώνται σε δολάρια. Το αν η υποτίμηση του ευρώ θα βοηθήσει τις εξαγωγές της Ε.Ε. προς τις χώρες της ζώνης δολαρίου μένει να αποδειχθεί στο προσεχές μέλλον.
Η Ευρώπη ξύπνησε
Σε πυρετώδεις ρυθμούς και πρωτόγνωρους για τα δεδομένα της Ε.Ε. μέχρι σήμερα, τίθενται φιλόδοξοι στόχοι προκειμένου οι εισαγωγές ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία να εκμηδενιστούν όσο το δυνατόν ταχύτερα. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του φυσικού αερίου, η παραγωγή του οποίου στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί με άλματα πολύ πάνω από ό,τι εσωτερικά καταναλώνεται, εφόσον ο στόχος είναι οι εξαγωγές στις ευρωπαϊκές αγορές (βλέπε πίνακα 3).
Σε συνέδριο στο Παρίσι στις αρχές Μαρτίου, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας, προτάθηκαν μέτρα που σε 12 μήνες από σήμερα θα μπορούσαν δυνητικά να οδηγήσουν σε περικοπή άνω του 1/3 του ρωσικού αερίου που χρησιμοποιεί η Ε.Ε. Ετσι, οι εισαγωγές αερίου που το 2021 ήταν 155 δισ. κυβικά μέτρα (bcm) μπορεί υπό προϋποθέσεις να μειωθούν έως την άνοιξη του 2023 σε κάτω από 100 bcm. Πιο συγκεκριμένα τα προτεινόμενα μέτρα είναι:
- Εισαγωγές αερίου από εκτός Ρωσίας χώρες (υποκατάσταση 30 bcm αερίου).
- Μεγιστοποίηση της πυρηνικής ενέργειας και της βιοενέργειας (μείωση ζήτησης αερίου κατά 13 bcm).
- Ενθάρρυνση των καταναλωτών να μειώσουν τη θέρμανση των κτιρίων κατά 1 βαθμό Κελσίου (μείωση ζήτησης αερίου κατά 10 bcm).
- Επιτάχυνση στην εξάπλωση αιολικών και φωτοβολταϊκών έργων (μείωση ζήτησης αερίου κατά 6 bcm).
- Μετατροπή των καυστήρων αερίου σε αντλίες θερμότητας (μείωση ζήτησης αερίου κατά 2 bcm).
- Επιτάχυνση της εξοικονόμησης ενέργειας σε βιομηχανικά και εμπορικά κτίρια (μείωση ζήτησης αερίου κατά 2 bcm).
- Φορολόγηση των έκτακτων κερδών των εταιριών ενέργειας και διανομή των χρημάτων στις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις.
Μία εβδομάδα μετά τη σύνοδο της ΔΟΕ στο Παρίσι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «ξεσπάθωσε» προτείνοντας την επανεκκίνηση του ενεργειακού τομέα της Ευρώπης κυρίως μέσω δύο πυλώνων:
α) Διαφοροποίηση των εισαγωγών φυσικού αερίου μέσω της αύξησης του υγροποιημένου αερίου (LNG) και των εισαγωγών αερίου μέσω αγωγών από χώρες εκτός Ρωσίας.
β) Αυξημένες ποσότητες παραγωγής και εισαγωγών βιομεθανίου και υγροποιημένου υδρογόνου με παράλληλη εξοικονόμηση ενέργειας σε σπίτια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικού.
Εν όψει των στόχων για αύξηση των ΑΠΕ και βελτίωση της κλιματικής αλλαγής μέχρι το 2030, η Ε.Ε. θέτει πλέον ένα νέο στόχο μέχρι το τέλος του 2022 που είναι η μείωση κατά 2/3 των εισαγωγών 155 bcm φυσικού αερίου από τη Ρωσία το 2021. Πέραν αυτών των προτεινόμενων βραχυχρόνιων στόχων, η Γερμανία προωθεί ακόμα πιο φιλόδοξους στόχους για τη δική της επικράτεια. Ο αντικαγκελάριος της Γερμανίας και ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών και Προστασίας του Κλίματος Ρόμπερτ Χάμπεκ δήλωσε πρόσφατα ότι η χώρα του μείωσε το πρώτο τετράμηνο του έτους το μερίδιο των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου από 55% που ήταν το 2021 στο 35%. Στο πετρέλαιο από 35% στο 12% και στον άνθρακα από 60% στο 8%.
Η επιδίωξη της Γερμανίας είναι να λειτουργήσει την οικονομία της χωρίς ρωσικό αέριο έως το 2024 (στον πίνακα 4 οι ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου και LNG), ενώ η απαλλαγή από το ρωσικό πετρέλαιο και τον άνθρακα θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2022. Το κόστος αυτής της προσπάθειας υπολογίζεται από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας σε απώλεια 5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ και υψηλότερο πληθωρισμό.
Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει, δεχόμενη το αυξημένο κόστος της ενέργειας και της γενναίας υποστήριξης των επενδύσεων σε ΑΠΕ. Ενα βήμα που θωρακίζει ενεργειακά τη χώρα μας είναι και η κατασκευή του πλωτού τερματικού σταθμού υποδοχής LNG στην Αλεξανδρούπολη ο οποίος σε λιγότερο από δύο χρόνια θα είναι έτοιμος να προσφέρει προμήθειες αερίου σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων.