Οι επαγγελματίες της αγοράς αναμένουν ότι η τάση θα συνεχιστεί, καθώς παρά την ισχυρή αύξηση της τελευταίας πενταετίας, οι τιμές δεν έχουν φτάσει ακόμα στα υψηλά προμνημονιακά επίπεδα. Είτε από ανάγκη είτε ως επένδυση, η αγορά ακινήτων μεγαλώνει σε τζίρο χρόνο με τοΝ χρόνο, αλλά οι τιμές διαφέρουν από πόλη σε πόλη και από γειτονιά σε γειτονιά.
Οι επαγγελματίες της αγοράς μάς βοηθούν να βρούμε τις «καλές ευκαιρίες», τις φθηνές εναλλακτικές, αλλά και το πού θα πάρουμε την καλύτερη απόδοση αν επενδύσουμε σε ένα ακίνητο. Στα θετικά, ότι οι ειδικοί δεν περιμένουν αλλαγή στην κατεύθυνση της αγοράς. Μία ματιά στους συγκεντρωτικούς δείκτες των αγγελιών πώλησης (Spitogatos – SPI) δείχνει ότι σε όλη τη χώρα το δεύτερο τρίμηνο του 2023 οι τιμές αυξήθηκαν κατά 7,3%. Πέρσι αυξήθηκαν 7,2%, το 2021 κατά 6% και το 2020 κατά 3,3%. Η τάση είναι σημαντικά ανοδική. Οχι μόνο οι τιμές αυξάνονται, αλλά αυξάνεται και ο ρυθμός της ανόδου τους. Από το 2020 μέχρι σήμερα σε σύγκριση β’ τριμήνου οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 23,8%. Σε επίπεδο πενταετίας η άνοδος φτάνει το 35,3%.
Για να το δούμε πιο πρακτικά, επενδυτής που αγόρασε ακίνητο για 200.000 ευρώ το 2018, αν η τιμή του αυξήθηκε με τον μέσο όρο της χώρας, τώρα αυτό το πουλά για 270.600 ευρώ. Αν το πουλούσε τώρα, η επένδυση θα είχε κέρδος 70.600 ευρώ, χωρίς να υπολογίσουμε τα παραπάνω έσοδα, αν το είχε νοικιάσει ενδιάμεσα ή αν η αύξηση της τιμής ήταν άνω του μέσου όρου της χώρας.
Από το 2018 έως σήμερα
Στην εικόνα της πενταετίας, όπως προκύπτει από την ανάλυση του κ. Θεμιστοκλή Μπάκα, προέδρου του Πανελλαδικού Δικτύου Κτηματομεσιτών E-Real Estates, η εγχώρια κτηματαγορά καταγράφει σωρευτική αύξηση των ζητούμενων τιμών πώλησης από το 2018 έως και σήμερα κατά 44,6% στην Αττική (14% χαμηλότερα από το υψηλότερο σημείο του 2008), 32,2% στη Θεσσαλονίκη, πανελλαδικά κατά 31,2% (19,4% χαμηλότερα από το υψηλότερο σημείο του 2008), ενώ στις μεγάλες πόλεις κατά 18,6%.
Αυτοί οι αριθμοί δείχνουν ότι η αγορά ακινήτων ακόμα έχει κέρδος και όσο έχει κέρδος θα προσελκύει επενδυτές, άρα θα αυξάνεται η ζήτηση, με αποτέλεσμα να οδηγούνται ανοδικά οι τιμές. Η ανησυχία πολλών είναι η λεγόμενη «φούσκα». Δηλαδή ότι η άνοδος των τιμών θα χτυπήσει το «ταβάνι» της, το ανώτατο όριο που μπορεί να φτάσει, με επόμενο να μπούμε σε κύκλο αποκλιμάκωσης των τιμών και όσοι έχουν αγοράσει ακριβά να βρεθούν… χαμένοι. Οι ειδικοί της αγοράς απαντούν ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι πολύ πιθανό για την ελληνική αγορά και εξηγούν ότι οι τιμές βρίσκονται ακόμα αρκετά χαμηλότερα από τα ιστορικά υψηλά τους και ότι μπορεί να αυξάνονται, αλλά τα ελληνικά ακίνητα παραμένουν αρκετά φθηνότερα από αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που παραμένει ισχυρό το ενδιαφέρον από το εξωτερικό, με ξένους επενδυτές να φέρνουν νέο χρήμα στην αγορά. Σύμφωνα με τους επαγγελματίες του κλάδου, το πιθανότερο σενάριο είναι η αγορά σταδιακά να ρίξει ρυθμούς τα επόμενα χρόνια και να φτάσει σε μία ισορροπία. Αυτό όμως, σταδιακά και ήρεμα, χωρίς «φούσκες» ή άλλα δράματα.
Αυξήθηκε η ζήτηση μέσα στην πανδημία
Κρίσεις όπως η πανδημία και η ακρίβεια, όχι μόνο δεν έβαλαν φρένο, αντιθέτως αποτέλεσαν και «καύσιμο» για την αγορά, καθώς δημιούργησαν επιπλέον κίνητρα για αγορά μεγαλύτερης και νεότερης κατοικίας.
Στην πανδημία οι πολίτες αναγκάστηκαν να μείνουν στο σπίτι και αρκετοί ένιωσαν ότι χρειάζονται κάτι καλύτερο. Με την ακρίβεια να πιέζει την αξία του χρήματος, η αγορά κατοικίας έγινε από τις καλύτερες, ίσως και ασφαλέστερες επενδύσεις. Πολλοί που είχαν κεφάλαια επέλεξαν να τα επενδύσουν στην αγορά ακινήτων, ενώ υπήρξε και σημαντική άνοδος την τελευταία τριετία στα στεγαστικά δάνεια.
Παρά την κάμψη που έφερε η αύξηση του κόστους δανεισμού, οι παραπάνω λόγοι επηρέασαν και νεότερους ανθρώπους που δεν είχαν κάποιο προηγούμενο δανειακό βάρος, με αποτέλεσμα πολλοί να αναζητήσουν το πρώτο τους σπίτι και να αντικαταστήσουν το ενοίκιο με τη δόση ενός στεγαστικού.