Ειδικότερα, στο γιαούρτι, για παράδειγμα, όπως εξήγησαν αρμόδιες πηγές στον «Ε.Τ. της Κυριακής», επειδή υπάρχουν πολλά και καλής ποιότητας προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, οι καταναλωτές έχουν αρχίσει να τα προτιμούν. «Η διείσδυση της ιδιωτικής ετικέτας στη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντος διαμορφώνεται σε 45%-50%», ανέφεραν χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως αυτό δείχνει ότι ο καταναλωτής εάν δει ένα επώνυμο προϊόν να ανεβάζει την τιμή του, αλλάζει μάρκα.
Και το κάνει πιο εύκολα από ό,τι θα το έκανε, ενδεχομένως, στον στιγμιαίο καφέ, όπου οι επιλογές είναι περιορισμένες (δύο μεγάλες μάρκες -κατά κύριο λόγο- και η ιδιωτική ετικέτα). Αλλωστε, στα γιαούρτια δεν υπήρχε ποτέ καθεστώς υπερβολικών εκπτώσεων, παρά η μόνιμη έκπτωση 2+1. Επίσης, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η επιλογή της ιδιωτικής ετικέτας, έναντι της επώνυμης: στα μακαρόνια, στο ελαιόλαδο, στις μαργαρίνες, στο βούτυρο, στο τυρί κ.ά.
Στα προϊόντα όπου οι καταναλωτές «ψηφίζουν», πρωτίστως, επώνυμα, έναντι ιδιωτικής ετικέτας συγκαταλέγονται τα παρακάτω: καφές, απορρυπαντικά, καθαριστικά επιφανειών παντός είδους, σαμπουάν και conditioner, αφρόλουτρα, σαπούνια, οδοντόκρεμες, βρεφικές και παιδικές πάνες, προϊόντα εμμήνου ρύσεως κ.ά.
Με εξαίρεση τον καφέ, όλα τα υπόλοιπα αγαθά συμπεριλαμβάνονται στο μέτρο κατά της ακρίβειας, που προβλέπει «κόφτη» ύψους 30% στις εκπτώσεις που πραγματοποιούν οι προμηθευτές προς τα σούπερ μάρκετ.
«Εκεί, υπήρχαν τα μεγάλα προβλήματα και γι’ αυτόν το λόγο ελήφθησαν τα μέτρα. Σε αυτές τις κατηγορίες αγαθών δραστηριοποιούνται, κυρίως, πολυεθνικές επιχειρήσεις, με επώνυμα προϊόντα», σχολίασε στον «Ε.Τ της Κυριακής» αρμόδιο στέλεχος του υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠΑΝ), προσθέτοντας πως «όσο πιο πολύ κερδίζει η ιδιωτική ετικέτα μερίδιο αγοράς, προφανώς θα διαφοροποιήσει και τον τρόπο που ασκούν τιμολογιακή πολιτική οι μεγάλες επιχειρήσεις. Και ένα πρώτο βήμα που έχει γίνει προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αντιμετώπιση των πλασματικών εκπτώσεων. Διότι οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιούν συνήθως για να κρατήσουν τις τιμές τους πάρα πολύ υψηλά -σε σχέση με την ιδιωτική ετικέτα- το τέχνασμα να δίνουν πάρα πολύ υψηλές εκπτώσεις. Δηλαδή αυξάνουν πάρα πολύ την αρχική τους τιμή, πλασματικά, και μετά κάνουν μία γενναία έκπτωση έναντι της “φουσκωμένης”, αρχικής τιμής».
Αυτό, όπως υπογράμμισαν, επιτρέπει στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις να πλασάρονται στον καταναλωτή ότι είναι μεν ακριβές, αλλά δίνουν το προϊόν τους σε τιμή ευκαιρίας.
«Πολλοί καταναλωτές, δυστυχώς, πείθονται από αυτού του είδους τις πρακτικές, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται παρά την αύξηση των τιμών τα μερίδια αγοράς των εταιριών», εξήγησαν οι ίδιες πηγές, τονίζοντας: «Μία αλλαγή που φέρνουν τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση αφορά στη μείωση των υπερβολικών εκπτώσεων και προσφορών. Ευθυγραμμίζουν το πεδίο για να μπορούν να “παίξουν” και άλλοι ανταγωνιστές».
Πώς η επιλογή μάρκας αυξάνει τις τιμές
Σε μία πιο ανταγωνιστική αγορά θα περίμενε κανείς ότι μία εταιρία που αυξάνει την τιμή της θα χάσει πελάτες, δηλαδή ότι θα στραφεί ο πελάτης στον ανταγωνιστή, που δεν έχει αυξήσει τις τιμές. Οταν, όμως, βλέπει κανείς ότι, παρότι αυξάνονται οι τιμές, η ζήτηση είναι ίδια ή και αυξάνεται, τότε η επιχείρηση δεν έχει κανέναν λόγο να αλλάξει τη συμπεριφορά της, εφόσον κερδίζει περισσότερα.
Αυτό συμβαίνει είτε επειδή ο καταναλωτής έχει πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη σε κάποιο προϊόν, είτε διότι δεν έχει την προθυμία να το αλλάξει. Είναι, δηλαδή, διατεθειμένος να «κόψει» από κάπου αλλού ενδεχομένως ή να ξοδέψει λιγότερα χρήματα σε κάποια άλλη δραστηριότητά του, προκειμένου να συνεχίσει να απολαμβάνει το ίδιο προϊόν.
Οπως επεσήμαναν από το ΥΠΑΝ, «αν οι καταναλωτές εδράζουν τις προτιμήσεις τους σε δύο μάρκες, για παράδειγμα, και δεν επιλέγουν άλλα προϊόντα, δίνεται πάρα πολύ μεγάλη δύναμη σε αυτές τις επιχειρήσεις να καθορίζουν τις τιμές στην αγορά. Αυτό δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να αλλάξει μέσα σε μία νύχτα. Χρειάζεται να αλλάξει, σταδιακά, με την ενίσχυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας».
Και ενώ στα τρόφιμα η ιδιωτική ετικέτα έχει μεγάλη διείσδυση, η χώρα μας υπολείπεται, αισθητά, σε σχέση με άλλες χώρες. Για παράδειγμα η Ισπανία -με την οποία συγκρινόμαστε συχνά- έχει ποσοστό διείσδυσης ιδιωτικής ετικέτας κατά μέσο όρο 40%, ενώ στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 20-25%.