Αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΘΟ τόνιζαν ότι ειδικά μια κίνηση στο πεδίο του ΦΠΑ είναι εξαιρετικά κοστοβόρα, αφού η μείωση κατά 1% των συντελεστών ΦΠΑ κοστίζει περίπου 800-850 εκατ. ευρώ, ποσό που δεν μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα από άλλες πηγές, παρά από τη σύλληψη του φόρου που σήμερα διαφεύγει από το ραντάρ της εφορίας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, ειδικά για τον ΦΠΑ, σημείο αναφοράς δεν θα είναι γενικά η μείωση της φοροδιαφυγής, αλλά ειδικότερα το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ», δηλαδή η διαφορά μεταξύ του φόρου που θα έπρεπε να εισπράττεται με βάση το ΑΕΠ από το ποσό από ΦΠΑ που μπαίνει τελικά στα δημόσια ταμεία.
Ο σχετικός δείκτης της Ε.Ε., που δημοσιεύτηκε ένα χρόνο νωρίτερα για τους φόρους του 2021, έδειξε για την Ελλάδα απόκλιση του δυνητικού από τον εισπραττόμενο ΦΠΑ 17,8%, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,3 δισ. ευρώ. Αρμόδιες πηγές του ΥΠΕΘΟ εκτιμούσαν ότι η φετινή έκθεση της Commission για το έτος 2022 θα δείχνει ότι το κενό ΦΠΑ θα έχει μειωθεί στο 13%. Η μείωση είναι αξιοσημείωτη μεν, αλλά το αποτέλεσμα είναι αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., όπου το κενό ΦΠΑ δεν ξεπερνάει το 9%. Η διαφορά αυτή εκ των πραγμάτων αναβάλλει την όποια σκέψη για μείωση τα επόμενα δύο χρόνια.
Φοροδιαφυγή
Στην τελευταία αναφορά του θέματος, στο προεκλογικό πρόγραμμα της Ν.Δ. το 2019, ο σχεδιασμός ήταν να υπάρξει μια μείωση κατά 2% του βασικού συντελεστή 24% και του μειωμένου συντελεστή 13%. Το θέμα επανήλθε και στην προεκλογική περίοδο του 2023, αλλά αυτή τη φορά χωρίς σαφή στόχο.
Στην παρούσα φάση, από το ΥΠΕΘΟ το μόνο που ομολογούν είναι ότι η όποια μείωση γίνει, θα βασιστεί όταν κορυφωθεί και δώσει πλήρεις «καρπούς» η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Η ένταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και η ψηφιοποίηση των ελέγχων της ΑΑΔΕ μέσα από το MY DATA αναμένεται να εισφέρουν 800 εκατ. πρόσθετο ΦΠΑ, μόνο για το 2024. Ο κ. Κωστής Χατζηδάκης εκτίμησε, προ ημερών, ότι το αντικείμενο της καμπάνιας του ΥΠΕΘΟ θα είναι έσοδα που θα φτάσουν τα 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση μέχρι και το 2027. Ωστόσο, νεότερες εκτιμήσεις, οι οποίες βασίζονται στα στοιχεία που προκύπτουν από τους ηλεκτρονικούς ελέγχους, θέλουν τα έσοδα, που προέρχονται από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, να είναι μεγαλύτερα, αγγίζοντας, από τα τέλη του 2026, τα 3 δισ. ευρώ. Τούτο δε, αν επιτευχθούν οι αναμενόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας.
Η περιουσία των δισεκατομμυριούχων υπερδιπλασιάστηκε σε σχεδόν 10 χρόνια
Στα ύψη
Οι συντελεστές ΦΠΑ, που σχεδόν επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων οικονομικής διάσωσης, είναι σήμερα από τους υψηλότερους της Ευρώπης. Ο μέσος βασικός συντελεστής ΦΠΑ για το σύνολο της Ε.Ε. είναι 21,6%, ενώ στην Ελλάδα 24%. Υψηλότερος από την Ελλάδα είναι ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ σε Σουηδία και Δανία (25%), ενώ μόνο η Φιλανδία έχει βασικό συντελεστή 24%. Οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ, οι οποίοι «μοιράστηκαν» για τελευταία φορά το 2015, στην αρχή του 3ου μνημονίου, επιβάρυναν περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, τα οποία είχαν μειωθεί κατά περίπου 30%, λόγω της πολυετούς κρίσης. Πλέον, έξι χρόνια μετά την οριστική έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια και στη συνέχεια της τετραετούς ενισχυμένης εποπτείας, ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ είναι στο 24% και ο μειωμένος στο 13%. Οι συντελεστές αυτοί επιβάλλονται πλέον σε υψηλές τιμές προϊόντων, τη στιγμή που τα εισοδήματα στην Ελλάδα είναι στα 2/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου, από τον οποία υπολείπονται κατά 33%. Σε πρώτη φάση, το δόγμα της κυβέρνησης είναι ότι το μόνο αντίδοτο της ακρίβειας είναι η αύξηση των εισοδημάτων. Ωστόσο, η αύξηση των εισοδημάτων γίνεται με αργούς ρυθμούς και -όπως αποδείχθηκε- ήταν δύσκολο να «προλάβουν» την άνοδο των τιμών, ειδικά κατά τα χρόνια του υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή το 2022 και το 2023.
ΤΑ ΔΥΟ ΣΕΝΑΡΙΑ ΠΟΥ ΜΕΛΕΤΑ ΤΟ ΜΑΞΙΜΟΥ
Για όλους αυτούς τους λόγους θα ήταν φρόνιμο, όταν υπάρξει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος, να γίνει μια ελάφρυνση στον βασικό έμμεσο φόρο, με δύο σενάρια να βρίσκονται στα χέρια του Μαξίμου:
– Το πρώτο σενάριο θέλει τη μείωση του βασικού και του μειωμένου συντελεστή κατά 2%, όπως είχε ανακοινωθεί προεκλογικά. Δηλαδή τη μείωση του βασικού συντελεστή στο 22% από 24% και του μειωμένου συντελεστή στο 11% από 13% σήμερα. Η διαδικασία αυτή είναι σχετικά πιο απλή, αφού για να εφαρμοστεί αρκεί να δημιουργηθεί το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και στη συνέχεια να αλλάξουν οι τιμές. Ωστόσο η λύση αυτή θα διατηρήσει την πίεση ειδικά στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, τα οποία θα πληρώνουν σχεδόν τα ίδια χρήματα για τρόφιμα και είδη καθημερινής χρήσης, που είναι ήδη πολύ ακριβά.
– Το δεύτερο σενάριο έρχεται να εκπληρώσει, έως ένα σημείο, το πάγιο αίτημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία, κατά τους μήνες του υψηλού πληθωρισμού, ζητούσαν τη μείωση ή την κατάργηση για ένα διάστημα των συντελεστών σε όλα τα τρόφιμα, αφήνοντας τους συντελεστές απαράλλακτους στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι αντί για «οριζόντια» μείωση των συντελεστών, να γίνει μόνιμη μεταφορά προϊόντων και υπηρεσιών στο 13% από 24% σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι το δεύτερο σενάριο θα απαιτήσει μεγαλύτερη και πιο λεπτομερή προετοιμασία για να μην παρατηρηθούν φαινόμενα όπως αυτά του 2015, όταν χρειάστηκε περίπου 1,5 χρόνος για να ολοκληρωθεί όλη η διαδικασία. Ωστόσο τα σενάρια αυτά -και αυτά που θα προκύψουν στο μέλλον- θα εξεταστούν ξανά, όχι πριν από τα μέσα του 2026.