Δεύτερο δείγμα του ενδιαφέροντος για τους κρατικούς τίτλους ήταν το πέρασμα, έστω και για λίγες ώρες, της απόδοσης του 5ετούς ομολόγου σε αρνητικό έδαφος (στις 2 το μεσημέρι ήταν -0,05%), για αυξηθεί στη συνέχεια στο 0,02%, καταγράφοντας μείωση της απόδοσης για μία ημέρα μεγαλύτερη του 40%.
Ολα αυτά ενώ τα 2ετή και τα 3ετή ελληνικά ομόλογα έχουν απόδοση σταθερά αρνητική, και το ομόλογο αναφοράς διάρκειας 10 ετών διαπραγματευόταν χθες λίγο πάνω από το 0,6%. Η 15ετία πλέον κινείται άνετα πολύ κάτω του 1% και στα ιστορικά χαμηλά του 0,79% (πτώση 10%), ενώ η απόδοση στο 7ετές κινείται επίσης σε νέα χαμηλά και στο 0,25%.
Σύμμαχοι στο ράλι των ελληνικών κρατικών τίτλων είναι και η συμμετοχή τους στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των περίπου 37,5 δισ. ευρώ, αλλά και το ότι το ελληνικό χρέος είναι κατά τα 3/4 προς τους επίσημους δανειστές, έχει μέση διάρκεια ωρίμανσης 21 χρόνια και είναι ρυθμισμένο από το 2018 μέχρι και το 2032 να έχει πολύ χαμηλές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες.
Ωστόσο, οι επενδυτές ποντάρουν στο σενάριο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από το 2021 και μετά με τη βοήθεια και των 32+20 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-2027, δηλαδή του επόμενου ΕΣΠΑ.
Το μόνο δυσμενές στοιχείο είναι το ύψος του δημοσίου χρέους. Μετά την οριζόντια αναθεώρηση του ύψους του ΑΕΠ την περίοδο 2015-2019 από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. μέσω της οποίας μειώθηκε το ΑΕΠ του 2018 κατά 4,7 δισ. το 2018 και 4,1 δισ. ευρώ το 2019, επηρεάζοντας και το ΑΕΠ του 2020 και του 2021 αλλά και λόγω μέτρων στήριξης που εφαρμόζει ήδη η κυβέρνηση, έχουμε μια τεράστια αύξηση από χρόνο σε χρόνο.
Με βάση την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την 8η αξιολόγηση σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, το χρέος αναμένεται να αυξηθεί από το 180,5% του ΑΕΠ το 2019 στο 207% του ΑΕΠ το 2021, για να μειωθεί στη συνέχεια το 2021 στο 200,7% το 2021 και στο 194,8% το 2022.
Στην αναθεωρημένη έκθεση βιωσιμότητας για το ελληνικό χρέος που έχει επισυνάψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση για την 8η αξιολόγηση, σημειώνει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ελληνικό χρέος είναι η Ελλάδα να μην προχωρήσει στην υλοποίηση της έκθεση της «Επιτροπής Πισσαρίδη» και να μην αξιοποιήσει κατάλληλα τα χρήματα από το Ταμείο Ανάπτυξης.
Αναγνωρίζει κατ’ αρχάς την επιβάρυνση του ελληνικού χρέους για φέτος, σημειώνοντας ότι για πρώτο χρόνο μετά τη ρύθμιση του χρέους το 2018 η Ελλάδα θα έχει χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους που θα φτάσουν το 20% του ΑΕΠ, έναντι πρόβλεψης για ανάγκες χρηματοδότησης στο 7,9% του ΑΕΠ προ κορονοϊού.
Επισημαίνει πως το ελληνικό χρέος παραμένει βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, αφού περίπου τα 250 δισ. από τα συνολικά 330 δισ. του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης είναι προς τον δημόσιο τομέα (τον ESM, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ) και έχουμε μεγάλο μέσο χρόνο ωρίμανσης, που φτάνει τα 21 χρόνια, και χαμηλά επιτόκια.
Ωστόσο, εκτιμάται ότι η επανεκκίνηση της πορείας μείωσης του χρέους από υψηλότερα επίπεδα το 2021 θα επηρεαστεί από το επιπλέον επιτόκιο που θα ζητήσουν οι αγορές για να αναχρηματοδοτήσουν το ελληνικό χρέος σε ορίζοντα 30ετίας. Το μέσο επιτόκιο, αν η ελληνική οικονομία αρχίσει να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς, θα είναι 1,8% για το διάστημα 2020-2029 και θα αυξηθεί στο 3,4% την περίοδο 2030-2060.
Αν η ανάπτυξη επιβραδύνει τα μέσα επιτόκια, θα αυξηθούν στο 2% και 5% για τις δύο περιόδους.
Τονίζεται, πάντως, ότι αντίβαρο για την αύξηση του κόστους δανεισμού τουλάχιστον σε πρώτη φάση είναι και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, αλλά και η ορθή χρήση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τον Μάρτιο οι νέες αντικειμενικές αξίες
Μέχρι και το τέλος Μαρτίου αναμένεται να ολοκληρωθεί η προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών στις εμπορικές, η οποία ξεκίνησε στις αρχές του χρόνου, αλλά αναβλήθηκε λόγω του ξεσπάσματος της υγειονομικής κρίσης.
Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την όγδοη αξιολόγηση σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας τονίζεται ότι η προσπάθεια αναμένεται να ολοκληρωθεί έως και το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2021, περιλαμβάνοντας και την άσκηση για τη διεύρυνση της βάσης του ΕΝΦΙΑ με την ένταξη άλλων 3.000 περιοχών στο σύστημα των αντικειμενικών αξιών.
Στο θέμα της καθυστέρησης της απονομής των συντάξεων, με το συνολικό κόστος να υπολογίζεται από την Ε.Ε. στα 496 εκατ. ευρώ, η Ε.Ε. μετατοπίζει την προθεσμία εκκαθάρισης από τα μέσα στο τέλος του 2021. Οπως τονίζεται, η καθυστέρηση και συσσώρευση αιτημάτων συντάξεων οφείλεται στην πανδημία και στους περιορισμούς μετακίνησης των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων, αφού τονίζει ότι η διαδικασία της απονομής συντάξεων δεν μπορεί να γίνει με τηλεργασία.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr