Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο διεθνής Οργανισμός, το βάρος της ακρίβειας εξαρτάται από τη σύνθεση του νοικοκυριού όλων όσοιν χαρακτηρίζονται ως οικονομικά ευάλωτοι. Σε γενικές γραμμές τα φτωχότερα νοικοκυριά που βρίσκονται στα τρία τελευταία δεκατημόρια εισοδήματος, βιώνουν πληθωρισμό υψηλότερο κατά 1,5% από τον μέσο όρο από αυτόν που βιώνουν τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα.
Τούτο διότι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, αναλώνεται για τρόφιμα και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που έχουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις μέσα στην κρίση. Τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα επιβαρύνονται περισσότερο στις μεταφορές τους σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, και στα χαμηλά εισοδήματα υπάρχει «διαστρωμάτωση» σε ό,τι αφορά το βάρος της ακρίβειας. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται στο τέλος του εργασιακού τους βίου ή αμέσως μετά τη σύνταξη (δηλαδή οι ηλικίες πάνω από τα 65) και έχουν χαμηλό εισόδημα καθώς και οι λιγότερο μορφωμένοι (απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), βιώνουν πληθωρισμό αυξημένο από τον μέσο όρο κατά 1,5% και 0,5% αντίστοιχα.
Από την άλλη, τα φτωχά νοικοκυριά, τα οποία ζουν σε πιο αραιοκατοικημένες περιοχές, δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τρόφιμα. Η κατηγορία αυτή βιώνει πληθωρισμό αυξημένο κατά 0,5% με τον μέσο όρο της χώρας αλλά και απέναντι σε οικονομικά ευάλωτους, οι οποίοι ζουν σε μεγάλες πόλεις και πυκνοκατοικημένες περιοχές, με περισσότερα καταστήματα, όπου ο ανταγωνισμός είναι κατά τεκμήριο εντονότερος. Λίγο καλύτερα είναι τα πράγματα για τους οικονομικά ευάλωτους, με δεύτερη πηγή εισοδήματος (ένα επίδομα, ένα νοίκι) αφού η υποχώρηση της αγοραστικής τους δύναμης είναι μικρότερη.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η Ελλάδα πρωταγωνίστησε στην παροχή μέτρων στήριξης για την άμβλυνση των συνεπειών των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας αλλά και γενικότερα του υψηλού πληθωρισμού.
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης, το Ταμείο σημειώνει ότι οι ενισχύσεις στην Ελλάδα είναι περισσότερο «κατηγοριοποιημένες», παρά στοχευμένες. Αναφέρει χαρακτηριστικά το βασικό μέτρο κατά της ενεργειακής κρίσης, της επιδότησης των τιμολογίων του ηλεκτρικού, η οποία μέχρι και το τέλος της ήταν οριζόντια και ανεξάρτητη από τις κατανάλωση. Σημειώνει ότι με βάση αυτήν την επιλογή οι επιδοτήσεις που δόθηκαν απορροφήθηκαν σε ποσοστό 75% από τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα, για τα οποία δεν υπήρχε κάποια πρόβλεψη για κλιμακωτή επιδότηση, ώστε να δίνεται ένα κίνητρο για εξοικονόμηση ενέργειας.
Με την ίδια λογική, κριτικάρει και τη χορήγηση της επιδότησης του 10% στις αγορές τροφίμων και άλλων ειδών καθημερινής χρήσης, το γνωστό «Market Pass» θεωρώντας το οριζόντιο μέτρο .